Η Ολλανδία είναι παράξενη χώρα. Σε όλη της την νεώτερη ιστορία δεν είχε ποτέ, ούτε μια φορά, μονοκομματική κυβέρνηση ή αυτοδύναμη πλειοψηφία στη Βουλή, στην οποία εκπροσωπούνται συνήθως πάνω από 10 κόμματα- μια φορά έφθασαν και τα 21. Εδώ και πάνω από έναν αιώνα μένει πιστή στην απλή, απλούστατη αναλογική και συχνά περιμένει πολλούς μήνες από την ημέρα των εκλογών μέχρι να συμφωνήσουν τα κόμματα σε ένα συμμαχικό σχήμα. Αλλά αυτό, παραδόξως, δεν εμποδίζει την κανονική λειτουργία μιας δημόσιας διοίκησης, στην οποία, έτσι κι αλλιώς, ο «πολιτικός προϊστάμενος» έχει την ελάχιστη δυνατή επιρροή. Κοντολογίς, δεν μας μοιάζει σε τίποτε. Γιατί, λοιπόν, να νοιάζεται κανείς για τα αποτελέσματα των εκλογών σ’ αυτήν την εξωτική χώρα;
Κι όμως, έτυχε δύο φορές πρόσφατα οι Ολλανδοί να ψηφίζουν και η Ευρώπη να κρατά την ανάσα της. Η πρώτη ήταν τον Μάρτιο του 2017. Στην Βρετανία είχε μόλις πλειοψηφήσει το Brexit. Στις ΗΠΑ είχε εκλεγεί για πρώτη φορά ο Τραμπ. Ο φίλος του ο Στιβ Μπάνον οργάνωνε, σε απομίμηση «λενινιστικής» εκστρατείας, μια «Μαύρη Διεθνή» στην Ευρώπη. Και η Ολλανδία ήταν υποψήφια να φιλοξενήσει την τρίτη πράξη της επανάστασης. Από την αρχή του 2016, στις δημοσκοπήσεις προηγείτο με μεγάλες διαφορές το ριζοσπαστικό «Κόμμα για την Ελευθερία» του Βίλντερς, με εθνικιστική και αντί-μεταναστευτική ατζέντα.
Δημοσιογράφοι από όλον τον κόσμο τριγυρίζαμε τη χώρα εκείνες τις μέρες προσπαθώντας να καταλάβουμε τα ρεύματα που την διέτρεχαν- τον θυμό στα συνδικάτα των ναυτεργατών του Ρότερνταμ, τον φόβο για τους μετανάστες στα χωριά (όπου δεν υπήρχαν και πολλοί) και τον ακόμη μεγαλύτερο φόβο στις κοινότητες των Μαροκινών, τον προβληματισμό στις συντροφιές των νέων. Μα όταν άνοιξαν οι κάλπες, έκπληξη. Η ακροδεξιά του Βίλντερς είχε χάσει τις εκλογές. Είχε περιοριστεί στο 13%, από 35% που της έδιναν κάποια στιγμή οι δημοσκοπήσεις. Η εκ των υστέρων μελέτη τους, έδειξε πως μια απότομη μεταστροφή είχε συντελεστεί τις λίγες τελεταίες προεκλογικές ημέρες. Σαν η Ολλανδία να είχε τρομάξει με τον εαυτό της τον ίδιο.
Ήταν η πρώτη μάχη. Η Γαλλία, δυο μήνες αργότερα, απέρριψε τη Λεπέν και εξέλεξε τον πρωτοεμφανιζόμενο Μακρόν. Η Γερμανία ψήφιζε τον Σεπτέμβριο. Η Εναλλακτική τριπλασίασε μεν την δύναμή της στο 12%, αλλά έμεινε μακριά από τις φιλοδοξίες και τις δημοσκοπικές προβλέψεις. Η μετάδοση του αγγλοσαξονικού ιού στην ηπειρωτική Ευρώπη είχε ανακοπεί.
Μα η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Ο ολλανδικός σεισμός που ματαιώθηκε το 2017, συνέβη το 2023. Στις εκλογές εκείνου του χρόνου, ο Βίλντερς κέρδισε το έπαθλο της πρώτης θέσης. Ίσως, όχι τόσο επειδή είχε ενισχυθεί το αντί-μεταναστευτικό αίσθημα αλλά μάλλον επειδή γιγαντωνόταν ένα κύμα νεανικής οργής για την στεγαστική κρίση που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Ως επικεφαλής του πρώτου σε δύναμη, με διαφορά από το δεύτερο, κόμματος στην Βουλή, ο Βίλντερς μετά από διαβουλεύσεις επτά μηνών, βρέθηκε για πρώτη φορά στην κυβέρνηση. Το παραδοσιακό κόμμα της κεντροδεξιάς, το κόμμα του Ρούτε, αποφάσισε να σχηματίσει συμμαχική κυβέρνηση με την ακροδεξιά. Αλλά το τεστ απέτυχε. Η κυβέρνηση αποδείχθηκε μη λειτουργική. Ο Βίλντερς αρνήθηκε να «εξημερωθεί». Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση έφερε πολιτικό χάος. Και τον περασμένο Ιούνιο έκανε τη μοιραία κίνηση: Ανέτρεψε την κυβέρνηση στην οποία μετείχε, για να διεκδικήσει ο ίδιος την πρωθυπουργία.
Η Ολλανδία ψήφιζε ξανά την περασμένη Τετάρτη. Και καθώς οι ομοϊδεάτες του Βίλντερς μοιάζουν, αυτή τη φορά, έτοιμοι για συμμετοχή στην εξουσία στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα βλέμματα ήταν και πάλι στραμμένα στις Ολλανδικές κάλπες. Θα επιβράβευε το εκλογικό σώμα την φιλοδοξία της ακροδεξιάς; Θα της έδινε δεύτερη ευκαιρία στην εξουσία; Ή θα την τιμωρούσε για την αναποτελεσματικότητα και τον πολιτικαντισμό της; Επικράτησε η τρίτη εκδοχή.
Το «Κόμμα για την Ελευθερία» έχασε το ένα τρίτο της κοινοβουλευτικής του δύναμης και θα βρεθεί εκτός νυμφώνος όταν- ποιος ξέρει πότε- σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση γύρω από ένα κόμμα του προοδευτικού, φιλο-ευρωπαϊκού Κέντρου, που ήταν ο απροσδόκητος νικητής των εκλογών.
Μόνο που αυτή τη φορά, δεν υπάρχει εκείνη η αίσθηση ανακούφισης που, κάπως επιπόλαια όπως αποδείχθηκε, είχε απλωθεί το 2017. Τότε ήταν οι ιδέες του Βίλντερς που είχαν, τελικά, απωθήσει το εκλογικό σώμα. Τώρα ήταν οι κακές επιδόσεις της κυβερνητικής του θητείας και η ανευθυνότητα της ανατροπής της κυβέρνησης, που αποδοκιμάστηκαν από το εκλογικό σώμα. Ήταν, επίσης, η συνέπεια της αίσθησης «χαμένης ψήφου», που είχαν δημιουργήσει οι κατηγορηματικές δηλώσεις όλων των άλλων κομμάτων πως δεν θα συνεργαστούν σε καμία περίπτωση μαζί του.
Οι ιδέες του, αντίθετα, όπως λέει κάποιος που ξέρει καλά την Ολλανδία, ο καθηγητής Κας Μούντε, έχουν πια εγκατασταθεί στο πολιτικό mainstream. Δεν θεωρούνται πια τόσο ακραίες. Όλοι, ακόμη και ο συνασπισμός των Εργατικών με τους Πράσινους, έχουν υιοθετήσει μια ευγενέστερη μεν από τη δική του, αλλά πολύ αυστηρότερη από παλιά, γλώσσα για το μεταναστευτικό. Και η, πρόσκαιρη έστω, συμμετοχή του στην εξουσία έχει σπάσει ένα ταμπού. Του έχει προσφέρει μια «κανονικοποίηση», που πολλοί φοβούνται ότι είναι αμετάκλητη. Και σαν το νόμο της βαρύτητας θα τον επαναφέρει στο προσκήνιο.
Υπάρχει, βέβαια, και μια πιο αισιόδοξη ανάγνωση. Όπως έγραφε η γερμανική «Χάντελσμπλατ», οι ολλανδικές εκλογές έδειξαν πως «η επιτυχία των κομμάτων του δεξιού λαϊκισμού, που έμοιαζε ακαταμάχητη, δεν είναι φυσικός νόμος». Μπορεί να οδηγηθούν σε ήττα. «Ένας συνδυασμός καθαρής αντί-λαϊκιστικής ρητορικής με μια πιο περιοριστική μεταναστευτική πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία απέναντι στους δεξιούς λαϊκιστές». Μακάρι να αποδειχθεί ότι είναι τόσο απλό…