Μπορούμε τώρα να δούμε πιο αισιόδοξα το μέλλον;
Εκλογές 2023: Το τέλος της εποχής της τοξικότητας, η αδυναμία της αντιπολίτευσης να αντιληφθεί τα διλήμματα της εποχής, η επανεμφάνιση του λαϊκισμού
Γράφει ο Φώτης Γεωργελές AthensVoice.gr
Αυτές οι διπλές εκλογές του ’23 ήταν ίσως οι πιο παράξενες εκλογές της μεταπολίτευσης. Έμοιαζαν περισσότερο σαν να είναι το δεύτερο μέρος των εκλογών του 2019. Τότε η ελληνική κοινωνία αποφάσισε την κυβέρνηση που εμπιστεύεται για να τη βγάλει από τη στασιμότητα. Έκτοτε την ψηφίζει και την ξαναψηφίζει και μάλιστα ακριβώς με το ίδιο ποσοστό, γύρω στο 40%. Τώρα η ετυμηγορία αφορούσε την αντιπολίτευση και ήταν μια ετυμηγορία καταπέλτης. Που είχε ακριβώς το ίδιο μήνυμα: Η αντιμνημονιακή δεκαετία, η δεκαετία της οργής και του ανορθολογισμού, έχει τελειώσει.
Αυτό δεν κατάλαβαν όσοι μιλούσαν απαξιωτικά για αντισύριζα μέτωπο, γι’ αυτό ξαφνιάστηκαν από τη σφοδρότητα του αποτελέσματος. Το αντισύριζα μέτωπο δεν ήταν εναντίον ενός κόμματος, ήταν απέναντι σε μια ολόκληρη εποχή τοξικότητας, δημαγωγίας, εχθροπάθειας, υπονόμευσης κάθε προσπάθειας εκσυγχρονισμού, δυσφήμισης των δημοκρατικών θεσμών, fake news, επιθετικότητας, δολοφονίας χαρακτήρων, μισαλλοδοξίας, στοχοποίησης, πολιτικής βίας.
Η ελληνική κοινωνία απάντησε με τον πιο ηχηρό τρόπο ότι θέλει να τελειώσει αυτή η περίοδος. Η αντιπολίτευση το έβλεπε αλλά δεν μπορούσε, δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο. Προσπαθούσε να αναδημιουργήσει την ατμόσφαιρα της οργής και του φόβου, με τρόπο υστερικά επαναλαμβανόμενο ανά εβδομαδιαίο επεισόδιο. Η φάρμα των τρολ έφτιαχνε «εκρηκτική» ατμόσφαιρα. Όσο «νικούσαν» επικοινωνιακά, τόσο έχαναν. Κατά έναν μαγικό τρόπο, χωρίς να το καταλαβαίνουν, η δυστοπική εικόνα που δημιουργούσαν δεν ζωγράφιζε τον αντίπαλο αλλά τον εαυτό τους. Τα γκριζόμαυρα προεκλογικά σποτάκια με τη μίζερη υποφωτισμένη Ελλάδα δεν αντιπροσώπευαν την πραγματική σημερινή χώρα αλλά τον σκηνοθέτη τους. Ο παροξυσμικός λόγος σε κάθε νέα επικοινωνιακή μάχη υπενθύμιζε το παρελθόν το οποίο η ίδια η κοινωνία ήθελε να αφήσει πίσω της, όπως θέλουμε να ξεχάσουμε μια άτυχη στιγμή, μια έκρηξη θυμού για την οποία μετά ντρεπόμαστε. Η χώρα δεν ήθελε να επιστρέψει στην καταστροφική δεκαετία. Την είχε ζήσει και ήξερε. Με αποτέλεσμα ένα πρωτότυπο φαινόμενο, το εκλογικό σώμα δεν ψήφισε αρνητικά προς την κυβέρνηση, αλλά προς την αντιπολίτευση.
Ισχυροί οικονομικοί παράγοντες και οργανικοί διανοούμενοι προσπαθούσαν όλα αυτά τα χρόνια να συντηρήσουν με κάθε τρόπο ένα πολιτικό σκηνικό που φώναζε από μακριά ότι ο ρόλος του είχε τελειώσει μαζί με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια. Στην πραγματικότητα προσπαθούσαν να συντηρήσουν την παλιά Ελλάδα, αυτή που χρεοκόπησε. Σε κάθε πραγματική ή κατασκευασμένη κυβερνητική κρίση προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Όχι τη ΝΔ, τον ίδιο μόνο. Με αποτέλεσμα, 4 χρόνια και 3 νίκες μετά, ο Κ.Μ. να έχει τοποθετήσει τη ΝΔ στο κέντρο του πολιτικού συστήματος, ένα και μοναδικό κόμμα εξουσίας. Γιατί ήταν ο μόνος που έβαζε με καθαρό τρόπο το πραγματικό δίλημμα της σημερινής εποχής. Μεταρρυθμίσεις ή στασιμότητα, παλιά Ελλάδα της χρεοκοπίας ή νέα Ελλάδα του 21ου αιώνα. Το έθεσε από την εποχή που το ρεύμα αυτό ήταν μειοψηφικό, τώρα που είναι πλειοψηφικό στην κοινωνία, είναι ο μοναδικός εκφραστής του. Κυριαρχεί χωρίς αντίπαλο γιατί είναι αυτός που όρισε τη νέα Πολιτική Γεωγραφία.
Το ΠΑΣΟΚ παρά τη ραγδαία υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ έχασε αυτή τη φορά την ευκαιρία να ξαναπάρει τη θέση του. Αντί να τοποθετηθεί το ίδιο στο νέο σκηνικό της μεταμνημονιακής εποχής, μπερδευόταν στις διαχωριστικές γραμμές που τοποθετούσε ο ηττημένος, αυτές που είχαν ξεπεραστεί. Το ΠΑΣΟΚ θα ξαναγίνει κόμμα εξουσίας μόνο αν ο Νίκος Ανδρουλάκης γίνει εναλλακτικός του Κυριάκου Μητσοτάκη και όχι του Αλέξη Τσίπρα. Όσο το ΠΑΣΟΚ μιλάει «ΣΥΡΙΖΑ», θα χάνει.
Η ιδιοφυής κίνηση του Αλέξη Τσίπρα στο πολιτικό παιχνίδι, αυτή που του χάρισε την κυριαρχία την προηγούμενη δεκαετία, ήταν ότι συνένωσε και ακολούθως συγχώνευσε μετά την απορρόφηση των ΑΝΕΛ, τον δεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα. Πάνω και κάτω πλατεία, Ανυπότακτη Γαλλία και Εθνικό Μέτωπο μαζί. Φαίνεται πως, καθώς η εποχή των μνημονίων, του παροξυσμού και της εχθροπάθειας υποχωρεί, το μέτωπο αυτό αποσυντίθεται, διαχωρίζεται και επανεμφανίζεται μικρότερο με άλλες ταμπέλες. Η μεγάλη αποχή των δεύτερων εκλογών οδήγησε πολλούς περιθωριακούς σχηματισμούς στη Βουλή, ήταν κι αυτό μια ακόμη παράπλευρη ζημιά της απλής αναλογικής. Πέρα όμως από την τεχνική εξήγηση της αποχής, είναι τουλάχιστον υποκριτικό να ανησυχούν για την εμφάνιση των «περίεργων» αυτοί που τόσα χρόνια νομιμοποιούσαν κάθε μέρα την alt right ρητορική.
Αυτοί που αναπαράγουν τις συνωμοσιολογικές θεωρίες των Qanon και ονομάζουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους «παιδοβιαστές» και προαγωγούς. Αυτοί που υιοθετώντας την τραμπική πρακτική επιτίθενται καθημερινά στην Ενημέρωση, ονομάζοντας τα Μέσα πουλημένα, «πετσωμένα», εξαγορασμένα στην υπηρεσία των ισχυρών. Αυτοί που στάθηκαν στο πλευρό των αντιεμβολιαστών υγειονομικών για να επιστρέψουν στα νοσοκομεία, που υπονόμευσαν τα λοκ ντάουν με διαδηλώσεις, αμφισβήτησαν τα εμβόλια που «ξεστοκάρουν» και τους εμβολιασμούς που «συνδέονται με τα predator», στις πιο ψεκασμένες θεωρίες συνωμοσίας. Αυτοί που δεν ήταν με την Ουκρανία όταν αντιμετώπιζε την εισβολή της Ρωσίας αλλά «με τον άνθρωπο», που δεν ανησυχούσαν για τις βόμβες και τους βιασμούς αλλά για τα Μπολσόι.
Θεωρίες συνωμοσίας, αντιεμβολιαστικό μέτωπο, πουτινοφιλία, αλλά κυρίως ο καταγγελτικός λόγος, η συνεχής εχθροπάθεια που ανακαλύπτει παντού εχθρούς και προδότες «στην υπηρεσία των διεφθαρμένων ελίτ που πίνουν το αίμα του λαού». Το αντιμνημονιακό μέτωπο διαχωρίζεται, σέκτες εμφανίζονται, συγκοινωνούντα δοχεία που σηκώνουν σημαίες ευκαιρίας, σφυροδρέπανα, περικεφαλαίες, πυξίδες, μαίανδροι, αλυσίδες, φλόγες, αν έβλεπες τα ψηφοδέλτια των κομμάτων στο εκλογικό τμήμα νόμιζες ότι έπαιζες σε κανένα παιχνίδι ρόλων του προηγούμενου αιώνα.
Μια κοινωνία με μεγάλο ποσοστό πολιτών να έχουν εγκαταλείψει τον ορθολογισμό, θα δυσκολευτεί να περάσει στην οικονομία του 21ου αιώνα. Ως χώρα, όμως, έχουμε ένα ατού. Περάσαμε από το επονομαζόμενο «πιο ακριβό φροντιστήριο του κόσμου», την προηγούμενη δεκαετία, και μάθαμε με τον πιο οδυνηρό τρόπο τον εφαρμοσμένο λαϊκισμό. Μπορούμε τώρα να δούμε πιο αισιόδοξα το μέλλον.