Ο πληθωρισμός δεν είναι ποτέ ταυτόχρονος πολλαπλασιαστής τιμών και αμοιβών στην οικονομία. Στην εποχή μας εκπορεύθηκε από διαταραχές προσφοράς και διαχύθηκε ασύμμετρα σε όλο το οικονομικό σύστημα (παγκόσμιο και εθνικό), με επιπτώσεις σε οικονομικές αποφάσεις και κοινωνικές κατανομές. Κρίσιμες ελλείψεις προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών σημειώθηκαν λόγω covid (εργασία), κλιματικής κρίσης (τρόφιμα), γεωπολιτικών συρράξεων (ενέργεια). Η ανωμαλία προσφοράς σε συγκεκριμένους κλάδους και τόπους ώθησε υψηλά τιμές τροφοδοτώντας παγκόσμιες διαδρομές πληθωριστικής διάχυσης και δημιουργώντας ζημιές και κέρδη. Η ανωμαλία συχνά ενισχύεται από την έκρηξη «προθεσμιακών τιμών» και στοιχηματικών συναλλαγών στα χρηματιστήρια που παγιώνουν προσδοκίες διατήρησης του πληθωρισμού. Θα ήταν πρόσφορο να ερευνηθεί η ικανότητα φορολόγησης χρηματιστηριακών υπερκερδών .
Στο επίκεντρο των διαταραχών προσφοράς είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, απαραίτητα είδη μαζικής κατανάλωσης και «ανελαστικής ζήτησης». Αυτές οι κατηγορίες σέρνουν το άρμα του πληθωρισμού. Κάθε διακοπή στη αλυσίδα προσφοράς δημιουργεί μία άλλη αλυσίδα μετάδοσης ανατιμήσεων από προϊόν σε προϊόν, από κλάδο σε κλάδο και τελικά αντανακλάται στις αμοιβές κεφαλαίου και εργασίας. Ακόμη και σήμερα που ο γενικός πληθωρισμός σε Αμερική και Ευρώπη υποχωρεί, παρατηρούμε ότι το κύμα ακρίβειας στους ευαίσθητους τομείς της ενέργειας και των τροφίμων επιμένει. Θεμελιώδεις πηγές της διαταραχής – πόλεμοι και κλιματικές καταστροφές – συνεχίζουν να επιδρούν στην παραγωγή και στις προσδοκίες.
Η αύξηση των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης, οδηγεί σε αναγκαστική μείωση δαπανών για άλλες καταναλωτικές ή οικογενειακές ανάγκες όπως η παιδεία και η υγεία της επόμενης γενιάς. Αυτά δημιουργούν στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα καταστάσεις στέρησης, πολιτικές δυσαρέσκειες και πολωτικό κλίμα. Στους τομείς που πρωτοστατούν στον πληθωρισμό εμφανίζονται έκτακτα κέρδη, που πολλοί τα λένε «ουρανοκατέβατα» ιδιαίτερα σε κλάδους με αδρανή ανταγωνισμό.
Ως «ουρανοκατέβατα κέρδη» νοούνται κέρδη από εξωγενείς αιτίες, που εμφανίζονται ως τυχαίο δώρο. Ωστόσο, τα σημεία εμφάνισης και τα μεγέθη των «ουρανοκατέβατων» κερδών δεν είναι καθόλου τυχαία. Η αρχική διαταραχή μπορεί να είναι αδόκητη, ωστόσο η μετατροπή της σε οικονομικό αποτέλεσμα εξαρτάται από υπάρχουσες δομές παραγωγής, αγοράς και από επιχειρηματικές στρατηγικές. Αύξηση τιμών πρώτης ύλης, λόγου χάριν, μεταδίδεται μέχρι το τελικό προϊόν διογκωμένη ανάλογα με το αν υπάρχουν υποκατάστατα και με το πόσο «ανταγωνιστικά» είναι οργανωμένη η παραγωγή στα ενδιάμεσα στάδια. Σε μακρές τροφοδοτικές αλυσίδες, τα υπερκέρδη προσγειώνονται στους πιο ολιγοπωλιακούς κρίκους, με συγκεντρωμένη οικονομική δύναμη.
Η πιο απειλητική διάσταση του φαινομένου των υπερκερδών αφορά στην μεταβολή διανομής της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων υπέρ των κερδών και σε βάρος των μισθών, με τον πληθωρισμό. Η μεγέθυνση των περιθωρίων κέρδους στην προστιθέμενη αξία επιφέρει κύμα αναδιανομής από την εργασία στο κεφάλαιο. ΟΙ κεντρικές τράπεζες εντοπίζουν τον «πληθωρισμό κερδών» (ή τα «κέρδη απληστίας») ως τροφοδότη τού γενικού πληθωρισμού.
Πολλές κυβερνήσεις, λαμβάνουν μέτρα ανακούφισης των καταναλωτών από την ακρίβεια. Αν η αγορά καθυστερεί να αναπληρώσει την μειωμένη προσφορά επιχειρούνται εξομαλύνσεις με πρόσκαιρες αγορανομικές ρυθμίσεις, κυλιόμενες εκπτώσεις, «καλάθια νοικοκυράς», κλπ. Εναλλακτικά φορολογούνται υπερκέρδη σε κλάδους όπου τιμές πώλησης τρέχουν γρηγορότερα από τα κόστη, για επιδότηση ευάλωτων καταναλωτών. Οι αγορανομικοί περιορισμοί αποβλέπουν σε διατήρηση καταναλωτικής ικανότητας, καθυστερώντας την μετατροπή των ελλείψεων σε υπερκέρδη. Η φορολόγηση κερδών και επιδότηση της κατανάλωσης είναι πράξεις μετα-συναλλακτικές που στηρίζουν την κατανάλωση αντισταθμίζοντας (ολικά ή μερικά) τον πληθωρισμό. Και οι δύο μέθοδοι είναι διανεμητικές που αποβλέπουν στην διατήρηση του καταναλωτικού επιπέδου σε παρόντα χρόνο.
Η φορολόγηση υπερκερδών έχει υποστηρικτές που την θεωρούν πράξη διανεμητικής δικαιοσύνης, απέναντι στον άδικο πληθωριστικό πλουτισμό. Έχει όμως και επικριτές που υποστηρίζουν ότι η όποια απόσπαση κερδών από επιχειρήσεις στερεί πόρους από ενδεχόμενες επενδυτικές δραστηριότητες.
Η ειδική φορολόγηση υπερκερδών μπορεί πράγματι να θεμελιωθεί στην ανάγκη περιορισμού των ανισοτήτων που παράγει ο «πληθωρισμός κερδών». Ωστόσο, η φορολόγηση καθαυτή δεν ολοκληρώνει το εγχείρημα. Η χρήση των πόρων που συλλέγονται από φορολογία υπερκερδών έχει κεντρική σημασία. Στα πρόσφατα παραδείγματα, στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη, τα φορολογικά έσοδα χρησιμοποιούνται υπέρ των καταναλωτών με επιδοτήσεις τιμών.
Υπάρχουν όμως εναλλακτικές χρήσεις, που καταπολεμούν την ανισότητα με διαφορετικούς τρόπους, όχι στο παρόν αλλά διαχρονικά: ανάληψη επενδύσεων κοινού συμφέροντος, προσφορά δημοσίων αγαθών, οικοδόμηση προστασίας από κλιματικούς κινδύνους, γενικότερα μελλοντική προστασία των «αδυνάτων» και ανοικοδόμηση κοινωνικής συνοχής. Τα φορολογικά έσοδα από υπερκέρδη μπορούν, αντί να διασπείρονται σε επιδοτήσεις τρέχουσας κατανάλωσης να μετατραπούν σε συγκεντρωμένη δύναμη προνοητικότητας για το μέλλον: Αντί να καταναλίσκονται, να κεφαλαιοποιούνται και να επενδύονται.
Η παρουσία «μεγα-απειλών» (κλιματική, γεωπολιτική, επιδημική) διδάσκει ότι οι έκτακτες καταστάσεις θα πυκνώνουν και το πληθωριστικό περιβάλλον θα επανέρχεται. Είναι καιρός να διαμορφωθεί σταθερή και διαφανής πολιτική για «έκτακτα κέρδη» που εμφανίζονται με πληθωριστικά κύματα. Αυτά ενδέχεται να μεταναστεύουν από τομέα σε τομέα. Η μεταχείρισή τους πρέπει να είναι ενιαία, όχι ευκαιριακή, και η χρήση διαφανής. Τα έσοδα από την φορολόγησή τους θα πληθύνονται σε κάθε πληθωριστικό επεισόδιο. Οι ανάγκες των κοινωνιών δεν είναι μόνον τρέχουσες καταναλωτικές. Περιλαμβάνουν την ασφάλεια για το μέλλον και την προστασία επόμενων γενεών. Επομένως οι φόροι των υπερκερδών μπορούν και πρέπει να συσσωματωθούν επενδυτικά αντί για πρόσκαιρες καταναλωτικές επιδοτήσεις.
Η λογική της επενδυτικής χρήσης της φορολογίας των υπερκερδών σημαίνει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο καταπολέμησης των μηχανισμών ανισότητας και διατήρησης της συνοχής της κοινωνίας. Αυτό απαιτεί αποτελεσματική διαχείριση αλλά και διαρκή πολιτική βούληση και συναίνεση. Οι οργανωτικές μορφές ποικίλλουν. Η κεφαλαιοποίηση των υπερκερδών μπορεί να αποτελέσει ειδικό τομέα σε νέα ή υπάρχοντα σχήματα «εθνικών συλλογικών κεφαλαίων»
Υπάρχουν παραδείγματα άμεσης χρήσης φορολογικών εσόδων από υπερκέρδη:
Χρηματοδότηση συνταξιοδοτικών κεφαλαίων/ταμείων που θα βελτιώσουν την προσδοκώμενη ευημερία των χαμηλών εισοδημάτων.
Επιτάχυνση σε επενδυτικά σχήματα μετριασμού κλιματικών καταστροφών για ασφάλεια σε παραγωγικές και δομές διαβίωσης
Ενίσχυση υποδομών δημόσιας υγείας
Υποδομές «πράσινης» ενέργειας
Υπάρχουν επίσης πολλές ωφέλειες από προοπτική κεφαλαιοποίησης των φορολογικών εσόδων από υπερκέρδη:
Παραγωγή προσόδων για εισοδηματικές παροχές σε καταστάσεις ανάγκης
Στήριξη και εγγυοδοσία σε αντλήσεις κεφαλαίων με μορφή «πράσινων ομολόγων» (green bonds) ή «ομολόγων κοινωνικού αποτελέσματος” (social impact bonds) ή παρόμοια εργαλεία,
Συνδυασμένες δράσεις με Ιδιωτικά Κοινωφελή Ιδρύματα
Τέτοια σχήματα απαιτούν υψηλής στάθμης διακυβέρνηση και επαγγελματική διαχείριση παράλληλα με προσήλωση στον στόχο της κοινωνικής συνοχής και καταπολέμησης των ανισοποιητικών μηχανισμών που ξεφυτρώνουν μέσω των πληθωρισμών και της ανακατανομής των αμοιβών εργασίας και κεφαλαίου.
Η αδυναμία πρόβλεψης χρηματοδοτικών ροών – οι «μαύροι κύκνοι» είναι εξ ορισμού αστάθμητοι – σημαίνει ότι ο σχηματισμός κεφαλαίου δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια. Ωστόσο, η αβεβαιότητα θα απομακρύνεται όσο σωρεύονται εισροές και άρα δεν ανατρέπει την λογική της κεφαλαιοποίησης. Ιδέες για τον άριστο τρόπο υλοποίησης αξιόπιστων διαχρονικών δράσεων υπάρχουν, όπως είδαμε, και μπορούν να μελετηθούν.
Βασική προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση σχεδίου σταθερής, διαφανούς διακυβέρνησης του κεφαλαιοποιητικού σχήματος που θα συνδυάζει ανεξαρτησία και επαγγελματισμό με την σταθερή αφοσίωση στον στόχο: Αναπροσανατολισμό της αναδιανεμητικής πολιτικής του δημοκρατικού κράτους από επιδότηση κατανάλωσης σε προνοητικές επενδύσεις προστασίας της κοινωνικής συνοχής και δικαιότερης ανάπτυξης.
(*) Ο Σταύρος Θωμαδάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής Χρηματοοικονομικής Επιστήμης ΕΚΠΑ και η Λένα Τσιπούρη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Οικονομικής ΕΚΠΑ