Μνήμη Κώστα Καλφόπουλου
Ο Δημητρίου έφτασε στο Ηράκλειο μία μέρα νωρίτερα από την καθορισμένη, ένα ζεστό Αυγουστιάτικο πρωινό, γιατί ήθελε να εγκλιματιστεί και να προσαρμοστεί στην πόλη και το περιβάλλον του ξενοδοχείου όπου θα γινόταν ο μαγειρικός διαγωνισμός. Η ζέστη και η υγρασία δεν τον απέτρεψαν από το να περπατήσει στο κέντρο, όπου άλλωστε διέμενε. Από το λιμάνι πέρασε στη Λότζια και μετά από λίγο, πιο νότια, είδε τη βασιλική του Αγίου Μάρκου και το σιντριβάνι, που, όπως άκουσε, το αποκαλούν τα «Λιοντάρια». Παρατηρούσε τα γλυπτά οικόσημα και σκεφτόταν την στρατηγική που θα ακολουθούσε στον διαγωνισμό.
Θα επέλεγε τους διαγωνιζόμενους και θα σχημάτιζε την «κίτρινη» ομάδα. Ζήτησε από μερικούς που τους ήξερε από άλλες μαγειρικές συναντήσεις να κάνουν μια πρόβα προτού βρεθούν όλοι οι παίχτες του διαγωνισμού ‘ο πάγκος του σεφ’ μπροστά στους κριτές. Του Δημητρίου του ζητήθηκε να σχηματίσει την ομάδα του, ως αρχηγός, για να διεκδικήσει τη νίκη έναντι των αντιπάλων τους. Η κάθε ομάδα, η «κίτρινη» και η «πράσινη», αποτελείτο από πέντε μάγειρες οι οποίοι επρόκειτο να μαγειρέψουν συνταγές που θα προκρίνονταν ομαδικά. Είχαν συγκεντρωθεί οι καλύτεροι σεφ από ξενοδοχεία της Κρήτης και ο διαγωνισμός λάμβανε χώρα σε γνωστό ξενοδοχείο στο κέντρο του Ηρακλείου, κοντά στο Πάρκο Γεωργιάδη. Οι διαγωνιζόμενοι θα αξιολογούνταν βάσει των πρωτότυπων ιδεών τους, αλλά κυρίως για το πώς θα αξιοποιούσαν τις πατροπαράδοτες συνταγές του νησιού σε συνδυασμό με άλλες παρμένες από τις παραδόσεις μακρινών χωρών, ακόμα και της Αφρικής ή της Άπω Ανατολής. Την ιδέα την είχε η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, που ήθελε να κάνει ακόμα πιο γνωστή την επιχείρησή της, που ούτως ή άλλως δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα. Οι αξιολογητές θα έκριναν πρώτα τις ομάδες και έπειτα, σε αγώνες ανάμεσα στους δύο επικρατέστερους μάγειρες, έναν από κάθε ομάδα, θα επιλεγόταν ο καλύτερος, που θα κέρδιζε τον χρυσό σκούφο και ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν.
Ενώ οι περισσότεροι, μόλις είδαν να συμμετέχει στον διαγωνισμό και η γνωστή κρητικιά σεφ, η Τίνα, που είχε περάσει από πολλά μεγάλα εστιατόρια του Ηνωμένου Βασιλείου και είχε δοκιμαστεί στα πιο απαιτητικά σαλόνια και τις λέσχες του Λονδίνου, απογοητεύτηκαν, ο Δημητρίου, έδειχνε να μην πτοείται. Ή είναι αρχηγός ή δεν είναι. Η ηττοπάθεια δεν είναι καλό σημάδι, σκεφτόταν πάντα, και έβρισκε τρόπους για να την καλύπτει και να την ελέγχει. Τι είδους αρχηγός θα ήταν άλλωστε, αν δεν κατάφερνε να κρύβει τα συναισθήματά του; Σύντομα, όπως ισχυριζόταν, θα πετύχαινε να την εκδιώξει από την αντίπαλη ομάδα και το παιχνίδι. Αυτός, άλλωστε, θα ήταν ο αναμφίβολος νικητής. Μόνο αυτός άξιζε να βγει νικητής κι ας είχε για αντίπαλό του, στην «πράσινη» ομάδα, την Τίνα που είχε ανακηρυχτεί αρχηγός.
Ήταν σίγουρος ότι τα ξέρει όλα, ότι είναι ο καλύτερος και ότι η θέση του «καθοδηγητή» του ταιριάζει. Είχε καταφέρει να πείσει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και τους άλλους, ότι οι οργανωτικές του ικανότητες θα έφερναν την επιτυχία. Όταν η Τίνα τον ρώτησε, στην αρχή του διαγωνισμού, σε ποια εστιατόρια είχε εργαστεί, εκείνος της ανέφερε κάποια ονόματα στην Κοπεγχάγη και στο Μάντσεστερ, τα οποία, όμως, δεν της έλεγαν τίποτα. Σε έρευνα που είχε κάνει, σε ανύποπτο χρόνο, προτού μπει στον διαγωνισμό, δεν βρήκε καμιά πληροφορία για τα «γνωστά και μεγάλα στη χώρα τους» εστιατόρια στα οποία είχε εργαστεί, όπως διαβεβαίωνε εκείνος. Αντίθετα, ένας φίλος της blogger, λίγο προτού μπει στον διαγωνισμό, της είχε δώσει πληροφορίες για τους συμμετέχοντες και μάλιστα της είχε πει ότι τον Δημητρίου οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν «λαπά». Μάλιστα, κάποτε είχε κατηγορηθεί για επιθετική συμπεριφορά σε συνεργάτες του και είχε εμπλακεί στην κλοπή μαγειρικών συνταγών και υλικών, τις οποίες παρουσίαζε ως δικές του. Τα υλικά τα αποσπούσε από αποθήκες και τα μεταπουλούσε σε ειδικά διαμορφωμένες τιμές. Τον έπιασαν, όμως, και έκτοτε δούλευε σε ασήμαντες μικρές παμπ παραθαλάσσιων πόλεων στην Νότια Αγγλία. Για τα μεγάλα εστιατόρια ήταν persona non grata. Ήρθε, σύμφωνα με τον ίδιο, στην Ελλάδα, για να μηδενίσει το κοντέρ και να ξεκινήσει μια καινούρια καριέρα, σαν να μην υπήρξε το ενοχλητικό παρελθόν, που έδειχνε να το έχει αφήσει πίσω του. Της Τίνας της είχε γίνει εμμονή η περίπτωσή του και θεωρούσε μυθιστορηματική τη ζωή του για την οποία ήθελε να μάθει τα πάντα. Πώς είχε καταφέρει να αναρριχηθεί και να φτάσει να γίνει ένας από τους φημισμένους σεφ της Κρήτης, ο οποίος τώρα διεκδικούσε και την πρωτιά στον διαγωνισμό. Ή είχε κρυφά χαρτιά στο μανίκι του ή ήταν επιδέξιος μάγειρας, τον οποίο κάποιοι δυσφημούσαν παρακινημένοι από φθόνο και ανταγωνισμό.
Κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, και ενώ κατέγραφαν στον πίνακα τα υλικά των συνταγών που θα χρησιμοποιούσε η «κίτρινη» ομάδα, η Τίνα αφήνοντας το πόστο της πλησίασε τον Δημητρίου και του ψιθύρισε τη λέξη «λαπάς». Και η ίδια δεν κατάλαβε αν το είχε κάνει επίτηδες για να του σπάσει το ηθικό ή αν της είχε ξεφύγει. Το σίγουρο ήταν, πάντως, ότι εκείνος φάνηκε να τα χάνει. Τον είδαν να κάνει παύση, να μετακινείται μπροστά από τον πίνακα, και να αυτοκυριαρχείται μετά από κάποια λεπτά συνεχίζοντας να προτείνει το ένα ή το άλλο υλικό, την μία ή την άλλη ιδέα για να δημιουργηθεί η πρωτοτυπία στα πιάτα που θα πρόσφεραν στους τρεις κριτές, τους οποίους μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν δει. Τις οδηγίες και τους κανόνες του διαγωνισμού τους μάθαιναν σταδιακά από μια ψυχρή φωνή που ακουγόταν από κρυφά μεγάφωνα.
Η λέξη «λαπάς» σαν να έφερε στην επιφάνεια τους κρυμμένους του φόβους και τις ανασφάλειές του, του θύμισε τα πειράγματα των συμμαθητών του στο δημοτικό.
Αμέσως μετά το επεισόδιο και την ολοκλήρωση της πρώτης δοκιμασίας, κλείστηκε στο δωμάτιό του, και έβαλε πάνω στο τραπέζι τα χαρτιά του, όλα τα δεδομένα του, σαν τον στρατηγό που εκθέτει στους αξιωματικούς του τα σχέδια της εφόδου. Μόνο που αυτός ήταν μόνος και ήξερε ότι όλοι έχουν τα αδύναμα σημεία τους, όπως και η Τίνα είχε τα δικά της. Τράβηξε αποφασιστικά ένα χαρτί από το σημειωματάριό του και έγραψε με το αριστερό του χέρι, αν και ήταν δεξιόχειρας: «Σε περιμένω αύριο στις 23:00, πίσω από τον φοίνικα νάνο, στη δυτική πλευρά του Πάρκου, για να σου δώσω κάτι που σε αφορά. Έλα μόνη». Διάβασε δυο τρεις φορές αυτό που έγραψε, και αφού άλλαξε τον γραφικό χαρακτήρα, βγήκε από το δωμάτιό του περπατώντας στις μύτες, πήγε στον κάτω όροφο όπου ήταν η μεγάλη κουζίνα και πέρασε στον διάδρομο, με τις θυρίδες της αλληλογραφίας των παιχτών. Απέφυγε να ανάψει το φως από τον κεντρικό διακόπτη, αντίθετα προτίμησε τον αχνό φωτισμό του κινητού του. Ήταν βέβαιος σε ποιο σημείο βρισκόταν η θυρίδα της παραλήπτριας του σημειώματος που είχε ετοιμάσει, αφού είχε κάνει την έρευνά του. Πλησίασε και κοίταξε την ετικέτα. Έριξε το σημείωμα βιαστικά χωρίς δεύτερη ματιά και απομακρύνθηκε τρίβοντας τα χέρια του. Όλα θα ταχτοποιούνταν την επομένη με τον πιο απλό τρόπο, σκεφτόταν.
Την επομένη το πρωί, παρακολουθούσε τις αντιδράσεις της Τίνας καθώς μαγείρευε, έχοντας σηκωμένα τα μαλλιά της με μια κόκκινη κορδέλα, στο διπλανό του πάγκο και του φάνηκε περίεργο πόσο ανέκφραστη ήταν. Περίμενε να την δει ανήσυχη, αλλά εκείνη συνέχιζε να ετοιμάζει τη σαλάτα με τις φακές χωρίς να του δίνει σημασία. Ούτε μια ερώτηση ούτε ένα σχόλιο δεν έκανε. Λίγο πιο πέρα πρόσεξε τη φίλη της Τίνας, την Τάνια να είναι κάπως νευρική, αλλά να του χαμογελάει, κάτι που έκανε όμως και με τα άλλα αγόρια των δύο ομάδων. Μερικές φορές τις μπέρδευε, καθώς συνήθιζαν να ανταλλάσσουν ρούχα ή άλλα αξεσουάρ. Είχαν και την ίδια κοψιά. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου και είδε ότι είχε αρκετές ώρες μπροστά του μέχρι το βράδυ. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα, σκέφτηκε, χρειάζομαι αυτοσυγκέντρωση, και αφοσιώθηκε στα εικονικά ραβιόλια που ετοίμαζε.
Γύρω στις 22:55, βγήκε από την πόρτα της υπηρεσίας στον κήπο και κατευθύνθηκε προς το Πάρκο. Ήταν σκοτεινά, αλλά ο Δημητρίου δεν χρειαζόταν φώτα. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους λόγω της αφόρητης ζέστης. Από μακριά ακουγόταν μουσική και τα σκυλιά που γάβγιζαν, καλά σημάδια, όπως πίστευε, για το σχέδιό του. Κοίταξε γύρω του για τελευταία φορά και αφού πέρασε την πύλη του Πάρκου, πλησίασε το παγκάκι, όπου καθόταν η κοπέλα, από την πίσω πλευρά. Πρόσεξε την κόκκινη κορδέλα που συγκρατούσε τα μαλλιά της ψηλά. Η ταχυπαλμία σαν να του έκοβε την ανάσα. Κοντοστάθηκε, σαν να αμφέβαλε. Μήπως έκανε λάθος; Σαν να την πέρασε για άλλη. Όχι, η ιδέα αυτή προήλθε λόγω της ταραχής. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε. Έκλεισε με το ένα χέρι του το στόμα της, και με το άλλο της κάρφωσε στο λαιμό το μαχαίρι. Βιαστικά, χωρίς να κοιτάξει καν το θύμα, άνοιξε την τσάντα και πήρε το πορτοφόλι. Αυτόν κανείς δεν θα τον υποπτευόταν γιατί όλοι οι συμπαίκτες του είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους και κανείς δεν τον είχε δει να απομακρύνεται από το δικό του. Έτρεξε στην παραλία, πέταξε στο νερό το λεπτό αδιάβροχο που είχε φορέσει για να προστατευτεί από το αίμα και να μην λερωθούν τα ρούχα του, κι αφού επέστρεψε στο δωμάτιό του, πλύθηκε προσεκτικά, καθάρισε το μαχαίρι και το έβαλε στη θέση του. Όλα κύλησαν όπως τα είχε υπολογίσει.
Την επομένη το πρωί τον ξύπνησαν οι φίλοι του από το διπλανό δωμάτιο και του μετέφεραν τα νέα. Οι υπεύθυνοι της παραγωγής είχαν ενημερωθεί ότι βρέθηκε μαχαιρωμένη, στο Πάρκο, η Τάνια, η φίλη της Τίνας. Είχαν βρει την τσάντα της την κάρτα μέλους στο διαγωνισμό, όχι όμως και το πορτοφόλι της. Όλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για ληστεία, αν και αναρωτιούνταν για ποιο λόγο είχε βγει από το δωμάτιό του εκείνο το βράδυ το θύμα και μάλιστα κρατώντας την τσάντα.
Ο Δημητρίου άκουγε τα νέα ταραγμένος. Μα τι είχε συμβεί; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Το χέρι του έτρεμε και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Έτρεξε στη βεράντα να ανασάνει και να σκεφτεί τι είχε πάει στραβά. Κατέβηκε τρέχοντας και πήγε να δει για άλλη μία φορά τις θυρίδες. Πρόσεξε ότι στη μία υπήρχε το όνομα Τ. Πάνου ενώ στην δεύτερη φαινόταν μόνο το Τ. ανου , καθώς το Β είχε γύρει στο πλάι και δεν διακρινόταν. Και τότε κατάλαβε το λάθος του.
«Τι ψάχνεις στη θυρίδα μου;» ακούστηκε η φωνή της Τίνας από την πόρτα όπου στεκόταν. «Κάθαρμα…. Κλέβεις; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Σ’ έπιασα… Θα πω και όλα τα άλλα που ξέρω για σένα…. Την έχεις άσχημα τώρα…»
Το διήγημα της συγγραφέως Χρύσας Σπυροπούλου στην μνήμη του Κώστα Καλφόπουλου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ