Επιζήσασα του Ολοκαυτώματος ποζάρει στα 102 της στο εξώφυλλο της γερμανικής Vogue -Η συγκλονιστική ιστορία της
Μια λαμπερή γυναίκα με ένα κομψό bob και χρυσά κοσμήματα χαμογελά ζεστά στο εξώφυλλο του τεύχους Ιουλίου/Αυγούστου της γερμανικής Vogue, φορώντας ένα έντονο κόκκινο παλτό του ιταλικού brand Miu Miu.
Είναι ακριβώς το είδος του εξωφύλλου για το οποίο είναι γνωστό το κορυφαίο περιοδικό μόδας στον κόσμο, μόνο που η εντυπωσιακή γυναίκα δεν είναι ούτε μοντέλο ούτε σταρ του κινηματογράφου, αλλά η Margot Friedländer, μια 102χρονη Γερμανοεβραία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος.
Αφού η μητέρα της και ο μικρότερος αδελφός της απελάθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς το 1943, η Margot κρύφτηκε και προσπάθησε να μεταμφιεστεί βάφοντας τα μαλλιά της και φορώντας ένα κολιέ με σταυρό.
Ενώ τη βοήθησαν κάποιοι Γερμανοί, τελικά προδόθηκε στα SS και απελάθηκε στο Theresienstadt στις 16 Ιουνίου 1944, όπου είδε «τόσους πολλούς ανθρώπους να δολοφονούνται». Ολόκληρη η οικογένειά της πέθανε στο Άουσβιτς τον προηγούμενο χρόνο.
Σήμερα, όπως αναφέρουν οι σημειώσεις που συνοδεύουν τη συνέντευξη στη γερμανική Vogue, εργάζεται ακούραστα με φοιτητές για να «κάνει την ιστορία της απτή για την επόμενη γενιά»
Η ιστορία της επιζήσασας στη Vogue Γερμανίας
Γεννημένη στο Βερολίνο, η Margot ήταν 12 ετών όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία και η οικογένειά της ήλπιζε ότι, απλώς, θα «εξαφανιστεί ξανά» και όλα θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο φυσιολογικό.
Ήταν μια ευτυχισμένη ζωή, όπου απολάμβανε οικογενειακά ταξίδια το Σαββατοκύριακο στη λίμνη Scharmützelsee, έπαιζε στις κούνιες στο Friedrichstadt-Palast και περνούσε χρόνο με την αγαπημένη της γιαγιά, την Adele, η οποία αποκαλούσε τη Margot, «το μικρό μου ποντικάκι».
Το 1936 ξεκίνησε μαθήματα στη Σχολή Τεχνών και Χειροτεχνίας του Βερολίνου το 1936 όπου ειδικεύτηκε στο σχέδιο μόδας και τη διαφήμιση.
«Είχα μεγάλα σχέδια», είπε στο περιοδικό για τις ελπίδες της να γίνει μοδίστρα και σχεδιάστρια.
Η Margot πέρασε ένα χρόνο στο σαλόνι ομορφιάς Rosa Lang-Nathanson, για να γίνει μοδίστρα, αλλά τον Νοέμβριο του 1938 έφτασε για να δει σπασμένα γυαλιά παντού και καπνό από τις φλεγόμενες συναγωγές. Το σαλόνι δεν άνοιξε ποτέ ξανά μετά την «Νύχτα των Κρυστάλλων».