Συμπληρώθηκαν πια τέσσερις μήνες από το Δημοψήφισμα της Καταλωνίας. Οι εικόνες της 1ης Οκτωβρίου θα μείνουν στη μνήμη μας. Πως να ξεχάσει κανείς τόσους τραυματισμένους, την αίσθηση πως βλέπαμε εικόνες από τόπους μακρινούς και όχι από χώρα Ευρωπαϊκή; Στο διάστημα που μεσολάβησε, υπήρξε φασαρία: υποστηρικτές και πολέμιοι της Καταλανικής Ανεξαρτησίας έδωσαν μάχη για να ακουστεί η γνώμη τους. Πέρασα αρκετές ώρες μπροστά στην τηλεόραση, προσπαθώντας να βγάλω άκρη. Ήταν μια πρόκληση, καθώς οι θερμόαιμοι και Μεσογειακοί Ιβηρες φώναζαν στις τηλεοπτικές εκπομπές και προσπαθούσαν να ακουστεί η φωνή τους πάνω από τις υπόλοιπες. Μοναδική ίσως εξαίρεση το Καταλανικό κανάλι TV3, εδώ όμως υπήρχε γλωσσικό εμπόδιο. Θαύμασα πάντως τη νηφαλιότητα των ομιλητών, οι οποίοι ανέλυαν την άποψη τους με ηρεμία, σε αυτή τη γλώσσα που μισο-κατανοώ. Εδώ, ούτε φωνές, ούτε καβγάδες. Όμως για εμένα το πρόβλημα παρέμενε.
Η λύση ήρθε με ένα μικρό βιβλιαράκι, μόλις 90 σελίδες γραμμένες με παχιά γράμματα, που ήδη στις αρχές του έτους είχε κάνει τρείς εκδόσεις, δυο μήνες μετά την πρώτη. Ο τίτλος του είναι «Τι συμβαίνει στην Καταλωνία». Ο βραβευμένος Καταλανός συγγραφέας Eduardo Mendoza βάλθηκε να εξηγήσει, με απλά λόγια, τι συμβαίνει στον τόπο του, ποια στερεότυπα καταδυναστεύουν τους συμπολίτες του και γιατί φτάσαμε εδώ. Σημειώστε πως αυτή τη στιγμή παραμένουν στη φυλακή μερικοί από τους πρωταγωνιστές αυτού του πολιτικού δράματος, γεγονός που προκαλεί οργή στους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας. Το βιβλίο αναλύει σε δώδεκα κεφάλαια τα βασικά, κατά τον συγγραφέα, σημεία που συνθέτουν την προβληματική πραγματικότητα. Αυτά τα σημεία αφορούν στην:
- Ιστορική φιγούρα του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο και πως αυτή εξακολουθεί να επηρεάζει την καθημερινότητα στην Ισπανία
- Ιστορία της Καταλωνίας
- Καταλανική κοινωνία του σήμερα
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως πέντε από τα δώδεκα κεφάλαια αναφέρονται, είτε στη δικατορία του Φράνκο (1939-1975), είτε στον ίδιο τον δικτάτορα. Μολονότι ο ίδιος έφυγε από τη ζωή πριν από 42 χρόνια, ο ίσκιος του πέφτει ακόμα βαρύς πάνω στη χώρα και η πολιτική ανάλυση πολύ συχνά τον συμπεριλαμβάνει, ακόμα και όταν αναλύονται θέματα που ήταν άγνωστα όσο ο ίδιος ζούσε. Ο Mendoza απομυθοποιεί τον Φράνκο, θεωρεί πως δεν είχε σχέση με τους λοιπούς Ευρωπαίους δικτάτορες της εποχής του, πως δεν είχε καν ιδεολογία, παρά ήταν πιο κοντά στους δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής, με τους οποίους τον συνέδεε φιλία.
Είναι λίγο-πολύ γνωστό πως ο Φράνκο συνέτριψε τους αντιπάλους του, καθαίρεσε την B Iσπανική Δημοκρατία (1931-1936) και κυβέρνησε με σιδερένια γροθιά για 36 χρόνια. Στην Καταλωνία η μνήμη εκείνης της εποχής έχει διαστάσεις μυθικές, ο Mendoza όμως υποστηρίζει πως άλλα τμήματα της Ισπανίας υπέφεραν πολύ περισσότερο. Η Καταλωνία «έπεσε» στο τέλος του πολέμου και πολλοί Αριστεροί αγωνιστές κατέφυγαν στη Γαλλία. Έτσι, η βία εδώ ήταν, ευτυχώς, λίγη τελικά. Στη συνέχεια, η διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα δεν επέτρεψαν να ριζώσει το καθεστώς. Υπήρξε καχυποψία από την πλευρά του καθεστώτος προς την Καταλωνία, μια αντιπάθεια για την Καταλανική γλώσσα και φυσικά επιβολή της διδαχής στα σχολεία της Καστιλιάνικης γλώσσας αποκλειστικά. Τα προηγούμενα, σε συνδυασμό με τις αποσχιστικές τάσεις μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, διαμόρφωσαν αυτή την τόσο ιδιαίτερη σχέση.
Στη διάρκεια της Δικτατορίας, για κάθε γωνία της χώρας υπήρχαν στερεότυπα και η Καταλωνία δεν υπήρξε εξαίρεση. Οι Καταλανός ήταν «ένας στρουμπουλός κύριος, με λίγα μαλλιά, εργατικός, τσιγκούνης και τρελός για την ποδοσφαιρική Μπάρτσα». Και οι ίδιοι οι Καταλανοί δεν έκαναν τίποτα για να αποτινάξουν το στερεότυπο. Το αντίθετο, έμαθαν να συμπεριφέρονται ανάλογα.
Πως ήταν όμως οι Καταλανοί πραγματικά; Ο Mendoza υποστηρίζει πως η Καταλωνία, όπως τη γνωρίζουμε, ξεκινά τον 19ο αιώνα, με βασικό δομικό υλικό της το πάθος της τοπικής μπουρζουαζίας για χρήμα και εθνική ταυτότητα. Έμποροι και βιοτέχνες χρηματοδότησαν τα αρχιτεκτονικά έργα που κοσμούν την Βαρκελώνη σήμερα, από απελπισία για την έλλειψη μνημείων του παρελθόντος στον τόπο τους. Φαίνεται πως μέχρι τότε η ιστορική μνήμη είχε μικρή αξία και από το Μεσαιωνικό παρελθόν δεν απέμενε όρθιο ούτε ένα κτίσμα. Ο Gaudi και οι συνοδοιπόροι του ανέλαβαν να χτίσουν κυριολεκτικά τη μνήμη του τόπου τους, με μεγάλη επιτυχία, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Η τάξη αυτή των εμπόρων και των βιοτεχνών απόλαυσε τα οφέλη της Ισπανικής Αυτοκρατορίας και πλούτισε στις αποικίες της Αμερικής. Δυσάρεστη έκπληξη αποτελεί η θέση του συγγραφέα πως οι πρόγονοί του εκμεταλλεύτηκαν το θεσμό της δουλείας και πολέμησαν για τη διατήρηση του μέχρι την τελευταία στιγμή. Σκέφτομαι τους πράους και καλοσπουδαγμένους κυρίους και κυρίες που κάνουν αναλύσεις στην Καταλανική τηλεόραση. Άραγε ο πλούτος της οικογένειας τους να χτίστηκε χάρη στην άμισθη εργασία άτυχων και ανελεύθερων ανθρώπων; Και οι ίδιοι τι να σκέφτονται άραγε σχετικά με το ζήτημα αυτό;
Ίσως το τίμημα που πλήρωσε η αστική τάξη της Καταλωνίας να ήταν η κριτική των ίδιων της των παιδιών. Οι γνωστότεροι συγγραφείς ήταν παιδιά αστών και κατέκριναν μέσω του έργου τους ανελέητα τους γονείς τους και το περιβάλλον που τους ανέθρεψε. Όσα αναφέραμε δένουν με την περιγραφή του μέσου Καταλανού, όπως μας δίδεται στο βιβλίο: εργατικός, πρακτικός, ντροπαλός σε γενικές γραμμές. Το τελευταίο στοιχείο ισορροπεί με το χιούμορ που διακρίνει τους Καταλανούς. Αρκετοί από τους κωμικούς της Ισπανίας έχουν Καταλανική καταγωγή. Επίσης, η θέση της γυναίκας υπήρξε πάντα προνομιούχα και οι άνδρες δείχνουν σεβασμό στη γνώμη της συντρόφου τους. Όπως σε αρκετά νησιά της Ελλάδας, έτσι και εδώ υπήρξε μητριαρχία. Οι πατεράδες πάλευαν με τα κύματα και τις τροπικές ασθένειες και οι μητέρες ήταν αρχηγοί στο σπιτικό τους.
Σαν κάθε πνευματικό άνθρωπο που πονάει τον τόπο του, ο Mendoza κρίνει και κατακρίνει, δεν χαϊδεύει αυτιά. Για την Βαρκελώνη γράφει τα χειρότερα, πως δεν άρεσε σε κανέναν, πως η ιδεατή Καταλωνία ήταν πάντα τα βουνά και οι παραλίες, όχι η άσχημη πρωτεύουσα (κάτι μας θυμίζει αυτό) και οι ΕΧΡΟ του 1888 και 1929 λίγο ή και καθόλου δεν κατάφεραν να διώξουν τον πεσιμισμό των κατοίκων της. Μόνο οι Ολυμπιακοί του ’92 είχαν τη δύναμη να φέρουν την αλλαγή. Επίσης, η ανάπτυξη έγινε υδροκεφαλικά. Όλα για την Βαρκελώνη, τίποτα για τις υπόλοιπες πόλεις. Η οικονομία, ο πολιτισμός, η δημόσια διοίκηση, όλα μαζεμένα σε ένα σημείο. Αναλύει την μετανάστευση και εξηγεί πως η σχέση των Καταλανών με τις υπόλοιπες κουλτούρες, Ισπανικές και μη, υπήρξε προβληματική. «Δεν είναι σαν εμάς» συνήθιζαν να λένε, τόσο για τους Ανδαλουσιανούς με τα παγανιστικά έθιμα, οσο και για τους Ανατολικοευρωπαίους και Λατίνους, που ήρθαν πολύ αργότερα. Η Καταλανική κοινωνία δέχθηκε την μετανάστευση, χωρίς να την αγκαλιάσει ποτέ και όποιος αποφασίσει να κρατήσει ζωντανή την ξενική κουλτούρα του, δύσκολα θα γίνει αποδεκτός σε κύκλους πνευματικούς ή πολιτικούς.
Όπως είναι αναμενόμενο, στο βιβλίο γίνεται αναφορά στην οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις που αυτή είχε στην πολιτική ζωή. Οι νέες γενιές, χτυπημένες από την ανεργία, στράφηκαν στα κόμματα της Ανεξαρτησίας, αναζητώντας ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο έξω από την αγκαλιά της Ισπανίας που υπέφερε. Στα ΜΜΕ πολλές φορές έγινε αναφορά τελευταία σε αυτούς που μέχρι πρόσφατα δεν ήθελαν την Ανεξαρτησία και τώρα τη ζητούν. Η κοινωνία που ανοίχτηκε στον μοντερνισμό και την διαπολιτισμικότητα μάλλον στην επιφάνεια και όχι στην ουσία, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί την Ανεξαρτησία μια πιθανότητα, μια ιδεατή λύση για ένα διαφορετικό μέλλον. Η κρίση έφερε αυτή την ιδέα στο προσκήνιο και την ασπάσθηκαν πολύ περισσότεροι από αυτό που θα περίμενε κάποιος παλαιότερα. Για αυτή την αλλαγή δεν είχε προετοιμαστεί κανείς. Ούτε η Μαδρίτη, αλλά ούτε και η ίδια η Βαρκελώνη.
Μπορεί κάποιος να ρωτά τον εαυτό του για ποιούς λόγους να ενδιαφέρονται οι Κρήτες, οι Ηπειρώτες,οι Πελοποννήσιοι για όσα συμβαίνουν στην άλλη άκρη της Μεσογείου. Την ανάλυση θα πρέπει να την κάνουν οι αρμόδιοι, μπορούμε όμως να αναφέρουμε κάποιους από αυτούς.
Το Ισπανικό Κράτος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αναγνωρίσει ποτέ το Κόσοβο σαν ανεξάρτητο κράτος και δεν θα επιτρέψει την είσοδό του σε Οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Για ευνόητους λόγους, η Μαδρίτη βλέπει αρνητικά την απόσχιση του Κοσόβου από την Σερβία. Άρα, η Βαλκανική Χερσόνησος θα έχει πιθανότατα για πολλά ακόμα χρόνια στο ίδιο της το κέντρο ένα τόπο με προβλήματα. Οι όμορες χώρες επίσης θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτής της προβληματικής κατάστασης και η ανάπτυξη τους θα είναι αργή.
Η χλιαρή αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο Καταλανικό ζήτημα καλό θα ήταν να μελετηθεί και από άλλα κόμματα της Ευρώπης που επιθυμούν απόσχιση από το κράτος στο οποίο ανήκουν. Δεν αναμένεται να υποστηριχθεί κανένα αντίστοιχο κίνημα. H Ελλάδα πρέπει να παρακολουθεί ούτως ή άλλως τις εξελίξεις σε όλη την Μεσόγειο και η Ισπανία είναι φίλη και σύμμαχη χώρα.
Κλείνοντας θα λέγαμε πως το βιβλίο, προφανώς, δεν δίνει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, σίγουρα όμως βοηθά να κατανοήσουμε πως το χθες επιδρά στο σήμερα και να διαμορφώσουμε μια σαφέστερη εικόνα για όσα συμβαίνουν στην Καταλωνία. Είναι ένα σημαντικό έργο, ενός πνευματικού ανθρώπου που αγωνιά για τον τόπο του και προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια των υπολοίπων. Ελπίζουμε, το συντομότερο δυνατό, ο στόχος του να επιτευχθεί.
Eduardo Mendoza “Qué está pasando en Cataluña”, Seix Barral, Barcelona, Νοέμβριος 2017