Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να ανοίξει ένα παράθυρο δύο εβδομάδων προτού αποφασίσει για την επίθεση στο Ιράν πυροδοτεί μια φρενήρη προσπάθεια επανέναρξης των συνομιλιών.
Καθώς συνεχίζονται οι εκατέρωθεν επιθέσεις Ισραήλ – Ιράν, τα βλέμματα στρέφονται σήμερα στη Γενεύη, όπου τρεις Ευρωπαίοι υπουργοί Εξωτερικών και η ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας συναντώνται με τον επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας, μολονότι φαντάζει απίθανο να οδηγήσουν οι συγκεκριμένες διαβουλεύσεις σε τερματισμό της σύρραξης, προτού οι ΗΠΑ τη μετατρέψουν σε κάτι που φοβούνται ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε γενικευμένο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Χθες Πέμπτη ο Τραμπ και οι συνεργάτες του έδωσαν κάποιες ελπίδες στους Ευρωπαίους αξιωματούχους ότι ίσως να μην είναι μάταιες οι προσπάθειές τους, με την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου ότι ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος θα αποφασίσει εντός δύο εβδομάδων αν θα ανάψει το πράσινο φως για ανάληψη στρατιωτικής δράσης από τις ΗΠΑ, καθώς θεωρεί πως υπάρχουν πιθανότητες να αποδώσει καρπούς η διπλωματία.
Το περιθώριο των δύο εβδομάδων του Τραμπ, που ελπίζει ότι το Ιράν θα μαλακώσει τη στάση του υπό τις συνεχείς ισραηλινές επιθέσεις και την αποδυνάμωση του πυραυλικού του οπλοστασίου, φαίνεται να ανοίγει τον δρόμο για μια νέα διπλωματική προσπάθεια, προσδίδοντας βάρος στις συνομιλίες της Γενεύης, όπου ο Ιρανός ΥΠΕΞ Αμπάς Αραγτσί θα καθίσει στο τραπέζι με τους ομολόγους του της Γαλλίας Ζαν-Νοέλ Μπαρό, της Γερμανίας Γιόχαν Βάντεφουλ και της Βρετανίας Ντέιβιντ Λάμι και την Κάγια Κάλας.
Τι μπορούν να καταφέρουν οι Ευρωπαίοι στις διαβουλεύσεις με το Ιράν;
Αλλά το ερώτημα είναι κατά πόσον μπορούν οι Ευρωπαίοι να κάμψουν την απροθυμία της Τεχεράνης να διαπραγματευτεί όσο δέχεται επιθέσεις και να σημειωθεί αξιοσημείωτη πρόοδος.
Η κρίση στη Μέση Ανατολή καταδεικνύει έντονα σε ποιον βαθμό ο Τραμπ έχει μειώσει την τελευταία δεκαετία την ευρωπαϊκή γεωπολιτική επιρροή, ακόμη και σε τομείς όπου τα συμφέροντά των Ευρωπαίων μπορεί να ευθυγραμμίζονται με αυτά της Αμερικής. Το 2015 οι ίδιες αυτές ευρωπαϊκές δυνάμεις -η λεγόμενη E3- έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της τελευταίας πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (JCPOA). Αλλά τότε πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, και όταν ανέλαβε τα ηνία ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία το 2018.
Έκτοτε η Ευρώπη δυσκολεύεται να ακουστεί η φωνή της σε ζητήματα που σχετίζονται με το Ιράν. Οι δυνάμεις της ΕΕ και η Βρετανία έχουν επίσης αποτύχει να ασκήσουν μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στο Ισραήλ, ειδικά μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ελπίζουν να δώσουν στον Τραμπ την ευκαιρία να κάνει πίσω αναφορικά με την πιθανότητα να διατάξει επίθεση στο Ιράν. Τις τελευταίες ημέρες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απείλησε τον ανώτατο ηγέτη του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει διατρητικές βόμβες για να καταστρέψει τα υπόγεια εργοστάσια εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν. «Υπάρχει κάτι που κρατάει τον Τραμπ πίσω», δήλωσε στο Pοlitico ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Ο Τραμπ είπε ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να συμμετάσχουν στις στρατιωτικές επιθέσεις του Ισραήλ, αλλά «τίποτα δεν συμβαίνει – υπάρχει μια ευκαιρία εδώ. Δεν πρέπει να υποτιμούμε πόσο πολύ μισεί ο Τραμπ τον πόλεμο», είπε ο Ευρωπαίος διπλωμάτης.