Μέριλ Στριπ: O ζωντανός θρύλος της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας
Έχει χαρακτηριστεί δικαίως ως χαμαιλέοντας της υποκριτικής. Η Μέριλ Στριπ αν και ακόμη ενεργή, έστω και έχοντας απομακρυνθεί από τις εποχές της ακμής της, είναι ένας ζωντανός θρύλος της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας. Μια ηθοποιός που κρατά τα ρεκόρ υποψηφιοτήτων στα Όσκαρ, με 21 προτάσεις και στις Χρυσές Σφαίρες, με 32, ενώ έχει λάβει τρεις φορές το βαρύτιμο χρυσό αγαλματίδιο, κυνηγώντας ακόμη το αξεπέραστο ρεκόρ της Κάθριν Χέπμπορν (τέσσερα Όσκαρ) κι έχοντας κερδίσει οχτώ Χρυσές Σφαίρες, ενώ έχει τιμηθεί σχεδόν με όλα τα κινηματογραφικά βραβεία.
Στα περισσότερα από 45 χρόνια καριέρας της και διαγράφοντας μία εντυπωσιακή πορεία, θα ξεχωρίσει εμφανώς από τις σταρ του τελευταίου μισού αιώνα, κυρίως λόγω του εύρους των ερμηνειών της, καθώς διαθέτει ένα ασύγκριτο ταλέντο να μεταμορφώνεται σε οποιοδήποτε χαρακτήρα καλείται να υποδυθεί, να περάσει με άνεση από το δράμα στην κωμωδία, από το θρίλερ στη σάτιρα και μάλιστα χωρίς να πέφτει στην παγίδα της μανιέρας. Σε όλες αυτές τις δεκαετίες, η Μέριλ Στριπ θα συνεργαστεί με τους περισσότερους από τους κορυφαίους σκηνοθέτες, από τον Μάικλ Τσιμίνο στον «Ελαφοκυνηγό», τον Γούντι Άλεν στο περίφημο «Μανχάταν», τον Σίντνεϊ Πόλακ του αθάνατου ρομάντζου «Πέρα από την Αφρική», τον Άλαν Πάκουλα στο συνταρακτικό «Εκλογή της Σόφι», τον Μάικ Νίκολς στην «Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ», μέχρι τον Στίβεν Σπίλμπεργκ στο «The Post: Απαγορευμένα Μυστικά» και τον γερόλυκο Κλιντ Ίστγουντ στις «Γέφυρες του Μάντισον». Αλλά και με ακόμη πολλούς σημαντικούς σκηνοθέτες, που της έδωσαν την ευκαιρία να αποδείξει πόσο μεγάλη ηθοποιός είναι και να αναμετρηθεί με τεράστιους συμπρωταγωνιστές και όπως σχεδόν πάντα, να κερδίζει τις εντυπώσεις.
Οι ταινίες της, ειδικά τις πρώτες δεκαετίες, αποτελούσαν γεγονός και οι ερμηνείες της πάντα αξιοπρόσεκτες, όταν δεν ήταν ξεχωριστές και ανάμεσα στις κορυφαίες όλων των εποχών. Και αυτό διότι μπορούσε με απίστευτη ευκολία να μπαινοβγαίνει στο πετσί των ρόλων της. Από ανήμπορη μητέρα σε δίλημμα και από φτωχή εργάτρια σε πυρηνικό εργοστάσιο σε εύθραυστη ερωμένη και από μάγισσα σε ευαίσθητη νοικοκυρά ή από διαβολική διευθύντρια περιοδικού μόδας σε «Σιδηρά κυρία» – το τελευταίο δεν ήθελε και πολύ προσπάθεια.
Η Μέριλ Στριπ, που συμπληρώνει τα 75 χρόνια της (γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1949), πέρασε από πολλά και ενδιαφέροντα στάδια η σταδιοδρομία της. Θα παίξει σε πάνω από 70 ταινίες και θα εντυπωσιάσει με τις πρώτες εμφανίσεις της και τους πρώτους πρωταγωνιστικούς της ρόλους, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο της σταρ αλλά και της σημαντικότερης ηθοποιού της γενιάς της, ενώ με το πέρασμα του χρόνου και την αθεράπευτη λαιμαργία της για ζηλευτούς ρόλους, θα κατηγορηθεί για άνθρωπος των μεγάλων στούντιο, του βαρύ αμερικάνικου συστήματος, απλώνοντας πολλές φορές τα πλοκάμια της ακόμη και μέχρι τον Λευκό Οίκο – μπορεί και το αντίθετο.
Μέντορας η μητέρα
Η Μαίρη Λουίζ Στριπ, γεννήθηκε λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Νιου Τζέρσεϊ από καλλιτέχνιδα μητέρα και πατέρα στέλεχος φαρμακευτικής επιχείρησης. Έχει δυο μικρότερα αδέλφια – και οι δύο ηθοποιοί, ενώ η καταγωγή της οικογένειάς της είναι από τη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιρλανδία.
Η μητέρα της την ενθάρρυνε έντονα και της έδωσε όλα τα εφόδια για να προχωρήσει στη ζωή της, κυρίως δείχνοντάς της εμπιστοσύνη. Η ίδια θα εξομολογηθεί ότι η μητέρα της ήταν και ο μέντορας στην εκκίνηση της καριέρας της, γι’ αυτό τη συμβουλευόταν ακόμη και όταν έγινε αναγνωρίσιμη ηθοποιός.
Η Στριπ μεγάλωσε ως πρεσβυτεριανή, ενώ από μικρή ηλικία της άρεσε να τραγουδά, να χορεύει και να βρίσκεται στο επίκεντρο. Η συγγραφέας Καρίνα Λόνγκγουορθ την είχε περιγράψει ως «ένα κακομαθημένο παιδί με γυαλιά και φριζαρισμένα μαλλιά, που του άρεσε να επιδεικνύεται μπροστά στην κάμερα σε οικογενειακές ταινίες». Η μικρή Μέριλ θα παίξει σε πολλές σχολικές παραστάσεις, αλλά ποτέ δεν είχε πάρει στα σοβαρά το θέατρο, ενώ τα μαθήματα όπερας τα εγκατέλειψε έπειτα από τέσσερα χρόνια, γιατί δεν καταλάβαινε τι τραγουδούσε. Ήταν μαζορέτα, στο γυμνάσιο, που την αποθέωναν οι ζωηροί του σχολείου της, ενώ για κάποιο λόγο που δεν είναι ευδιάκριτος τελικά θα προχωρήσει στις δραματικές σπουδές και τελικά θα εγγραφεί το 1971 στη δραματική σχολή του Yale. Ένας καθηγητής της θα πει για αυτήν: «δεν νομίζω ότι κανένας δίδαξε ποτέ τη Μέριλ υποκριτική. Πραγματικά, δίδαξε μόνη τον εαυτό της».
Η δύσκολη αρχή
Μετά από πολλές περιπέτειες, η Στριπ θα ξεκινήσει τα δοκιμαστικά για ρόλους στον κινηματογράφο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία στην αρχή. Απορρίφθηκε για τον ρόλο της κοπέλας στον «Κινγκ Κονγκ», για να τον πάρει η Τζέσικα Λανγκ, καθώς ο φημισμένος παραγωγός Ντίνο Ντε Λαουρέντις τη χαρακτήρισε άσχημη. Η πρώτη κινηματογραφική της εμφάνιση θα είναι στο δράμα του Φρεντ Τσίνεμαν «Τζούλια», δίπλα στις Τζέιν Φόντα και Βανέσα Ρεντγκρέιβ, ενώ διστακτικά είπε το ναι στην πρόταση του Μάικλ Τσιμίνο να παίξει ένα μικρό ρόλο στον «Ελαφοκυνηγό», υποδυόμενη μία εύθραυστη κοπέλα ανάμεσα σε δυο άνδρες. Και ναι, αυτή η μικρή της εμφάνιση, θα της δώσει την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου.
Το πρώτο Όσκαρ
Το 1979 θα παίξει ένα μικρό ρόλο στο «Μανχάταν» του Γούντι Άλεν, όπου θα γράψει ιστορία για μια ακόμη φορά με την ξεχωριστή παρουσία της και θα τη φέρει πρωταγωνίστρια, τον ίδιο χρόνο, στο διάσημο μελόδραμα του Ρόμπερτ Μπέντον «Κράμερ εναντίον Κράμερ» δίπλα στον κορυφαίο Ντάστιν Χόφμαν. Η Στριπ θα διαφωνήσει με τον χαρακτήρα που έπρεπε να υποδυθεί, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι αντιπροσωπευτικός των γυναικών που αντιμετώπιζαν προβλήματα με τον γάμο τους και ο Μπέντον θα την αφήσει να γράψει τους διαλόγους σε δύο καίριες σκηνές, παρά την αντίρρηση του Χόφμαν. Η Στριπ θα λάβει αποθεωτικές κριτικές και θα κερδίσει το πρώτο της Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου.
Η επιλογή… της Σόφι
Το 1981 θα πρωταγωνιστήσει στην «Ερωμένη του Γάλλου Υπολοχαγού» δίπλα στον Τζέρεμι Άιρονς, κερδίζοντας το BAFTA Καλύτερης Ηθοποιού, ενώ το 1982 θα κάνει μία συνταρακτική ερμηνεία στην «Εκλογή της Σόφι» ως Πολωνή επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Η Στριπ θα πάρει τον ρόλο ικετεύοντας τον Πάκουλα και θα δικαιωθεί καθώς θα κερδίσει και το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου. Τον επόμενο χρόνο θα ακολουθήσει ακόμη μία εξαιρετική ερμηνεία της, αυτή τη φορά για την «Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ», όπου για πρώτη φορά θα υποδυθεί έναν αληθινό χαρακτήρα, αυτόν της εργάτριας και ακτιβίστριας. Για την προετοιμασία του ρόλου, θα συναντηθεί με ανθρώπους που γνώριζαν την Σίλκγουντ, προσπαθώντας να κατανοήσει τον χαρακτήρα της.
Αθάνατα ρομάντζα και κωμωδίες
Το 1985 θα έρθει η ώρα να συνεργαστεί με τον Σίντνεϊ Πόλακ στο ρομαντικό «Πέρα από την Αφρική», δίπλα στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ενώ το 1988 θα πρωταγωνιστήσει στο ιδιαίτερο δραματικό θρίλερ «Κραυγή στο Σκοτάδι», υποδυόμενη μία Αυστραλέζα που κατηγορείται για το φόνο της κόρης της, ενώ η ίδια υποστήριζε ότι την έχουν απαγάγει. Μία ερμηνεία που θα της χαρίσει και το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στο Φεστιβάλ Καννών. Αμέσως μετά, θα παίξει στην εύπεπτη κωμωδία «Διαβολογυναίκα», όπου άξιζε μόνο για την ερμηνεία της Στριπ, ενώ ο επόμενος κωμικός ρόλος της θα είναι στη μαύρη κωμωδία «Ο Θάνατος σου Πάει Πολύ», έχοντας δίπλα της την φίλη της Γκόλντι Χόουν και τον τότε ανερχόμενο Μπρους Γουίλις. Το 1995 θα πρωταγωνιστήσει στο υπέροχο ρομαντικό δράμα «Οι Γέφυρες του Μάντισον» έχοντας δίπλα της τον Κλιντ Ίστγουντ, που υπέγραψε και τη σκηνοθεσία.
Και διάβολος και σιδηρά κυρία
Ο 21ος αιώνας θα μπει με τις καλύτερες προοπτικές, καθώς θα παίξει στην ταινία του Σπίλμπεργκ «Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη», ενώ το 2002 θα παίξει στο Adaptation, με τον Νίκολας Γκέιτς και την ίδια χρονιά θα συμμετάσχει στις «Ώρες», έχοντας δίπλα της τις Νικόλ Κίντμαν και Τζούλιαν Μουρ. Το 2005, θα πρωταγωνιστήσει στην τεράστια εμπορική επιτυχία – τη μεγαλύτερη της καριέρας της με 326 εκατομμύρια δολάρια) «Ο Διάβολος Φορούσε Πράντα», στο ρόλο μίας σατανικής διευθύντριας περιοδικού, δίνοντας τα ρέστα της. Το 2011 θα ενσαρκώσει την Μάργκαρετ Θάτσερ, στο φιλμ «Η Σιδηρά Κυρία», κατακτώντας και το τρίτο της Όσκαρ, κάτι που από αρκετούς θεωρήθηκε και λίγο πολύ χαριστικό. Τελευταία της επιτυχία ήταν το συμβατικό και ολίγον τι προπαγανδιστικό, αλλά αρκούντως καλογυρισμένο «The Post: Απαγορευμένα Μυστικά», με το οποίο ήταν για μια ακόμη φορά υποψήφια για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, ενώ είχε ως συμπρωταγωνιστή της τον Τομ Χανκς.
Η Μέριλ Στριπ, παραμένει ενεργή και έτοιμη για νέες προκλήσεις, όπως στην πρόσφατη σατιρική ταινία «Μην κοιτάτε πάνω». Εδώ και έξι χρόνια ζει εν διαστάσει με τον σύζυγό της, από το 1978, Ντον Γκάμερ. Έτσι, το μόνο που απομένει μετά από μία μακρά καλλιτεχνική διαδρομή, είναι το ερώτημα αν θα πιάσει ποτέ το ρεκόρ των τεσσάρων Όσκαρ από την Κάθριν Χέπμπορν. Άμα κρίνουμε από τον χαρακτήρα της και την αδηφάγο διάθεσή της, είναι το πιθανότερο.
Χ. Αναγνωστάκης