Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα της Ηρακλειώτισσας Ρένας Κυριακού. Ερμηνεία από την Έφη Αγραφιώτη και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.

Κείμενο:΄Εφη Αγραφιώτη 

25 Φεβρουαρίου του 1917 γεννήθηκε η εμβληματική αυτή προσωπικότητα τη Μουσικής, πιανίστα και συνθέτρια υψηλού κύρους. Ίσως δείτε κάπου σαν έτος γέννησης το 1918, μάλλον ισχύει το 1917.

Την αγνόησαν και μάλλον συνεχίζουν να την αγνοούν γενιές Ελλήνων, αλλά το κλίμα βελτιώνεται. Είμαι βέβαιη ότι θα παραμείνει αιώνια η μνήμη της και το παράδειγμά της, η ζωή και η στόχευση της «στο ποιοτικότερο και όχι στο πιο προβεβλημένο».

Η Κυριακού ανήκε στους λαμπρότερους εκπροσώπους του πιάνου παγκοσμίως. Το αν οι τιμές που της αποδόθηκαν δεν είχαν σχεδόν ποτέ αφετηρία την Ελλάδα, αυτό δεν είναι της παρούσης να το αναλύσουμε. Δεν την αφορούσε πάντως, έτσι έδειχνε. Η εντυπωσιακή λαμπρή σταδιοδρομία της (ρεσιτάλ, εκπομπές, δίσκοι, συμπράξεις με τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου) συνδυάστηκε συνειδητά με την προσωπική της αυστηρότητα στο σχεδιασμό και τον τρόπο της ζωής της.

Μεγάλης εμβέλειας πιανίστρια και αξιόλογη, αν και (πολύ αδίκως) άγνωστη συνθέτρια μουσικής, η Ρένα Κυριακού γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Η ηρακλειώτισα μητέρα της κατείχε βασικές γνώσεις πιάνου, τόσες όσες διδάχτηκε στο σχολείο και ο πατέρας της, Δημήτριος Κυριακός, υπήρξε επιτυχημένος αρχιτέκτονας και ερασιτέχνης βιολονίστας από την Αθήνα. Το Ηράκλειο αλήθεια τον θυμάται;  Εκτιμά σήμερα το ότι τα περισσότερα από τα πολύ όμορφα κτίρια του είναι αρχιτεκτονικές δημιουργίες του Δημητρίου Κυριακού.

Το ιδιαίτερο ταλέντο της μικρής Ρένας με τα εντυπωσιακά μάτια, τα συγκλίνοντα αυστηρά φρύδια και το ψηλό κρανίο, όπως έγραψε αργότερα δημοσιογράφος στο Ελεύθερο Βήμα, αποδίδοντας στη φυσιογνωμιστική σημειολογία την υψηλή της ευφυΐα, φάνηκε ήδη όταν ήταν νήπιο. Η μητέρα της, σύμφωνα με μαρτυρία του Παύλου Νιρβάνα, διηγούνταν το εξής παράδοξο: Κάθε φορά που, μωρό ακόμα, η Ρένα άκουγε στην πλατεία του Ηρακλείου μουσική, έκλαιγε και πάθαινε τέτοια ταραχή που ο παιδίατρος είχε συστήσει να μην πηγαίνουν το παιδί στην πλατεία! Όταν η Ρένα ήταν περίπου δύο ετών, οι γονείς της ήρθαν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν σε ένα σπίτι κοντά στο Χαρτοποιείο Παλαιού Φαλήρου. Ένα χρόνο αργότερα, μετά τη νύχτα της Ανάστασης, η οικογένεια αντίκριζε την εξής απρόσμενη εικόνα: Γυρνώντας στο σπίτι, η μικρή θα σκαρφαλώσει στο κάθισμα του πιάνου και θα σκαρώσει τις Καμπάνες, την πρώτη σύνθεσή της!

Η Κυριακού έπαιξε δικές της συνθέσεις στο κοινό για πρώτη φορά σε ηλικία πέντε ετών, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του κοινού και των κριτικών. Ο Θεόδωρος Συνοδινός, το Μάη του 1922 στο περιοδικό Μουσική Επιθεώρησις, εντυπωσιασμένος γράφει για το “μουσικόν αυτό φαινόμενον του οποίου αι συνθέσεις είχαν περιγραφικόν χαρακτήρα με τίτλους όπως: ‘Πυρκαγιά’, ‘Πόλεμος’, ‘Χορός Αγρίων’. Παραθέτουμε απόσπασμα: “Δανείζομαι την φράσιν με την οποίαν ο Σούμαν εις την αρχήν του κριτικού του σταδίου επαρουσίασε τον Σοπέν, δια να σας παρουσιάσω μίαν μουσικήν μεγαλοφυΐαν. Αποκαλυφθείτε κύριοι, σας παρουσιάζω ένα μουσικόν θαύμα! Τη Ρένα Κυριακού!.Aλλά τι είναι τέλος πάντων αυτό το κοριτσάκι που επρόφθασεν εις ηλικίαν πέντε ετών να δημιουργήσει παρελθόν και παρόν και να προοιωνίζεται ένδοξον μέλλον; Λοιπόν, η Ρένα είναι μουσουργός… Κι όμως η Ρένα ούτε φοβερό, ούτε υπερφυσικό κατά την εξωτερικήν εμφάνισιν παιδί είναι. Απεναντίας, είναι ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, στο πρόσωπο του οποίου είναι ξεχυμένη μια μελαχρινή γλυκάδα, για την οποία η Ρένα θα έχει κάθε δικαίωμα βραδύτερον να επαναλάβει τους λόγους του Σολομώντος: Ξέρεις γιατί είμαι μελαχρινή; Γιατί ο ήλιος εσταμάτησεν να θαυμάσει την ομορφιά μου και με εμαύρισεν… Η ιστορία της μουσικής δεν αναφέρει κανένα φαινόμενο κοριτσιού που εις ηλικίαν τριών ετών, χωρίς να γνωρίζει τους τόνους της μουσικής, χωρίς ουδέποτε κανείς να το διδάξει τι εστί μουσική, χωρίς κανείς να σκεφτεί να τοποθετήσει τα μικρά του δακτυλάκια εις τα κόκαλα του πιάνου, χωρίς ποτέ να διανοηθεί κανείς να του αποκαλύψει τα μυστήρια του ρυθμού, του μέτρου, του τονισμού, της αρμονίας, των μετατροπιών, να καθίσει μίαν ωραίαν πρωίαν προ του πιάνου και να αρχίσει να συνθέτει. Τι είναι τα έργα της Ρένας; Έργα τέχνης!”.
Πεπεισμένη η οικογένεια –την οποία απασχολούσε πολύ η σπάνια και τόσο δύσκολη περίπτωση του παιδιού τους– ότι θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος να προαχθεί και να ανθίσει η ιδιαίτερη φύση της, αποφασίζει το 1925 (μετά από παρότρυνση της οικογένειας του Νικόλαου και της Ελένης Πολίτη) να ταξιδέψει –αρχικά– στο Παρίσι, όπου η μικρή παίζει το Σάββατο 7 Μαρτίου 1925 στη Salle Victor Hugo τα δικά της κομμάτια Αναμνήσεις της Κρήτης, Σονάτα σε τρία μέρη και l’ Isle enchantée, παρουσία διακεκριμένων μουσικών και καθηγητών του Conservatoire, προσκεκλημένη του Συνδέσμου Ελλήνων Φοιτητών Παρισίων. Στο πρόγραμμα που διασώζεται στο σχετικό φάκελο προγραμμάτων της Ρένας Κυριακού στο Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου, αναφέρονται και άλλα ονόματα Eλλήνων που σπούδαζαν εκεί και εμφανίστηκαν το ίδιο βράδυ: Σπεράντζα Καλό, Κλειώ Γεωργά, Ελένη Χαλκούση. Προσωπική μαρτυρία του δασκάλου μου Χαράλαμπου Κρητικού την οποία πολύ αργότερα η Ρένα Κυριακού μού επιβεβαίωσε, αναφέρει ότι ουδέποτε η αίθουσα Ουγκό φιλοξένησε τόσο κόσμο, που ξεπερνούσε τα όρια των καθιστών και των ορθών και που σε ενθουσιασμό θύμιζε άλλες, όχι μουσικές, συναθροίσεις!

Το καλοκαίρι του 1928 έρχεται στην Ελλάδα για ξεκούραση. Παίζει αμέριμνη στον κήπο κρεμασμένη στην κούνια της και δε χορταίνει. Με ευχαρίστηση όμως παίζει και στο πιάνο τις νέες συνθέσεις της, όταν της ζητηθεί. Η Ραψωδία εξελίσσεται εντυπωσιακά, με μελωδική πρωτοτυπία, κερδίζοντας τις εντυπώσεις ανάμεσα στις συνθέσεις της: “Tώρα διάβασέ μας ό,τι θέλεις”, της λέει η μητέρα της. “Και η μικρή παίρνει μια σονάτα του Μπετόβεν και παίζει άψε σβήσε, με σεβασμόν προς κάθε λεπτομέρεια του κειμένου. Το παίξιμό της δεν έχει τίποτε το παιδιάστικο. Η καλλιτεχνική της οντότης προβάλλει επιβλητική”. Από απόκομμα της εφημερίδας Παναιγυπτία (11ης Αυγούστου 1928) διαβάζουμε κείμενο που σκιαγραφεί τη προσωπικότητα της Ρένας Κυριακού, γραμμένο από τον Βλ. Φρέρη: “Η Ρένα είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Είναι κάποιος μεγάλος συνθέτης ξαναγεννημένος. Θέλω να πιστεύω ο Βάγκνερ, γιατί και η μουσική της Ρένας είναι τόσο θορυβώδικη και γεμάτη με ανθρώπινη πάλη. Το πιστεύω τούτο κι ας εναντιώνεται στις πεποιθήσεις μου για τη ζωή και το θάνατο. Ε, κι αν ήταν δυνατό, να την ακούγατε να παίζει στο πιάνο δικές της και ξένες συνθέσεις! Πού είναι ο Παπανούτσος; Πόσο θα ήθελα να τη γνώριζε προτού γράψει την Τριλογία του! Υπερφυσικά πράγματα, μεγάλα, μυστηριώδικα! Είναι μια δυνατή ιδιοφυΐα”.

Ενώ όλα δείχνουν ότι η Ρένα Κυριακού ενσωματώνεται στο αυστριακό εκπαιδευτικό σύστημα και ο δρόμος της μουσικής δημιουργίας ανοίγει διάπλατος, η οικογένεια παίρνει την απόφαση να φύγει για το Παρίσι, προκειμένου να αναζητηθεί μια όσο γίνεται ιδανική μέθοδος σπουδών, που να ανταποκρίνεται στα όσα ήθελε και στα όσα χρειαζόταν η εντυπωσιακή μικρούλα. Φαίνεται μάλιστα, όπως η ίδια άφηνε να εννοηθεί, ότι δεν της ταίριαζε πολύ η άκαμπτη μουσική γραμμή των Βιεννέζων δασκάλων. Η Κυριακού άρχισε αμέσως μετά την εγκατάστασή της στο Παρίσι να μελετά πιάνο με τον Isidor Philipp, προτού εισαχθεί επισήμως στο Ωδείο. Η πρώτη της γνωριμία με τους φιλόμουσους γίνεται με ρεσιτάλ της στα τέλη Ιουνίου 1930. Παίζει δικά της έργα, όπως τη Ραψωδία, τη Μπαλάντατο Ταγκό, το Μοναστήρι, τη Σονάτα της. Από του σημείου αυτού, σύμφωνα με την εκμυστήρευση της Κυριακού, η οικογένεια αντιμετωπίζει το δίλημμα να στρέψει αποκλειστικά ή όχι το χαρισματικό παιδί στο πιάνο, όπως συμβουλεύουν κάποιοι, ή στη σύνθεση, που –μάλλον περισσότερο– απασχολούσε τοτε την ίδια. Οι κριτικές αναφορές στις συνθέσεις της είναι κατά το πλείστον θετικές. “Οι συνθέσεις της έχουν νεωτεριστικό χαρακτήρα, είναι έργα εύηχα και ηχητικά γραμμένα σε ύφος ιμπρεσιονιστικό. Σε αυτά κυριαρχεί η επίδραση του Ντεμπυσσύ και της νέας σχολής των Γάλλων συνθετών. Η δεσποινίς Κυριακού δεν εμβαθύνει ψυχολογικά στα μουσικά συναισθήματα, αλλά με ηχητικά μέσα τα διερμηνεύει καθαρώς περιγραφικά. Οι συνθέσεις της δεσποινίδος Κυριακού είναι οι καλύτερες από όσες έχουμε ακούσει από την ελληνική καλλιτεχνική μουσική”.

Στην εφημερίδα Πολίτικα ο καθηγητής Μιλόγεβιτς, του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, επικεντρώνει το εκτεταμένο κείμενό του στις συνθέσεις της Ρένας Κυριακού. “Μας είναι πιο φιλική και καλλιτεχνικά προσιτή όταν εκτελεί τα κομμάτια της”, γράφει. “Υπάρχει σε αυτά ζύμη για να αναπτυχθούν ισχυροί ηχητικοί συνδυασμοί. Τα νιάτα ξεπηδούν από αυτά. Μια νεότητα που ούτε ξέρει πώς αλλά ούτε θέλει να συγκρατηθεί”. Τη Κυριακή 19 Δεκεμβρίου του 1943 η Ρένα Κυριακού θα παίξει, επιτέλους, στις πρωινές συναυλίες της ΚΟΑ στο Παλλάς, το πρώτο κοντσέρτο της με την Κρατική Ορχήστρα και διευθυντή τον Θόδωρο Βαβαγιάννη, πιστό μαθητή και μιμητή του Δημήτρη Μητρόπουλου. Ο τύπος προαναγγέλλει με χαρά την πρόταση ενός ελληνικού κοντσέρτου και μάλιστα γυναίκας δημιουργού, αν και μερικοί κριτικοί υπενθυμίζουν στο κοινό τη γνώμη τους “περί της ήσσονος σημασίας της συνθετικής της απόδοσης έναντι της πιανιστικής της ικανότητας”. Το Κοντσέρτο της Κυριακού, έργο μεγάλων αξιώσεων όπως αναφέρει η Πρωία της 21ης Δεκεμβρίου, ακούγεται ανάμεσα στις συνθέσεις Concerto Grosso No17 σε σολ ελάσσονα του Χέντελ, Εισαγωγή Ροζαμούνδη του Σούμπερτ, Νυχτερινά του Ντεμπυσσύ και Χαρωπό Εμβατήριο του Σαμπριέ. Είναι το πρώτο κοντσέρτο της ίδιας αλλά και το πρώτο Ελληνίδας συνθέτριας. “Έτσι δικαιολογείται η απόφαση της καλλιτεχνικής επιτροπής να το παρουσιάσει στο κοινό, γιατί βεβαίως υπάρχουν ενδιαφέροντα σημεία στο πρώτο και τρίτο μέρος του, αλλά το δεύτερο μέρος είναι το μόνο που θα υπέγραφε ένας πραγματικά μεγάλος έμπειρος συνθέτης. Χαρακτηριστικός ρυθμός, ωραία μελωδία, σωστή χρήση οργάνων, υπέροχα soli στο κλαρίνο και το κόρνο συντελούν στη μετάδοση της μεγάλης συγκίνησης. Όλο το έργο το χαρακτηρίζει η γνωστή σκοτεινιά που παρατηρεί ο ερευνητής σε όλη της εργογραφία της τόσο νέας ακόμα, Ρένας Κυριακού”.


Σύζυγος του νεαρού νομικού Κωνσταντίνου Χοϊδά που σπουδάζει στο Κέιμπριτζ, η Ρένα Κυριακού ζει αυτή τη πρώτη φάση της ολοκλήρωσης της προσωπικότητάς της με το σύντροφό της και την επαγγελματική καλλιτεχνική της απογείωση να προχωρούν παραλλήλως. Η παραμονή της εκεί όπου στεγάζεται η ιδιωτική της ζωή προσωρινά, οδηγεί και σε μια ευτυχή συγκυρία: στη βιβλιοθήκη του King’s College θα ανακαλύψει η Κυριακού το σύνολο των Sonatas του Αντόνιο Σολέρ –ενός μαθητή του Σκαρλάτι πολύ λίγο γνωστού στο ευρύ κοινό– που από το 1780 δεν είχαν παιχτεί παρά δύο ή τρεις φορές στο σύνολό τους. Η μέχρι τότε δειλή παλαιότερη επαφή της με μερικές από τις σονάτες του, της προσφέρει την απαιτούμενη βασική γνώση για να επιδοθεί σε μια εις βάθος τώρα μελέτη των έργων αυτών, που συνοδεύεται από σοβαρή μελέτη ιστορικών και αισθητικών βιβλίων για τη μουσική του δέκατου όγδοου αιώνα.


Από τις σοβαρότερες προσπάθειες της Κυριακού είναι η μελέτη των απάντων του Μέντελσον, συνθέτη υποτιμημένου εκείνη την εποχή πανευρωπαϊκά. Είναι γεγονός ότι η συχνή παρουσίαση στο κοινό της πιανιστικής εργογραφίας του ξεχασμένου Μέντελσον καθώς και η δισκογράφηση, υπό τη Vox, των έργων του από την ίδια, έδωσε πολλές αφορμές για να ασχοληθεί επισταμένως ο Τύπος με την πιανιστική αξία της. Στην ίδια εταιρεία είχε δισκογραφήσει προηγουμένως το δίσκο με τις σονάτες του Αντόνιο Σολέρ. Η ηχογράφηση συμπεριλαμβάνεται στη σειρά Εγκυκλοπαίδεια Μουσικής Δωματίου, η οποία κυκλοφόρησε στην παγκόσμια αγορά. Τα περιοδικά μουσικής εξαίρουν τις ηχογραφήσεις της. Η Μοντ, η Φιγκαρό και το αμερικανικό Χάι Φιντέλιτι πλέκουν εγκώμια. Στη Βιέννη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μουσικοί μιλούν για “εξαιρετικής σημασίας δισκογραφικά γεγονότα”.


Η πρώτη συμμετοχή της στην κριτική επιτροπή του διεθνούς διαγωνισμού της Γενεύης  πλάι στον Νικίτα Μαγκάλοφ και το συνθέτη και πιανίστα Φρανσουά Πιερ Μαρεσκόττι, χαρακτηρίζει τη δραστηριότητά της για το έτος 1964.

Καταθέτω την ακόλουθη ανάμνησή μου: Την πρώτη κιόλας φορά που συναντήθηκα με τον Νικίτα Μαγκάλοφ στα παρασκήνια του Βικτόρια Xoλ της Γενεύης, στο άκουσμα της ελληνικής μου καταγωγής αντέδρασε λέγοντας: Α…η πατρίδα της αγαπημένης μου Ρένας Κυριακού! Υπέροχη μουσικός, σπουδαία Eλληνίδα! Στη συνέχεια, συχνά αναφερόταν στο αλάνθαστο κριτήριο της και στη μοναδική της συνέπεια, ιδιότητες που τη χαρακτήριζαν –κατά γενική ομολογία– πάντοτε.

Ο χρόνος περνά, η καριέρα σιγά σιγά ολοκληρώνεται και η Κυριακού κατοικεί ήρεμα, διακριτικά, μακριά από την επαγγελματική μουσική ζωή τα τελευταία χρόνια της ζωής της, προτιμώντας τώρα πια την καθημερινή συναναστροφή με τους γείτονες και τους επαγγελματίες της ήσυχης γειτονιάς. Οι δικοί της αγαπημένοι άνθρωποι λιγοστοί, οι επισκέψεις επιλεκτικές, λίγες. Έδινε την εντύπωση ότι δεν ήθελε “επικοινωνίες”, διάλεγε αυστηρά και ζούσε πολύ απλά. Πέθανε το 1994 ταλαιπωρημένη, καταβεβλημένη, μετά από μια επίπονη καλλιτεχνική προσπάθεια επτά δεκαετιών, μιας ολόκληρης ζωής, που της έδωσε πολλά αλλά και της στέρησε άλλα τόσα.

ΥΓ. Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω κάθε ενδιαφερόμενο στο βιβλίο μου Η μουσική δεν είναι γένους θηλυκού, των εκδόσεων Δρόμων. Το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη Ρένα Κυριακού.