115
ΜΟΝΟ ΑΓΑΠΗ…
Έκανα πάντα αυτό που μου έλεγε η καρδιά μου.
Δεν επέτρεπα καν στο μυαλό να επέμβει, να πει αν κάνω λάθος, μήπως, να το ξανασκεφτώ.
Ό,τι η καρδιά μου πρόσταζε, αυτό ήταν!
Ποτέ δεν κοίταξα πίσω μου με διάθεση να με κρίνω, γιατί πάντα έλεγα μέσα μου ότι αυτό που τότε, σε ‘κείνη την συγκεκριμένη στιγμή, είχα αποφασίσει, καλώς το είχα κάνει. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες, που έπρεπε αυτή την απόφαση να πάρω.
Έτσι προχώρησα πάντα στη ζωή μου. Έφτασα στα 65 μου χρόνια, και ακόμα αναρωτιέμαι ποιό είναι το νόημα της ζωής μου. Γιατί έχω έρθει σ’αυτόν τον κόσμο, γιατί χαλάω το οξυγόνο που χαλάω αναπνέοντας, αν το στερώ από κάποια άλλη ψυχή, που μπορεί πιο πολλά από μένα να προσέφερε σε τούτον εδώ τον κόσμο. Τι κάνω εδώ; Ποιό λιθαράκι βάζω εγώ; Ποιό μερίδιο ευθύνης μου αναλογεί σε αυτό το Τείχος των Δακρύων του κόσμου αυτού;
Στην διαδρομή της ζωής μου μέχρι τώρα, έχω κλάψει ένα ποταμό δάκρυα, έχω πονέσει ένα βουνό από πόνους και έχω γελάσει για τόση χαρά όση ένα κυκλάμινο με την υπέροχη μυστική μυρωδιά του, όση ένα μπουμπούκι από λεμονανθό στον επιτάφιο μιας Μεγάλης Παρασκευής, όση ένα κοχύλι στη παραλία της θάλασσας της ζωής.
Έχω νιώσει όμως την ζέστη του καυτού ήλιου πάνω στο κορμί μου, και την δροσιά που φέρνει το αεράκι ένα ζεστό καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, έχω γευτεί την αλμύρα της θάλασσας που μένει ανακατεμένη με τον ανθρώπινο ιδρώτα του μόχθου, πάνω στο δέρμα.
Έχω κοιτάξει τον Σταυρό του Νότου να λάμπει στον κατάφωτο ουρανό, στη μέση της αφρικανικής γης.Έχω ακούσει την νύχτα να μουρμουρίζει τραγούδια στην σαβάνα, έχω αφήσει την παλίρροια του Ινδικού ωκεανού να σκεπάσει το κορμί μου,όταν ο ήλιος έδυε στον ορίζοντα.
Έχω νιώσει την θαλπωρή που προσφέρει απλόχερα ένα κούτσουρο όταν καίγεται στο τζάκι, μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, έχω ακούσει την μουσική που συνθέτουν τα κουκουνάρια που σκάνε από τις φλόγες.
Με φίλησες κάποτε μπροστά σε ένα τέτοιο τζάκι, και ήπια από τα χείλια σου, κονιάκ που έκαψε τον λαιμό μου, είχα για ποτήρι μου το στόμα σου, ρίγησε το κορμί μου στο χάδι σου.
Ξύπνησα ένα πρωί, από την απαλή σου ανάσα πάνω στο λαιμό μου, ξύπνησα και πετάχτηκα από το κρεβάτι, για να φυλακίσω την στιγμή, να μείνει ανέγγιχτη στον χρόνο, να την κλείσω στην καρδιά μου και να μην μπορέσει ποτέ κανείς να μου την πάρει.
Μια φυλακή από τέτοιες μοναδικές στιγμές είναι η καρδιά μου πια. Ο θησαυρός μου είναι αυτός, η περιουσία που έχω κάνει στη ζωή μου.
Με μόνο εφόδιο και όπλο αυτή την περιουσία πορεύομαι στη ζωή μου.
Μ’αυτή περνάω τις μέρες μου, και αυτή συντροφεύει τις νύχτες μου.
Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου στη ζωή, ανοίγει και η καρδιά μου, για να δεχτεί το δώρο της ημέρας. Και κάθε βράδυ όταν τα μάτια σφαλίζουν από τον ύπνο κλείνει και αυτή, μετρώντας ακόμα ένα θησαυρό.
Κι’ όταν τα μάτια μου σφαλίσουν για πάντα, και η καρδιά μου πάψει να χτυπάει πια, τότε όλος αυτός ο θησαυρός από μοναδικές στιγμές και αγάπη, ελπίζω να ξεχυθούν, να σκορπιστούν στη γη και να αγγίξουν τους ανθρώπους.
Και τότε θα ξέρω ποιός ήταν ο σκοπός μου πάνω σ’ αυτή τη γη, και ποιός είναι ο σκοπός όλων μας.
Να κληροδοτήσουμε στους επόμενους μόνο την αγάπη.