«Ο φράχτης» Διήγημα της Φανής Ματσινοπούλου
Η απόφαση της κυβέρνησης της πολιτείας ΤΑΚΕΠ – Τάξη, Ασφάλεια, Καθαρότητα Έθνους και Πατρίδας – έγινε δεκτή από τους υπηκόους, όχι απλώς με ανακούφιση αλλά και με μεγάλο ενθουσιασμό. Ελήφθη εγκαίρως, προτού οι επιπτώσεις των εισβολέων καταστούν μη αναστρέψιμες∙ προτού πάθει και η χώρα τους αυτά που μάθαιναν ότι συνέβαιναν στα γειτονικά κράτη. Χιλιάδες άνθρωποι, άθλιοι, ρακένδυτοι, βρόμικοι, πεινασμένοι και διψασμένοι εγκατέλειπαν τον τόπο τους εξαιτίας των πολέμων, της βίας, της κλιματικής αλλαγής, των αυταρχικών καθεστώτων και της καταπάτησης της ελευθερίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Άνθρωποι, που αναγκάζονταν να αναζητήσουν την τύχη τους και μια καλύτερη ζωή σε άλλους τόπους. Εισέβαλαν στα ξένα κράτη και απαιτούσαν στέγη και περίθαλψη, φαγητό γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Αναστάτωναν την ασφάλεια, την τάξη και τη γαλήνη του ξένου τόπου, κάποιες φορές εκλιπαρώντας, κάποιες φορές με πιο δυναμικούς τρόπους. Μερικοί, μάλιστα, έφταναν στο σημείο και να κλέβουν. Έμπαιναν στα χωράφια και στα περιβόλια κι έπαιρναν τους καρπούς τους με το πρόσχημα της πείνας. Κατανάλωναν χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό εις βάρος των κατοίκων της χώρας που τους φιλοξενούσε. Όμως ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν, σύμφωνα πάντα με τους επιστήμονες, ότι με το πέρασμα του χρόνου κι όταν αυτοί θα έμεναν για πολλά χρόνια στον ξένο τόπο, κινδύνευε η καθαρότητα της φυλής τους.
Σίγουρα, λοιπόν, οι υπήκοοι της ΤΑΚΕΠ είχαν την καλύτερη και την πιο αποτελεσματική κυβέρνηση της εποχής τους. Και ήταν τόσοι υπερήφανοι γι’ αυτό.
Όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ευτυχώς, ελέγχονταν από την κυβέρνηση της χώρας. Έτσι, δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τους ξεγελάσει κάποιος με τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και να αναστατώσει τη ζωή τους, όπως συνέβαινε αλλού. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αισθάνονταν ασφαλείς και σίγουροι πως σε οποιαδήποτε δύσκολη στιγμή η κυβέρνησή τους ήταν εκεί∙ πάντα έτοιμη να προστατέψει τη ζωή τους, να διαφυλάξει τη γαλήνη και την ηρεμία τους αλλά και την απρόσκοπτη αφοσίωση στην εργασία τους για το καλό της μικρής τους χώρας.
Και, ναι, η ΤΑΚΕΠ ήταν μια μικρή σε έκταση αλλά δυνατή, εύρωστη και αυτάρκης χώρα. Δεν είχε ανάγκη από καμιά εξωτερική βοήθεια. Η παραγωγή των απαραίτητων αγαθών επαρκούσε για τις ανάγκες των υπηκόων της, οι οποίες, ούτως ή άλλως, ήταν περιορισμένες. Έτσι δεν υπήρχε κανένας λόγος για σύναψη εμπορικών σχέσεων με άλλες χώρες. Οι ελάχιστες διπλωματικές σχέσεις με άλλα κράτη περιορίζονταν στο απολύτως απαραίτητο και αναγκαίο επίπεδο. Η έξοδος των κατοίκων από τη χώρα απαγορευόταν ώστε να μην υπάρχει η επιρροή από την επαφή με άλλους ανθρώπους και πολιτισμούς, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για την εσωτερική τάξη. Άλλωστε κανείς δεν αισθανόταν την ανάγκη να φύγει από την ηρεμία και την ασφάλεια που ένιωθε στον τόπο του. Αυτή η χώρα τα είχε καταφέρει θαυμάσια ώστε να μην έχει ανάγκη κανέναν.
Η καθημερινή ζωή των υπηκόων ήταν άψογα οργανωμένη. Η καλή τους κυβέρνηση τίποτα δεν είχε αφήσει στην τύχη. Όλα τα είχε προβλέψει ώστε αυτοί να μπορούν να εργάζονται ανενόχλητοι δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες την ημέρα χωρίς να κουράζονται ή να διαμαρτύρονται. Γιατί ο σκοπός ήταν ιερός∙ να είναι όσο το δυνατόν πιο παραγωγικοί και πιο αποτελεσματικοί για το καλό της Πατρίδας και του Έθνους.
Γι’ αυτό και η απόφαση της κυβέρνησης της ΤΑΚΕΠ, να κλείσει τα σύνορα της χώρας με τον ψηλό και θεόρατο φράχτη, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους υπηκόους. Έτσι έπρεπε να γίνει. Δούλεψαν αγόγγυστα εβδομάδες και μήνες πολλούς. Κάθε μέρα ο φράχτης γινόταν πιο ψηλός, πιο γερός, αδιαπέραστος πια. Τύλιξε τη μικρή τους χώρα από παντού ώστε να μην μπορεί κανείς να τον παραβιάσει. Κι αυτοί, κάθε μέρα αισθάνονταν όλο και μεγαλύτερη σιγουριά μέσα από την εθνικιστική τους απομόνωση. Κανείς δεν θα μπορούσε να τους ενοχλήσει. Απολάμβαναν την ηρεμία τους γιατί το σύμπαν είχε αποφασίσει πως αυτοί ήταν οι εκλεκτοί που άξιζαν αυτή τη ζωή. Έτσι έζησαν για πολύ καιρό, απολαμβάνοντας μια ζωή ήρεμη, γαλήνια, ασφαλή.
Ώσπου τα πράγματα άλλαξαν. Η λειψυδρία άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Οι βροχές και τα χιόνια λιγόστεψαν, ώσπου σταμάτησαν Η θερμοκρασία ανέβαινε συνεχώς κατακόρυφα. Τα ποτάμια στέρεψαν. Τα δέντρα και τα φυτά μαράθηκαν∙ δεν έδιναν πια καρπούς. Άνθρωποι και γη διψούσαν για λίγες σταγόνες δροσερό νερό. Μάταια πάσχιζαν οι καλύτεροι επιστήμονες να βρουν λύση μέσα από τα εργαστήρια και τους υπολογιστές τους. Όλες οι προσπάθειες να προκαλέσουν λίγη βροχή, έστω για να τους δροσίσει λιγάκι, έπεφταν στο κενό. Η πείνα και η δίψα άρχισαν να τους βασανίζουν. Με τον καιρό σταμάτησαν να εργάζονται∙ δεν είχαν πια δυνάμεις. Αλλά δεν υπήρχε κανένα νόημα να εργαστούν πια. Ο κυβερνήτης και οι συνεργάτες του έφυγαν με τα ιδιωτικά τους αεροπλάνα και τους εγκατέλειψαν στην τύχη τους.
Γύριζαν στους δρόμους απελπισμένοι, πεινασμένοι και διψασμένοι, αναζητώντας λίγη τροφή ή λίγο νερό. Οι αρρώστιες άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι νεκροί πλήθαιναν μέρα με τη μέρα. Κι έτσι όπως περιφέρονταν άσκοπα, εξαντλημένοι, αποστεωμένοι και ρακένδυτοι, πήραν τη μεγάλη απόφαση. Για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, έπαιρναν οι ίδιοι την απόφαση για τη δική τους ζωή ∙ έτσι όπως συμφώνησαν μεταξύ τους, κοιτάζοντας με βλέμμα απελπισμένο και γεμάτο απόγνωση ο ένας τον άλλον. Χωρίς δυνάμεις πια από την πείνα και τη δίψα που τους κυρίευε, ή έστω, με αυτές τις λιγοστές δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, με τον ήλιο να τους κατακαίει, άρχισαν να τρέχουν με μανία και να προχωρούν καταπάνω του. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η απελπισία, ο πόνος, η αδυναμία αλλά και ο θυμός για τη συμφορά που τους είχε συμβεί. Ένιωθαν ανήμποροι αλλά την ίδια στιγμή και πολύ δυνατοί. Έπεφταν πάνω στον φράχτη και με όποιο μέσο διέθετε ο καθένας προσπαθούσαν να τον γκρεμίσουν. Να τον γκρεμίσουν και να φύγουν. Να φύγουν μακριά από αυτή την καταραμένη χώρα.
Ο φράχτης όμως στεκόταν εκεί. Γερός, δυνατός και αγέρωχος δεν υπέκυπτε στα χτυπήματά τους. Ήταν εκεί για να τους θυμίζει τις ημέρες της ευημερίας, της ασφάλειας και της τάξης που οι ίδιοι είχαν χτίσει με τόσο κόπο.
δημοσιεύθηκε το λογοτεχνικό περιοδικό Fractalart.gr