Εγκέφαλος και μουσική: Μουσική εκπαίδευση και γνωστικές δεξιότητες
Δεν είναι τυχαίο ότι στον αρχαίο κόσμο η μουσική κρατούσε σταθερά τη θέση της στον κορμό της παιδείας
Ο καρδιολόγος, συνθέτης και συγγραφέας Θανάσης Δρίτσας γράφει για τη σχέση εγκεφάλου και μουσικής.
Δεν είναι τυχαίο ότι στον αρχαίο κόσμο η μουσική κρατούσε σταθερά τη θέση της στον κορμό της παιδείας. Είναι διαχρονική, βαθυστόχαστη και επιστημονικά προφητική η θέση του Αριστοτέλη για την αξία και τον ρόλο της μουσικής στην εκπαίδευση, όπως με πληρότητα εκφράζεται στο βιβλίο του «Πολιτικά» στο κεφάλαιο Θ’. Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν λοιπόν (εμπειρική σοφία) ότι με τη μουσική εκπαίδευση θα παράγουν περισσότερο αναπτυγμένους εγκεφάλους και θα στελεχώνουν την κοινωνία τους με άτομα που διαθέτουν πολλαπλές δεξιότητες, δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι τοποθετούσαν τη μουσική στον κορμό της παιδείας. Την αρχαία ελληνική άποψη για το σημαντικό ρόλο της μουσικής στην ανάπτυξη του εγκεφάλου επιβεβαιώνουν σήμερα τα πορίσματα των μελετών της σύγχρονης νευροεπιστήμης
Τα μαθήματα μουσικής και γενικότερα η μουσική εκπαίδευση μπορούν όπως φαίνεται να ωφελήσουν τις γενικές γνωστικές δεξιότητες ενός παιδιού, αλλά πιθανά να ωφελεί η εκπαίδευση και σε άλλες τέχνες πλην της μουσικής. Το ερώτημα είναι αν η μουσική εκπαίδευση προσφέρει κάποια ειδικά γνωστικά οφέλη. Τα παιδιά μέσω της μουσικής εκπαίδευσης προφανώς καλλιεργούν τις ακουστικές δεξιότητες εκείνες που μπορούν να τα βοηθήσουν έτσι ώστε να αποκρυπτογραφούν ευκολότερα την ομιλία-τον λόγο. Και υπάρχουν σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν ότι ορισμένα είδη μουσικής εκπαίδευσης μπορεί να ενισχύσουν τις δεξιότητες στα μαθηματικά και τη σκέψη.
Οι τεχνολογίες σάρωσης εγκεφάλου (PET scan, fMRI) επέτρεψαν στους νευροεπιστήμονες να παρατηρήσουν τη δραστηριότητα των ζωντανών εγκεφάλων και τα αποτελέσματα δείοχνουν ότι ο εγκέφαλος των μουσικών είναι αρκετά διαφορετικός. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη, τα άτομα που έπαιζαν μουσικά όργανα ως παιδιά έδειξαν πιο ισχυρές αποκρίσεις του εγκεφαλικού στελέχους στον ήχο από ό,τι οι μη-μουσικοί (Skoe and Kraus 2012). Άλλες μελέτες έχουν αναφέρει ότι παιδιά στα οποία δόθηκε η δυνατότητα να λάβουν μουσική εκπαίδευση ανέπτυξαν χαρακτηριστικές νευρικές αποκρίσεις στη μουσική και την ομιλία, στοιχεία μεγαλύτερης επεξεργασίας πληροφοριών που συνδέονταν με βελτιώσεις στη διάκριση του τόνου και την τμηματοποίηση (fragmentation) της ομιλίας (Moreno et al 2009; Chobert et al. 2012, François et al 2012). Και αυτές οι βελτιώσεις δεν αντιπροσωπεύουν όπως φαίνεται μόνον διαφορές στην δραστηριότητα συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Αναδείχθηκαν επίσης ανατομικές διαφορές στον όγκο του εγκεφάλου. Εάν μελετήσει κανείς τον εγκέφαλο ενός πιανίστα ή μουσικού πληκτροφόρου οργάνου, θα διαπιστώσει ότι η περιοχή του εγκεφάλου που ελέγχει τις κινήσεις των δακτύλων είναι περισσότερο εκτεταμένη (Pascual-Leone 2001).
Επιπλέον, σαρώσεις εγκεφάλου παιδιών 9 έως 11 ετών αποκάλυψαν ότι εκείνα τα παιδιά που παίζουν μουσικά όργανα έχουν σημαντικά μεγαλύτερο όγκο φαιάς ουσίας τόσο στον αισθητικοκινητικό φλοιό όσο και στους ινιακούς λοβούς (Schlaug et al 2005). Στην πραγματικότητα, οι μουσικοί διαθέτουν σημαντικά περισσότερη φαιά ουσία σε αρκετές περιοχές του εγκεφάλου (Schlaug et al 2005) και τα αποτελέσματα της μουσικής εκπαίδευσης φαίνεται ότι αυξάνονται με τον βαθμό εξάσκησης.
Μια προηγούμενη επιστημονική μελέτη συνέκρινε επαγγελματίες ερμηνευτές πληκτροφόρων οργάνων με ερασιτέχνες. Παρόλο που και οι δύο ομάδες είχαν μουσική εκπαίδευση, οι επαγγελματίες έκαναν διπλάσια εξάσκηση. Οι επαγγελματίες είχαν επίσης σημαντικά μεγαλύτερο όγκο φαιάς ουσίας σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου (Gaser και Schlaug 2003).
Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχει και γενετικής βάσης συσχέτιση. Ίσως αυτές οι ανατομικές-λειτουργικές διαφορές να προυπάρχουν (ως γενετικό υπόβαθρο) και να στρέφουν τους ανθρώπους προς τις μουσικές σπουδές. Πιθανά οι άνθρωποι να μην αναπτύσσουν περισσότερη φαιά ουσία επειδή υποβάλλονται σε μουσική εκπαίδευση. Ίσως διαθέτουν εκ φύσεως πλεονέκτημα ώστε να ξεκινούν με περισσότερη φαιά ουσία και αυτό το γενετικό υπόστρωμα καθιστά τη μουσική εκπαίδευση ευκολότερη ή πιο ευχάριστη. Τα πειράματα επιβεβαιώνουν βέβαια ότι ο εγκέφαλος αλλάζει ως απόκριση στη μουσική εκπαίδευση (Schlaug 2015). Για παράδειγμα, σε μια μελέτη, ανατέθηκε σε μη-μουσικούς να εκτελούν μια άσκηση με 5 δάχτυλα στο πιάνο για δύο ώρες την ημέρα. Μέσα σε πέντε ημέρες, τα άτομα έδειξαν ενδείξεις ανασυνδεσιμότητας (rewiring). Το μέγεθος της εγκεφαλικής περιοχής που σχετίζεται με τις κινήσεις των δακτύλων (κινητικός φλοιός) είχε γίνει μεγαλύτερο και περισσότερο ενεργό (Pascual-Leone 2001).
Επομένως, με βάση τις επιστημονικές μελέτες, παραμένει λογικό να πιστεύουμε ότι ο εγκέφαλος αναπτύσσεται διαφορετικά ως απάντηση στη μουσική εκπαίδευση. Τι γνωρίζουμε όμως για τις σχέσεις μεταξύ μουσικής και νοημοσύνης; Αν συγκρίνετε τα παιδιά στον πραγματικό κόσμο, τα παιδιά που σπουδάζουν μουσική τείνουν να έχουν καλύτερες ακαδημαϊκές επιδόσεις. Τείνουν να έχουν επίσης μεγαλύτερες λεκτικές-γλωσσικές και μαθηματικές δεξιότητες. Τείνουν να αποδίδουν καλύτερα σε δοκιμασίες δεξιοτήτων μνήμης και γνωστικής ευελιξίας. Τείνουν επίσης να εμφανίζουν και υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης (IQ) (Fujioka et al 2006; Schellenberg 2006; Patel and Iverson 2007; Hanna-Pladdy and Mackay 2011).
Αλλά οι στατιστικές συσχετίσεις δεν αποδεικνύουν την αιτιότητα και παραμένει μάλλον ασαφές αν η μουσική εκπαίδευση είναι «αποκλειστικά» υπεύθυνη για όλες τις προαναφερθείσες γνωστικές διαφορές υπέρ του μουσικού εγκεφάλου. Είναι αυτονόητο, για παράδειγμα, ότι η μουσική εκπαίδευση συνδέεται με την οικονομική ευμάρεια της κάθε οικογένειας και η ευμάρεια δίνει στα παιδιά πολλά πλεονεκτήματα για να προχωρήσουν στο σχολείο. Είναι επίσης πιθανό ότι γονείς με μεγαλύτερη γνωστική ικανότητα περισσότερο συχνά γράφουν τα παιδιά τους σε μουσικά μαθήματα. Και ίσως παιδιά με υψηλότερες ακαδημαϊκές ικανότητες είναι πιθανότερο να αναζητήσουν και να παραμείνουν σε προγράμματα μουσικής εκπαίδευσης, επειδή βρίσκουν την εμπειρία πιο ευχάριστη-ικανοποιητική (Schellenberg 2006).
Προκειμένου να προσεγγίσουμε καλύτερα την υπόθεση της αιτιότητας, χρειαζόμαστε μια προοπτική (prospective) πειραματική προσέγγιση. Στην ιδανική περίπτωση, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με παιδιά που δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία-επαφή με μουσική εκπαίδευση. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αναθέσουμε (τυχαιοποιημένα) σε μερικά από αυτά τα παιδιά να ενταχθούν σε μαθήματα μουσικής και να συγκεριθούν τα αποτελέσματα σε σχέση με ομάδα ελέγχου παιδιών τα οποία να μην είναι μουσικά εκπαιδευμένα. Όταν ερευνητές επιχείρησαν τέτοιες μελέτες, είχαν συχνά αναφέρει ότι τα παιδιά καταλήγουν με μέτριες βελτιώσεις στη γενική γνωστική ικανότητα. Βελτιώσεις όπως για παράδειγμα υψηλότερες βαθμολογίες σε δοκιμασίες εστίασης προσοχής, μνήμης και λεκτικής ικανότητας. Έτσι, υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα τα οποία υποστηρίζουν την ιδέα ότι η μουσική εκπαίδευση μπορεί να ενισχύσει την ανάπτυξη γνωστικών δεξιοτήτων που δεν σχετίζονται ευθέως με καθαρές μουσικές δεξιότητες. Δεν μπορεί να απαντηθεί επι του παρόντος το ερώτημα κατά πόσον η εκπαίδευση και σε άλλες μορφές τέχνης μπορεί να σχετιστεί με παρόμοια αποτελέσματα. Αν θέλουμε όμως να παρέχουμε στην κοινωνία και στους νέους την δυνατότητα εγκεφάλων «εμπλουτισμένων» με πολλαπλές γνωστικές δεξιότητες, η μουσική εκπαίδευση είναι μια πολύ καλή επιλογή.