Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια ταξιδεύει τώρα ο Διονύσης Σαββόπουλος
Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Ήταν ένα απόγευμα στην Αθήνα, στο σπίτι του ξαδέλφου μου του Κώστα Κακαβούλη (Κωτσομότσου), όταν άκουσα για πρώτη φορά το «Φορτηγό». Θα ήταν 7 χρόνια αφότου κυκλοφόρησε ο δίσκος (1966) κι εγώ θα ήμουν τότε στην αρχή της εφηβείας μου (1973). Από το Βιετνάμ, μέχρι τα Κορίτσια, μέχρι τη Συννεφούλα, μέχρι το Μη μιλάς άλλο γι αγάπη, ήρθαν τα τραγούδια και φώλιασαν στο μυαλό και την καρδιά μου. Για μένα το επαρχιωτάκι, ήταν μια αποκάλυψη στην Αθήνα αυτή η μουσική πρόταση που έμελλε να με ακολουθήσει σε όλη τη ζωή μου. Η φωνή του Σαββόπουλου έμοιαζε να βγαίνει από κάποιο υπόγειο της ψυχής, εκεί όπου η ιστορία, η ποίηση και η αμφισβήτηση σμίγουν. Οι στίχοι του δεν ήταν απλά λόγια με συνθήματα· μιλούσαν. Και μιλούσαν σε μένα.
Από εκείνη τη στιγμή, τον ακολούθησα με μια βαθειά θρησκευτικότητα, με μια απίστευτη προσήλωση. Ειχε γίνει ο προφήτης μου. Κάθε δίσκος του ήταν ένα κεφάλαιο στο προσωπικό εικονοστάσι των βιωμάτων μου. «Το Περιβόλι του Τρελού», «Η Ρεζέρβα», «Βρώμικο Ψωμί», «Τα Τραπεζάκια Έξω» — δεν ήταν απλώς μουσικά έργα· ήταν πνευματικά τοπία, όπου η Ελλάδα συναντούσε τον εαυτό της, άλλοτε με θυμό, άλλοτε με τρυφερότητα, πάντα με φόντο την άκαμπτη πραγματικότητα, που μπορούσε να είναι τα πάντα (τρύγος, θέρος, πόλεμος, ειρήνη).
Ο Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ απλώς τραγουδοποιός. Ήταν ο μύστης μιας εποχής που πάλευε να βρει το νόημά της. Με λόγο που έσταζε φιλοσοφία, ειρωνεία και αγάπη για τον τόπο, με λατρεία αλλά και με βλασφημία ενίοτε μας έμαθε να ακούμε πίσω από τις λέξεις. Να διαβάζουμε την Ιστορία μέσα από το τραγούδι. Να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τον μύθο.
Στις συναυλίες του ή στις μπουάτ όπου είχα την ευτυχία να παρακολουθήσω ζωντανά τη μουσική του όταν πηγαινοερχόμουν στην Ελλάδα ένιωθα πως η πατρίδα μου ήταν εκεί: Όχι η γεωγραφική· η υπαρξιακή. Η Ελλάδα του Καραγκιόζη και του Καζαντζάκη, του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, του χωριού και της πόλης, του παλιού και του καινούργιου. Κι εκείνος, με το μυωπικό βλέμμα του πίσω από τα χοντρά γυαλιά του έμοιαζε να μας καθοδηγεί σε μια εσωτερικότητα που δεν ήταν μόνο της στιγμής αλλά της διαχρονικότητας.
Ο Σαββόπουλος σημάδεψε τη γενιά μας γιατί δεν μας χάιδεψε. Μας προκάλεσε. Μας έβαλε να σκεφτούμε, να θυμώσουμε, να αγαπήσουμε. Και πάνω απ’ όλα, να τραγουδήσουμε. Όχι για να ξεχάσουμε, αλλά για να θυμόμαστε.
Θα γράψω για μερικά από τα τραγούδια του που πάνω τον εαυτό μου να τα σιγοτραγουδάω μέχρι σήμερα σε έκείνο το άβατο κομμάτι του μυαλού μου, όταν σιγούν οι σκέψεις μου:
«Είδα την Άννα κάποτε»
Ένα τραγούδι-εικόνα, μια εσωτερική κινηματογραφική σκηνή. Η Άννα δεν είναι απλώς πρόσωπο· είναι σύμβολο της χαμένης αθωότητας, της εφηβικής λαχτάρας, της πολιτικής αφύπνισης. Ο Σαββόπουλος την είδε «κάποτε» — κι εμείς την βλέπουμε πάντα, σαν φάντασμα μιας εποχής που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο με βλέμματα και πορείες. Το τραγούδι αυτό με έκανε να καταλάβω πως η μνήμη δεν είναι παρελθόν· είναι παρόν που επιμένει.
«Βρώμικο Ψωμί»
Από τα πιο σπαρακτικά του έργα. Ένα τραγούδι που δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μιλά για την Ελλάδα της παρακμής, της διαφθοράς, της απελπισίας. Όμως μέσα από τη βρωμιά, αναδύεται η ανάγκη για κάθαρση. Το άκουσα σε μια περίοδο που όλα γύρω μου έμοιαζαν να καταρρέουν. Και όμως, η φωνή του Σαββόπουλου με κράτησε όρθια. Το «βρώμικο ψωμί» είναι η αλήθεια που πρέπει να φάμε για να ζήσουμε.
«Για τα παιδιά που χάθηκαν»
Ένα παραμύθι για τους χαμένους. Για εκείνους που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν, να αγαπήσουν, να σωθούν. Οι στίχοι του μιλούν για παιδιά που χάθηκαν «στο στοιχειωμένο δάσος», «στου δράκου το πηγάδι», «στις αγορές της Αφρικής» — μια παγκόσμια Ωδή στους αδικημένους, στους ξεχασμένους, στους αόρατους. Το τραγούδι αυτό με συγκλόνισε. Με έκανε να δω τον κόσμο αλλιώς. Να νιώσω πως η τέχνη μπορεί να είναι μνημόσυνο και προσευχή.
Κωλλοέλληνες
Δεν είναι εύκολο να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη όταν ο καθρέφτης είναι σπασμένος. Ο Σαββόπουλος, με το τραγούδι «Κωλοέλληνες», δεν μας χάρισε έναν ύμνο· μας πέταξε έναν καθρέφτη στα μούτρα. Και μας έβαλε ωμά χωρίς οίκτο να κοιταχτούμε με τον προβολέα στραμμένο στη συλλογική μας πραγματικότητα.
Οι στίχοι του είναι ωμοί, σχεδόν βλάσφημοι. Μιλούν για «κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων», για «μαλλιαρούς Ελλαδίτες» και «θλιβερές πορδές». Δεν είναι απλώς σάτιρα· είναι κραυγή. Μια κραυγή που βγαίνει από τα σπλάχνα ενός ανθρώπου που αγάπησε βαθιά την Ελλάδα — και γι’ αυτό την κατηγορεί. Γιατί μόνο όποιος αγαπά, μπορεί να πονά τόσο.
Το «Κωλοέλληνες» είναι ένα τραγούδι-καθαρτήριο. Δεν τραγουδιέται· είναι άυπνο εγερτήριο σε στρατώνα. Είναι η στιγμή που ο καλλιτέχνης γίνεται μάντης, και η μουσική γίνεται μαστίγιο. Όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να αφυπνίσει.
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
Η συνεργασία του Διονύση Σαββόπουλου με τη Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε μια από τις πιο συγκλονιστικές και ιστορικές συναντήσεις στην ελληνική μουσική. Δύο κόσμοι φαινομενικά ασύμβατοι — η ρεμπέτικη ψυχή της Μπέλλου και η πολιτικοποιημένη, ποιητική φωνή του Σαββόπουλου — ενώθηκαν στο τραγούδι «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» το 1972, εν μέσω δικτατορίας.
Η συνεργασία τους δεν ήταν μόνο μουσική. Ήταν μια πράξη αντίστασης, μια γέφυρα ανάμεσα στις γενιές, μια υπενθύμιση πως η τέχνη μπορεί να μιλήσει εκεί που η Ιστορία σωπαίνει. Ο Σαββόπουλος, με τον λόγο του που έσταζε μνήμη και ειρωνεία, και η Μπέλλου, με την φωνή της που κουβαλούσε τον πόνο και την περηφάνια του λαού, έφτιαξαν μαζί ένα τραγούδι που δεν είναι απλώς διαχρονικό· είναι διαχρονισμός.
Θα μπορούσα να γράφω για ώρες, για κάθε τραγούδι του Διονύση, που έχει καθίσει στη μνήμη και την βιωτή μου, αποτελώντας μέρος της προσωπικής μου ανάπτυξης και καλλιέργειας. Κάθε φορά που ακούω το «Φορτηγό» όμως -και το ακούω συχνά-, επιστρέφω σ’ εκείνο το απόγευμα στην Αθήνα. Στο σπίτι του ξαδέλφου μου του Κώστα . Εκεί που ξεκίνησαν όλα με τον Σαββόπουλο και δεν θα σβήσουν μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Ή μήπως ο Νιόνιος θα μας παίζει τα τραγούδια του και στα ουράνια;