Η ιστορία της Τζασμίν από το Καμερούν, ενός κοριτσιού που γλίτωσε από την κόλαση ενός κυκλώματος διακινητών
ΤΗΝ ΤΖΑΣΜΙΝ ΤΗΝ απήγαγαν διακινητές από τη χώρα της όταν ήταν 15 ετών, για να τη στείλουν στην Ευρώπη μέσω ενός διεθνούς κυκλώματος trafficking που εκμεταλλεύεται, μεταξύ άλλων, ανήλικα κορίτσια από φτωχές περιοχές. Η κυριολεκτικά βασανιστική οδύσσεια της Τζασμίν κράτησε δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια της οποίας οι διακινητές την εξέδιδαν και την κακοποιούσαν.
Η Ιθάκη της Τζασμίν ήταν ένα άλλο ελληνικό νησί, η Λέσβος, όταν μετά από ένα παρ’ ολίγον ναυάγιο το κύκλωμα των διακινητών έχασε την επαφή μαζί της και κατάφερε να σωθεί. Σήμερα ζει σε πόλη της βόρειας Ευρώπης, έχει ένα μωρό και ετοιμάζεται να σπουδάσει εκεί. Νοσταλγεί την Ελλάδα και θα ήθελε να επιστρέψει, όπως λέει, αν είχε τη δυνατότητα να βρει ένα σπίτι και μια κανονική δουλειά.
Σήμερα πατάει στα πόδια της κι έχει γίνει δυνατή. Το τραύμα όμως δεν έχει επουλωθεί. Ακόμα και τώρα ζει με τον φόβο ότι μπορεί να την ανακαλύψει το κύκλωμα των διακινητών από το οποίο ξέφυγε. Για τον λόγο αυτό, ενώ θέλει να διηγηθεί την ιστορία της για να αποκτήσουν ορατότητα τα κορίτσια που ζουν καθημερινά σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες, δεν θέλει ούτε να φωτογραφηθεί, ούτε να αναφέρουμε τα πλήρη στοιχεία της και την πόλη στην οποία ζει.
Δεν ήταν εύκολο για την όμορφη και γενναία Τζασμίν να μιλήσει. Η αφήγησή της είναι μια κραυγή. Και κατά κάποιον τρόπο μια δημόσια πράξη την οποία αισθάνεται ως καθήκον. Για να μην μπορεί κανένας, από όσους αδιαφορούν ή υποκρίνονται, να λέει ότι δεν γνωρίζει.
Εκείνη κατάφερε να σωθεί. Εκατοντάδες φτωχά κορίτσια σαν κι αυτή, όμως, φτάνουν «αιχμάλωτα» στην Ευρώπη κάτω από τη μύτη των αρχών, ενίοτε και με την ανοχή τους, για να προωθηθούν σε κυκλώματα εκμετάλλευσής τους. Κορίτσια χωρίς δικαιώματα που παραμένουν αόρατα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και τις αρχές, οι οποίες κάνουν πολύ λίγα για να τα προστατέψουν.
«Με λένε Τζασμίν και είμαι από το Καμερούν. Είμαι 23 ετών. Δεν ήθελα να έρθω στην Ελλάδα. Δεν ήταν δική μου απόφαση», λέει μόλις συστήνεται και αρχίζει να διηγείται την ιστορία της. «Ήμουν 15 ετών το 2016, όταν με απήγαγαν διακινητές και μετά από δύο χρόνια με έφεραν εδώ».
Πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της Τζασμίν
«Από το Καμερούν με πήγαν πρώτα στη Νιγηρία, από εκεί στην Τουρκία και μετά στην Ελλάδα». Η οικογένειά της ζει στο Καμερούν. Όταν εξαφανίστηκε, οι γονείς της δεν ήξεραν τίποτα. Επικοινώνησε μαζί τους δύο χρόνια μετά, όταν βρέθηκε στη Λέσβο, στις εγκαταστάσεις μιας δομής φιλοξενίας. «Βρήκα τους συγγενείς μου μέσω Facebook. Δεν είχα ούτε το κινητό μου, ούτε τίποτα. Μου τα είχαν πάρει όλα από την πρώτη στιγμή οι διακινητές. Οι δικοί μου με ρωτούσαν έκπληκτοι πώς βρέθηκα στην Ελλάδα. Δεν είχα ούτε διαβατήριο, ούτε κάποιο άλλο έγγραφο, αλλά οι διακινητές μού είχαν φτιάξει πλαστά χαρτιά, στα οποία άλλαξαν και την ηλικία μου για να μη φαίνεται ότι είμαι ανήλικη και να μπορώ να ταξιδέψω, να βγω από τα σύνορα. Όταν με απήγαγαν, φοβόμουν πολύ, βρισκόμουν σε πανικό και αναρωτιόμουν τι μου είχε συμβεί. Δεν είχα ιδέα ότι θα πήγαινα στην Ευρώπη. Δεν είχα βγει ποτέ από τη χώρα μου μέχρι τότε».
Τη ρωτάω πότε κατάλαβε ότι αυτοί που την απήγαγαν ήταν traffickers. «Δεν ήξερα αυτήν τη λέξη τότε. Δεν την είχα ξανακούσει και δεν ήξερα τι είναι. Όταν μας απήγαγαν, μας πήγαν πρώτα σε κάποιο μέρος στο Καμερούν και μας κράτησαν εκεί. Δεν μας άφηναν να βγούμε έξω και τότε συνειδητοποίησα ότι ήμουν φυλακισμένη. Δεν απήγαγαν μόνο εμένα. Απήγαγαν και τη φίλη μου με την οποία ήμασταν μαζί. Αλλά μας χώρισαν γρήγορα και δεν την ξαναείδα από τότε. Τα παράθυρα ήταν πολύ μικρά και έβλεπα μόνο κάποια δέντρα απ’ έξω. Τίποτα άλλο. Δεν μου μιλούσε κανείς. Όποιον και να ρωτούσα, δεν μου απαντούσε. Μου έδιναν μόνο διαταγές. Με κακοποιούσαν καθημερινά. Δεν ήθελα να κάνω ό,τι μου έλεγαν και με χτυπούσαν.
Έβλεπα μόνο πρόσωπα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Στην αρχή μου έλεγαν να μη φοβάμαι, ότι με πήραν μαζί τους για να με βοηθήσουν να ξεφύγω από τη φτώχεια και ότι θα με πήγαιναν να μείνω κάπου καλά, σε ένα σπίτι. Αλλά έλεγαν ψέματα, για να μην αντισταθούμε. Δύο εβδομάδες μετά την απαγωγή μας έφεραν ανθρώπους για να φτιάξουν τα μαλλιά μας, τα νύχια μας και να μας βάψουν. Μετά άρχισαν να μας φέρνουν πελάτες. Λίγο αργότερα αποφάσισαν να μας πάνε στη Νιγηρία και μετά στην Τουρκία. Ταξίδεψα με πλαστά χαρτιά».
Τα πλαστά χαρτιά, οι αστυνομικοί και το κύκλωμα
«Στο αεροδρόμιο κατάλαβα ότι οι αστυνομικοί από τους οποίους περνούσαμε συμμετείχαν στο κύκλωμα. Σε κάποιες περιπτώσεις αρκούσε ένα νεύμα, ένα βλέμμα του διακινητή που μας συνόδευε για να περάσουμε από τον έλεγχο. Ήταν ολοφάνερο ακόμα και σε μένα ότι όλοι ήταν στην ίδια αλυσίδα του κυκλώματος. Φτάσαμε αεροπορικώς στην Τουρκία με αυτά τα ψεύτικα χαρτιά. Δεν ξέρω πόσοι ήμασταν. Έκανα ό,τι έλεγε ο διακινητής που με έλεγχε. Δεν μου επέτρεπε να κοιτάω γύρω για να μην αντιληφθώ πολλά. Μου είπε ότι στην Άγκυρα θα με άφηνε και θα με έπαιρνε κάποιος άλλος, ο οποίος είχε τη φωτογραφία μου. Αυτός ήταν ο διακινητής που θα με έστελνε στην Ελλάδα».
«Δεν είχα ξαναδεί θάλασσα στη ζωή μου»
«Στην Άγκυρα έμεινα για λίγο σε ένα σπίτι και από εκεί με ένα αυτοκίνητο με μετέφεραν στα τουρκικά παράλια, όπου ήταν και άλλοι για να περάσουμε απέναντι, στην Ελλάδα. Δεν είχα ξαναδεί θάλασσα στη ζωή μου. Ήταν η πρώτη φορά. Δεν ήξερα να κολυμπάω. Με έπιασε πανικός. Ένιωθα να παραλύω. Τους έλεγα ότι δεν μπορώ να μπω στη βάρκα και τότε με χτύπησαν. Μου είπαν πως αν δεν το έκανα, θα με σκότωναν. Στη Λέσβο θα με περίμενε κάποιος στον οποίο είχαν στείλει φωτογραφία μου. Τα μέλη του κυκλώματος κυκλοφορούσαν παντού ανενόχλητα. Σε καμία χώρα δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή κανένας δεν μας σταμάτησε πουθενά για τα πλαστά χαρτιά μου.
Εγώ δεν ήξερα ποιος θα με περίμενε στη Λέσβο, ούτε πού θα με πήγαινε. Φοβόμουν συνέχεια και δεν ήξερα καν αν θα φτάναμε. Όταν πλησιάζαμε, όμως, μας περισυνέλεξε το Λιμενικό κι έτσι αυτός που με περίμενε δεν με βρήκε και χάλασαν τα σχέδιά τους. Οι αστυνομικοί με έστειλαν κατευθείαν σε μια δομή φιλοξενίας, όπου βρήκα προστασία. Εκεί ήταν πολύ ωραία, αλλά όταν έφτασα είχα βαθύ τραύμα. Μετά από λίγο χρόνο και πολλή υποστήριξη, πήρα άσυλο, απέκτησα χαρτιά και άρχισα να αισθάνομαι ασφαλής. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους κι έκανα φίλους.
Εκεί γνώρισα και το αγόρι μου, με το οποίο φύγαμε από την Ελλάδα και πήγαμε στη βόρεια Ευρώπη (μας λέει τη χώρα και την πόλη, αλλά δεν θέλει να τη γράψουμε επειδή φοβάται μήπως τη βρουν). Εκεί απέκτησα τον γιο μου. Μου λείπει η Ελλάδα. Θα ήθελα να επιστρέψουμε και να μείνουμε εδώ. Όταν έγινα 18, όμως, έπρεπε να σταματήσω το σχολείο στην Ελλάδα και να εργαστώ. Εγώ ήθελα να σπουδάσω. Αλλά έπρεπε να βρω λεφτά για να ζήσω. Τώρα θα σπουδάσω νοσηλευτική στην πόλη που ζω. Με έκαναν δεκτή και θα ξεκινήσω τις σπουδές μου το φθινόπωρο».
Για όλα τα κορίτσια σαν την Τζασμίν
«Όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα μεγάλο θυμό για όσους δεν με προστάτευσαν. Ακόμα νιώθω θυμό», λέει η Τζασμίν κλείνοντας την αφήγησή της και κρατώντας τρυφερά στην αγκαλιά το μωρό της.
Γνωρίζει ότι πολλές νεαρές γυναίκες συνεχίζουν να ζουν στην κόλαση από την οποία εκείνη ξέφυγε και ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτές. Δεκάδες κορίτσια φτάνουν καθημερινά στην Ευρώπη με τον ίδιο τρόπο, αλλά παραμένουν αόρατα, ακόμα και στην «ήπειρο της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων». Τα διεθνή κυκλώματα των διακινητών έχουν πλοκάμια παντού, δεν έχει αμφιβολίες γι’ αυτό και είναι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εξακολουθεί να αισθάνεται ευάλωτη.
Δεν ήταν εύκολο για την όμορφη και γενναία Τζασμίν να μιλήσει. Η αφήγησή της είναι μια κραυγή. Και κατά κάποιον τρόπο μια δημόσια πράξη την οποία αισθάνεται ως καθήκον. Για να μην μπορεί κανένας, από όσους αδιαφορούν ή υποκρίνονται, να λέει ότι δεν γνωρίζει.