Ως εκ τούτου, οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, έχουν επικεντρωθεί στη σύνθεση των τροφίμων και τις συστάσεις για μείωση της πρόσληψης ζάχαρης, αλατιού και λίπους και ταυτόχρονη αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών, βιταμινών και μετάλλων.

Νέα μελέτη Ιταλών ερευνητών εστίασε στη συσχέτιση του χρόνου των γευμάτων και τον βαθμό επεξεργασίας των τροφών που καταναλώνουμε.

Πολλές έρευνες έχουν επικεντρωθεί στο χρονοδιάγραμμα των γευμάτων. Πληθυσμιακές μελέτες εμπλέκουν την καθυστερημένη κατανάλωση φαγητού στην παχυσαρκία και άλλες μη μεταδοτικές ασθένειες που σχετίζονται με τη διατροφή.

Παρόλα αυτά, καμία μελέτη δεν έχει διερευνήσει τη σχέση μεταξύ του χρόνου των γευμάτων και των επεξεργασμένων τροφίμων.

Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές αξιολόγησαν εάν ο χρόνος των γευμάτων σχετίζεται με τρόφιμα με διαφορετικά επίπεδα επεξεργασίας. Τα δεδομένα προέρχονται από την Italian Nutrition and Health Survey (INHES), μια τριετή έρευνα για τη διερεύνηση των διατροφικών συνηθειών, των καθοριστικών παραγόντων της επιλογής τροφίμων και της ευαισθητοποίησης για την υγεία των τροφίμων μεταξύ των Ιταλών που εγγράφηκαν από το 2010 έως το 2013.

Η έρευνα βασίστηκε σε τηλεφωνικές συνεντεύξεις για τη λήψη δεδομένων σχετικά με τη διατροφή, την κατάσταση και τις αντιλήψεις για την υγεία, αλλά και τους παράγοντες κινδύνου. Αποκλείστηκαν οι κάτω των 20 ετών, τα άτομα με ακραία ενεργειακή πρόσληψη και όσοι δεν παρείχαν επαρκή δεδομένα. Οι συμμετέχοντες έλαβαν οδηγίες να ανακαλέσουν/καταγράψουν δεδομένα σχετικά με τον χρόνο/τόπο κατανάλωσης φαγητού, καθώς και να περιγράψουν λεπτομερώς το φαγητό, την ποσότητα πρόσληψης και το εμπορικό σήμα του φαγητού.

Ρωτήθηκαν εάν έκαναν δίαιτα ή εάν είχαν αλλάξει τη συνήθη διατροφή τους. Τα τρόφιμα ταξινομήθηκαν σε φρέσκα ή ελάχιστα επεξεργασμένα, επεξεργασμένα και εξαιρετικά επεξεργασμένα (UPF). Η συμμόρφωση στη μεσογειακή διατροφή αξιολογήθηκε με τη βαθμολογία της Μεσογειακής Διατροφής (MDS).

Υπολογίστηκε ο διάμεσος χρόνος για κάθε γεύμα και δόθηκε ένας επιπλέον βαθμός στους συμμετέχοντες που έτρωγαν το πρωινό, το μεσημεριανό και το δείπνο τους μετά τη μέση ώρα, δηλαδή 7 π.μ., 1 μ.μ. και 8 μ.μ., αντίστοιχα. Δεν δόθηκε κανένας βαθμός εάν τα άτομα κατανάλωναν φαγητό πριν από τον διάμεσο χρόνο. Οι συμμετέχοντες με βαθμολογίες 2 ή παραπάνω θεωρήθηκε ότι ακολουθούσαν μοτίβο καθυστερημένης διατροφής, διαφορετικά θεωρήθηκε ότι ακολουθούσαν πρώιμο διατροφικό μοτίβο.

Στη μελέτη συμμετείχαν 4.053 άνδρες και 4.653 γυναίκες, μέσης ηλικίας 56,9 ετών. Πάνω από το 58% των θερμίδων προέρχονταν από φρέσκα ή ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα και επεξεργασμένα μαγειρικά συστατικά. Πάνω από το 17% των θερμίδων προέρχονταν από υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα. Όσοι έτρωγαν αργά ήταν νεότεροι, ήταν πιθανότερο να κατοικούν σε αστικές περιοχές και είχαν ανώτερη εκπαίδευση σε σχέση με εκείνους που έτρωγαν πρόωρα. Επιπλέον, όσοι έτρωγαν αργά ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν/αναφέρουν χρόνιες διαταραχές και άλλες παθήσεις.

Όσοι έτρωγαν αργά λάμβαναν λιγότερες θερμίδες από υδατάνθρακες αλλά περισσότερες από λιπαρά. Επιπλέον, οι πολυμεταβλητές προσαρμοσμένες αναλύσεις αποκάλυψαν ότι όσοι έτρωγαν αργά ήταν λιγότερο πιθανό να καταναλώσουν φρέσκα ή ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα και περισσότερο πιθανό να τρώνε υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα.

Όσοι έτρωγαν αργά δείπνο ήταν πιο πιθανό να τρώνε επεξεργασμένα και υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα και λιγότερο πιθανό να τρώνε φρέσκα ή/και ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα, καθώς και να ακολουθούν μεσογειακή διατροφή.

Συμπεράσματα

Οι ερευνητές έδειξαν ότι η καθυστερημένη κατανάλωση φαγητού συσχετίστηκε με υψηλότερη πρόσληψη υπερεπεξεργασμένων τροφίμων και χαμηλότερη κατανάλωση φρέσκων/ελάχιστα επεξεργασμένων τροφίμων.

Η πρόβλεψη του χρόνου των γευμάτων θα αποτελούσε μια συμπληρωματική στρατηγική για την αύξηση των φρέσκων/ελάχιστα επεξεργασμένων τροφίμων και τη μείωση των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων. Απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για να εκτιμηθεί εάν η πρόσληψη υπερεπεξεργασμένων τροφίμων μεσολαβεί στη συσχέτιση μεταξύ των καθυστερημένων γευμάτων και της κακής καρδιομεταβολικής υγείας.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nutrients.

ΠΗΓΗ