Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Η νέα μορφή δεν εμφανίζεται για να εκφράσει ένα νέο περιεχόμενο, αλλά για να αντικαταστήσει την παλιά μορφή που έχασε τον αισθητικό χαρακτήρα της».
Αυτό που λέει ο Σκλόφσκι είναι σημαντικό για ποικιλία λόγων και διαλύει κάποιες από τις κλασικές παρανοήσεις που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Αναφέρομαι καταρχάς στη «μάστιγα» του ιστορικισμού, της προσέγγισης σύμφωνα με την οποία το έργο κρίνεται αποκλειστικά σε σχέση με την εποχή του, οδηγώντας στη μελέτη της διαδικασίας βάσει της οποίας προέκυψε. Αυτού του είδους η οπτική περιορίζει το έργο σε μια χρονικά πεπερασμένη ερμηνευτική διάσταση, ενώ υποτάσσει το αισθητικό στο ιστορικό και τις αναπόδραστες αναγκαιότητες του τελευταίου.
Ο Σκλόφσκι και η ομάδα των Φορμαλιστών διακήρυξαν ότι ίσχυε το αντίθετο. Καταρχάς, αντέκρουσαν τη φενάκη που επικρατεί έως τώρα, ότι υφίσταται διαχωρισμός μορφής και περιεχομένου. Το ένα προϋποθέτει το άλλο κι αυτό που οι αναγνώστες αναγνωρίζουν ως περιεχόμενο για τον καλλιτέχνη είναι μορφή, είναι αφήγηση, είναι επομένως τέχνη ως τεχνική (για να θυμηθούμε και το περιβόητο άρθρο-διακήρυξη του Ρώσου). Εκείνο που συγχέουν οι περισσότεροι είναι η πλοκή (ο Σκλόφσκι το ονόμαζε «μύθο») με την αφήγηση που εμπεριέχει τις επιμέρους πλοκές. Κατά συνέπεια, η αφήγηση ως τεχνική συνιστά τη μορφή και αλληλοπεριχωρείται μ’ αυτήν. Οι εναλλασσόμενοι χαρακτήρες, οι διάλογοι που παρεμβάλλονται, η ατμόσφαιρα, οι θεματικές, όλα είναι αφήγηση, είναι τεχνική, είναι μορφή. Ο τρόπος που αποτυπώνονται στο βιβλίο αποτελούν τον αφηγηματικό τρόπο του συγγραφέα.
Εφόσον δεν υφίσταται διαχωρισμός μορφής / περιεχομένου, τότε αυτόματα τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το ιστορικό πλαίσιο, οι ιδέες της εποχής, διαπερνούν το έργο τέχνης και το επηρεάζουν. Είναι αυτό που ακούμε συχνότατα ότι «το έργο τέχνης εκφράζει την εποχή του», ένα απόφθεγμα με το οποίο έχουμε γαλουχηθεί από το σχολείο και ακόμη θεωρείται τίτλος τιμής. Σύμφωνα με τη φορμαλιστική ανάλυση κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τουλάχιστον όσο περιοριστικά παρουσιάζεται. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί.
Εφόσον δεν υφίσταται διαχωρισμός μορφής / περιεχομένου, τότε αυτόματα τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το ιστορικό πλαίσιο, οι ιδέες της εποχής, διαπερνούν το έργο τέχνης και το επηρεάζουν.
Είναι προφανές ότι ο καλλιτέχνης ζει εντός ενός συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου. Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η ιδεοκεντρική προσέγγιση, η οποία θέτει ως απαράβατο όριο τις ιδέες της εποχής, τις ιδεολογίες, ως κεντρικό παράγοντα δημιουργικότητας. Κι όντως, εάν παρατηρήσει κάποιος τους συγγραφείς / ποιητές μιας γενιάς, θα διαπιστώσει κοινά σημεία και αναφορές. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο, εξ ου και οι σχολές δεν καθορίζονται τελικά από την κοινή θεματολογία (πόλεμοι, επαναστάσεις κ.ο.κ.) αλλά απ’ το κοινό ύφος (Κλασικισμός, Ρομαντισμός, Μοντερνισμός, Μεταμοντερνισμός…). Εάν κάποιος είναι διατεθειμένος να το ερμηνεύσει με όρους ιστορικού ντετερμινισμού σίγουρα θα ανακαλύψει στα έργα της εποχής κοινές θεματικές. Είναι η επιφανειακή οπτική που αναζητά απεγνωσμένα τον δημιουργό και τις απόψεις του σε σχέση με εκείνες του κοινού του, ώστε να αναδείξει την επαγγελία, την προφητεία, τη διδαχή.
Η φορμαλιστική θεώρηση
Αντιθέτως, η φορμαλιστική θεώρηση υποστηρίζει το εξής: το έργο τέχνης είτε ως μίμηση (pastiche) είτε ως πρωτότυπο, παρεμβάλλεται, συγκρίνεται, συγκρούεται με όσα έργα προηγήθηκαν ή εμφανίζονται ταυτόχρονα με εκείνο. Δεν είναι επομένως οι ιδέες της εποχής που το εμβολίζουν, όσο τα άλλα έργα πάνω στα οποία πατά. Εξ ου και το συμπέρασμα ότι οι νέες μορφές εμφανίζονται για να αντικαταστήσουν μορφές που πλέον έχουν αισθητικά παρέλθει – όχι ιδέες, όχι περιεχόμενο, αλλά μορφές. Οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς εν προκειμένω συνομιλούν κειμενικά με άλλους συγγραφείς, τα βιβλία τους με άλλα βιβλία, και στη συνέχεια με όποιες ιδέες προσφέρει η εποχή τους. Όπως το είχε θέσει ο Brunetière «δεν πρέπει να συγχέουμε την ιστορία της λογοτεχνίας με εκείνη των ηθών», αποδίδοντάς τους υπερβολική αξία υπό το πρόσχημα ότι η λογοτεχνία είναι έκφραση της κοινωνίας, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα.
Εάν αναγνώσουμε τους δημιουργούς μέσα από αυτή την οπτική, τότε ανοίγει ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο διαλόγου με τα έργα, ενώ ταυτόχρονα θα οδηγηθούμε σε ένα πιο ουσιαστικό, πέραν της επιφάνειας, ζητούμενο. Να αναγνωρίσουμε ποιες είναι οι μορφές, να τις κατανοήσουμε και να τις απολαύσουμε ως αμιγείς εκδηλώσεις καλλιτεχνικής διάνοιας. Εφόσον έχουμε μάθει να αναζητούμε στο έργο ιδέες και εποχές, τότε το αδικούμε, αδικούμε τον καλλιτέχνη ως απλό φερέφωνο κι όχι ως αρνητή του υπάρχοντος και οραματιστή του νέου.
Πώς όμως χάνεται ο «αισθητικός χαρακτήρας» μιας μορφής, ώστε να παραμερίσει και στη θέση της να έρθει η επόμενη μορφή; Αναπόφευκτο το ερώτημα και ακαθόριστη η απάντηση.
Πώς όμως χάνεται ο «αισθητικός χαρακτήρας» μιας μορφής, ώστε να παραμερίσει και στη θέση της να έρθει η επόμενη μορφή; Αναπόφευκτο το ερώτημα και ακαθόριστη η απάντηση. Κάποιοι πάλι θα αποδώσουν αυτή την αλλαγή στην ιστορική αναγκαιότητα που γεννά νέες μορφές, σε επαναστατικές ή μη εποχές, σε συγκρούσεις ιδεών κ.ο.κ. Φυσικά η άποψη αυτή αγνοεί όσα έγραψα προηγουμένως, τουτέστιν τον εσωτερικό διάλογο μεταξύ των έργων που μεταφέρουν το ένα στις πλάτες του άλλου. Εξ όσων μπορώ να συμπεράνω, είναι η δημιουργική διάνοια που καθοδηγεί την εξέλιξη. Αλλά και αυτή προϋποθέτει να έχει δημιουργηθεί μια «κρίσιμη μάζα», οπότε να οδηγηθεί σε κάτι νέο. Γνωρίζουμε ότι ο Τζόυς δεν θα έγραφε τον Οδυσσέα χωρίς να έχει προηγηθεί η Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ. Όμως ο Φλομπέρ, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Ρ. Μπαρτ, υπήρξε η καθοριστική τομή, αφού τίποτα παρόμοιο δεν είχε προηγηθεί. Εντούτοις αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του Θερβάντες, ο οποίος πάτησε στο ιπποτικό μυθιστόρημα ή στον Σαίξπηρ που είχε επιρροές από τον Μάρλοου και το θέατρο που προηγήθηκε κ.ο.κ. Γιατί ο Προυστ να εμφανιστεί στις αρχές του 20ού και γιατί η εποχή μας να μην έχει να προτείνει ένα αντίστοιχο μέγεθος με εκείνα του Μοντερνισμού; Παραμένουν ερωτήματα προς διερεύνηση.
Είναι βέβαια προφανές ότι όσα κατέγραψα δεν είναι απόλυτα και ισχύουν αποκλειστικά για τη μυθοπλασία πρώτης γραμμής. Εννοώ ότι δίνω δίκιο στην ιστορικιστική ερμηνεία, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις βιβλίων που κυκλοφορούσαν και κυκλοφορούν. Αναφέρομαι στη λογοτεχνία που εξαρχής και από μόνη της υποβιβάζεται σε αναπαράσταση και αναπαραγωγή των θεμάτων της εποχής και δεν ενδιαφέρεται να αντικαταστήσει τις μορφές αλλά το περιεχόμενό της. Σ’ αυτή τη λογική, όσο κι αν ο συγγραφέας νομίζει ότι είναι επαναστάτης προκρίνοντας την επικαιρότητα, απλά αναμασά όσα οι ομότεχνοί του έχουν ήδη καταφέρει, επιλέγοντας την προσωρινή αίγλη του άξιου αντιγραφέα.
Ακόμα και εάν θεωρεί τον εαυτό του ακτιβιστή, ριζοσπάστη, φεμινιστή, υποστηρικτή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, δικαιωματιστή ή ό,τι άλλο, εν τέλει δεν έχει σημασία, αφού δεν είναι δημοσιογράφος ή πολιτικός, υπηρέτης της όποιας αλήθειας, αλλά συγγραφέας / μυθοπλάστης και εν συνεχεία όλα τα άλλα. Εάν σε αυτό αποτύχει, οι αγνές του προθέσεις κι ο άξιος σκοπός του έχουν δευτερεύουσα σημασία. Βεβαίως σημαντικό ρόλο παίζει και το κοινό, το οποίο έρμαιο του ιστορικισμού αναζητά στα έργα τέχνης το επίκαιρο, το οικείο, εν ολίγοις τον εαυτό του σε γνώριμες καταστάσεις, επιβραβεύοντας με πωλήσεις τους δημιουργούς που «συνομιλούν με την εποχή τους», αγνοώντας τους άλλους, τους πρωτότυπους, χάριν ευκολίας.
Είναι πιο δύσκολο να κρίνουν καλλιτεχνικές μορφές για τον ίδιο λόγο, αφού αποτελούν την άρνηση, ακόμα και την προσβολή όσων θεωρούν δεδομένα και συχνά πολύτιμα σ’ αυτούς, ενώ απαιτούν εκπαίδευση, καλλιέργεια και σταθερή ενασχόληση.
Να το πω διαφορετικά. Είναι πιο εύκολο για τους ανθρώπους να κρίνουν ιδέες και απόψεις, αφού αυτές μας περιβάλλουν από τη στιγμή της γέννησής μας και μας καθοδηγούν καθημερινά. Από την άλλη πλευρά, είναι πιο δύσκολο να κρίνουν καλλιτεχνικές μορφές για τον ίδιο λόγο, αφού αποτελούν την άρνηση, ακόμα και την προσβολή όσων θεωρούν δεδομένα και συχνά πολύτιμα σ’ αυτούς, ενώ απαιτούν εκπαίδευση, καλλιέργεια και σταθερή ενασχόληση. Εκεί όμως παρεμβάλλεται ο καλλιτέχνης που ως άλλος πνευματιστής συνομιλεί με τα πνεύματα των νεκρών ομοτέχνων του, όπως και με εκείνα των συγχρόνων του, παράγοντας τις μορφές εκείνες που θα αγκαλιάσουν το υπάρχον που τότε μόνο γίνεται ελαφρώς ανεκτό.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.