Κι η Ευρώπη μας τραβάει απ’ το μανίκι…
Σημαίνει αυτό ότι ανακόπτεται η τάση πολιτικής ρευστοποίησης που ήταν δια γυμνού οφθαλμού ορατή; Ότι επανευθυγραμμίζεται κάπως το δύσπιστο εκλογικό σώμα με το αποπροσανατολισμένο κομματικό σύστημα; Θα ήταν πολύ πρόωρο να το πει κανείς και πολύ αφελές να το πιστέψει. Μα είναι μια ένδειξη πως -όσο κι αν η κυρίαρχη τάση είναι να αντιμετωπίζουμε τις ευρωεκλογές ως εσωτερικό μας κυρίως και περιορισμένης σημασίας πολιτικό γεγονός, ως μια ευκαιρία ψήφου δίχως συνέπειες στην ζωή του ψηφοφόρου, αν όχι ως παραλλαγή τηλεοπτικού reality όπου ψηφίζεις για να κερδίσει μια θέση στην ευρωβουλή κάποιος από τους celebrities που διαγωνίζονται- όταν η σκληρή πραγματικότητα της διεθνούς ζωής βρίσκει μια χαραμάδα να εισβάλει στην οθόνη που «σκρολάρουμε», η συζήτηση, πρόσκαιρα έστω, μετατοπίζεται. Η προεκλογική ατμόσφαιρα αλλάζει. Κι η Ευρώπη- για να παραφράσω τον στίχο του Σαββόπουλου- μας τραβάει από το μανίκι.
Όχι πως στις 50 μέρες που μας χωρίζουν από τις ευρωεκλογές, η Ευρώπη θα κουρδίσει την πολιτική αντιπαράθεση, θα βάλει φωτιά στα τηλεοπτικά πάνελ και θα κυριαρχήσει στις επιλογές των ψηφοφόρων. Αλλά θα είναι δύσκολο, αδύνατον μάλλον, να βγει εντελώς από τη εξίσωση. Να μην μεταφερθεί κάπως και στην ελληνική σκηνή η μεγάλη και αγωνιώδης συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, που αρχίζει να ωριμάζει στην διεθνή σκηνή, να βγαίνει από το κλειστό κύκλο των «δεξαμενών σκέψης», με την τεχνοκρατική τους γλώσσα, και να εγγράφεται στην πολιτική ατζέντα. Με πολιτικούς όρους.
Δύο πολιτικές προσωπικότητες, ο Μάριο Ντράγκι και ο Ενρίκο Λέττα- και δεν είναι σύμπτωση που και οι δύο είναι Ιταλοί- έδωσαν αυτές τις ημέρες το πιο καθαρό περίγραμμα και τον στόχο αυτής της συζήτησης. Ο πρώτος αποκαλύπτοντας τις κεντρικές ιδέες μιας έκθεσης που του έχει αναθέσει να παρουσιάσει τον Ιούνιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και ο δεύτερος καταθέτοντας την δική του έκθεση για το μέλλον της Ενιαίας Αγοράς στην σύνοδο κορυφής.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση», είπε ο Ντράγκι, «χρειάζεται μια ριζοσπαστική αλλαγή». Γιατί όλα στην Ευρώπη, η οργάνωσή της, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η χρηματοδότησή της, «είναι σχεδιασμένα για τον χθεσινό κόσμο, έναν κόσμο πριν τον Covid, πριν την Ουκρανία, πριν την πυρκαγιά στην Μέση Ανατολή και πριν την επιστροφή στην εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων». Και η ίδια η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά- πρόσθεσε ο Λέττα- είναι σχεδιασμένη σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν μικρός. Πολύ μικρότερος απ’ ότι σήμερα. Σήμερα χρειαζόμαστε μια «ενιαία αγορά με δόντια».
Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, η Ευρώπη εξασφάλισε την οικονομική ευημερία, την κοινωνική συνοχή και την άνθιση της δημοκρατίας της, με ένα τριπλό “outsourcing”. Αναθέτοντας την ασφάλειά της στην αμερικανική πυρηνική ομπρέλα, εξασφαλίζοντας την ανταγωνιστικότητά της με φθηνή ενέργεια από την Ρωσία και οργανώνοντας την παραγωγή της για τη μεγάλη και «εύκολη» κινεζική αγορά. Μα τώρα πια, η Κίνα δεν είναι μια αγορά, αλλά ένας επικίνδυνος ανταγωνιστής που διεκδικεί τα πρωτεία, αν όχι το μονοπώλιο στην πράσινη και την ψηφιακή τεχνολογία. Η Ρωσία μετατρέπεται από υποψήφιος εταίρος σε στρατηγικό αντίπαλο. Και οι ΗΠΑ με το μεγάλο βιομηχανικό new deal του Μπάιντεν απειλούν να αποξηράνουν την παραγωγική βάση της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενώ με την απειλή ενός νέου τραμπικού απομονωτισμού αφαιρούν από την Ευρώπη την βεβαιότητα της ασφάλειας σε έναν όλο και πιο απειλητικό κόσμο.
Σε αυτό το σταυροδρόμι, για την Ευρώπη ανοίγονται δύο επιλογές. Είτε η φοβισμένη αναδίπλωση στην αυταπάτη ενός ασφαλούς κάστρου, όπου οι εθνικές σημαίες θα ανεμίζουν ψηλότερα από την ευρωπαϊκή και όπου οι λαϊκιστές θα μας καλούν στις πολεμίστρες να κυνηγήσουμε φαντάσματα, όσο ο δημογραφικός μαρασμός και η οικονομική παρακμή θα σιγοτρώνε τα θεμέλια του κοινού δημοκρατικού οικοδομήματος. Είτε η φυγή προς τα εμπρός. Μια «ριζοσπαστική αλλαγή», σαν αυτή που προτείνει ο Ντράγκι. Μια μεγάλη δημοκρατική μεταρρύθμιση και μια εμβάθυνση της ενοποίησης, η οποία δεν θα περιορίζεται πια στην ελευθερία της κίνησης ανθρώπων, κεφαλαίων και αγαθών, αλλά θα ενοποιεί πραγματικά τις επενδύσεις, την έρευνα, την τεχνολογία, την εκπαίδευση, την άμυνα προπάντων, ώστε η πολυσυζητημένη «ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα» να μην αφορά το εσωτερικό της αλλά την θέση της στον κόσμο και την σχέση της με τους άλλους.
Μόνο που αυτή η δεύτερη επιλογή απαιτεί κάτι που σήμερα λείπει: Πολιτική ηγεσία, πολιτικό σχέδιο, πολιτικό λόγο που εκφράζει ιδέες που κινητοποιούν και εμπνέουν. Αυτό που λείπει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν θα βρεθεί μέσα στις επόμενες 50 προεκλογικές ημέρες. Αλλά, σε εθνικό επίπεδο, η μεταγραφή της ευρωπαϊκής συζήτησης στα ελληνικά θα μπορούσε να δώσει κάποιο νόημα σε μια προεκλογική περίοδο που κινδυνεύει να αιχμαλωτιστεί σε μια χαμηλού επιπέδου, σαχλή και αυτό-αναφορική μιζέρια. Θα μπορούσε, επίσης, να βγάλει από την αμηχανία τους και τις πολιτικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς, που όταν η πολιτική σκηνοθετείται ως κουτσομπολιό σε πρωινάδικο, δυσκολεύονται να πουν τα λόγια τους και να βρουν επαφή με το ακροατήριο.
Ας ελπίσουμε, δηλαδή, ότι η Ευρώπη, σε αυτήν την προεκλογική περίοδο, θα μας τραβήξει, έστω και λίγο, από το μανίκι.