ΑΙΓΙΝΑ: Δύο χρόνια ζωής για τη Δημοτική Πινακοθήκη. Συγκίνηση!
Συμπληρώθηκαν χθες δύο ακριβώς χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της Δημοτική Πινακοθήκη Αίγινας Municipal Gallery of Aegina .
Ίρις Κρητικού
Αρχαιολόγος- Ιστορικός της Τέχνης
Επιμελήτρια της έκθεσης
Η εναρκτήρια έκθεση «Λόγω Φωτός» συγκέντρωσε τότε μικρά διαμάντια όλων των ιερών τεράτων που επέλεξαν την ΑΙΓΙΝΑ ως ΤΟΠΟ μα και των αξέχαστων λαϊκών καλλιτεχνών του νησιού, δείχνοντας απαλά τον δρόμο στο τι θα ακολουθούσε.
Στην πρώτη μας αυτή έκθεση συμμετείχαν με έργα τους οι: Κώστας Ανδρέου, Σπύρος Βασιλείου, Ειρήνη Βουρλούμη, Ανδρέας Βουρλούμης, Νεκτάριος Γκαρής, Πέρης Ιερεμιάδης, Σταύρος Ιωάννου, Τάκης Καλμούχος, Φραγκίσκος Κάππος, Στέλλα Κάππου, Ελένη Κάτσα, Πέτρος Κάτσας, Χρήστος Καπράλος, David Kennedy, Κυριάκος Κρόκος, Ιάσων Μολφέσης, Γιάννης Μόραλης, Νίκος Νικολάου, Γιάννης Παππάς, Δημήτρης Πικιώνης, Ίων Πικιώνης, Μαρία Πωπ, Παύλος Σάμιος, Γιάννης Σανταντόνιο, Γιώργος Σκλάβαινας, Παναγιώτης Σκλάβαινας, Εριέττα Φλώρου, Ηλέκτρα Χαλκούση, Δημήτρης Χατζίνας.
Η έκθεση πραγματοποιήθηκε με την πολύτιμη και γενναιόδωρη συμβολή των οικογενειών των παρουσιαζόμενων δημιουργών, καθώς και φίλων συλλεκτών του έργου τους. Η προσφορά όλων τους, στον βραχύ δεδομένο χρόνο του παρόντος εγχειρήματος, στάθηκε ανεκτίμητη.
Ο χρόνος κύλησε από τότε σαν το νερό.
Μα έγιναν τόσα!
Επτά σπουδαίες εκθέσεις, αμέτρητους επισκέπτες, δεκάδες ξεναγήσεις και εκπαιδευτικά εργαστήρια μετά,
Ένα τεράστιο ευχαριστώ
για όσους μας στήριξαν και μας στηρίζουν!
Ένα τεράστιο ευχαριστώ για όσους μας τίμησαν και μας τιμούν!
Ένα τεράστιο ευχαριστώ για όσους μας αγκάλιασαν και μας αγκαλιάζουν!

Λόγω Φωτός: το ίχνος της Αίγινας
«Τραβώντας ο ένας τον άλλονε ήρθανε στην Αίγινα και περάσανε ένα ή περισσότερα καλοκαίρια ο Πικρός, ο Γιώργος ο Πολίτης, η Λιλή Ιακωβίδη, ο γερο-Φωτιάδης. Μερικοί χτίσανε ή αγοράσανε δικές τους βίλες και δεν εννοούνε να το κουνήσουνε από δω: ο Πωπ, το ζεύγος Περσάκη, ο Καζαντζάκης. Και μια χρονιά ανεβήκαν και κουρνιάσανε σαν κιρκινέζια απάνου στο βουνό της Παλιοχώρας μέσα στα χαλάσματα μιας ερημοκκλησιάς ο ζωγράφος ο Βασιλείου με τη μποέμικη φτωχοπαρέα του: το Μαρτζουβάνωφ και τον Παπαλουκά. Έρημοι εκεί απάνου ζωγραφίζανε από το πρωί ως το βράδυ τις ατέλειωτες ποικιλίες του τοπίου. Κι είχαν εμέσα σε μια καλαθένια βαλίτσα λίγα ξεροκόμματα ψωμιού, δυο τρεις τσίρους, μερικά σκόρδα κι ένα κομμάτι ασβεστοποιημένο τυρί· και κρεμασμένην από ένα καρφί του τοίχου μιαν κιθάρα. Κι από κει ψηλά κατεβαίνανε κι ανεβαίνανε μιάμιση ώρα ανηφοροκατήφορο για να κουβαλήσουνε νερό μέσα στη στάμνα τους από κάποιο πηγάδι πέρα στ’ αμπέλια. Καμιά φορά ερχόντανε και τους βρίσκανε άλλοι μποέμηδες συνάδερφοι: ο Ρέντζος, ο Πολυκαντριώτης, ο Κόκκινος, μαζί με μερικές συμμαθήτριες της Σχολής Καλών Τεχνών και τότες παίρνανε την κιθάρα, την αισθηματική τους καρδιά και τις καλές φωνές τους και κατεβαίνανε στην πόλη. Περασμένα μεσάνυχτα παρελαύνανε σε μια μακρινή γραμμή μπροστά σ’ όλην την προκυμαία ίσαμε το «Κόρτε» τραγουδώντας παθητικά με τ’ ακομπανιαμέντο της κιθάρας, ενώ ο κόσμος, που τους έβλεπε, έλεγε: «Να! οι… αβράκωτοι!» -γιατί φορούσανε κοντά πανταλόνια από χακί πάνου από το γόνατο, σα Σκωτσέζοι». *
Κώστας Βάρναλης «Στην Αίγινα», 1921


Με την επίγνωση της ζώσας και συναρπαστικής εικαστικής κληρονομιάς του νησιού που του προσδίδει μια ακόμη μοναδικότητα, καθώς τόσα «ιερά τέρατα» της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής επέλεξαν την Αίγινα ως τόπο διαμονής και δημιουργίας, αλλά ταυτόχρονα, με την επίγνωση της ζώσας αύρας αξέχαστων λαΐκών πρωτογενών δημιουργών και σημαντικών καλλιτεχνών του νησιού, μια διακαής επιθυμία αλλά και ανάγκη πολλών ετών προχωρά στην τελική της ευθεία.


Η Δημοτική Πινακοθήκη της Αίγινας, έχοντας βρει στέγη στο ιστορικό κτήριο του ΟΤΕ και στον παρόντα ενιαίο ισόγειο χώρο που ανακαινίστηκε λιτά αλλά υποδειγματικά με αποκλειστικό στόχο την εκθεσιακή χρήση, ξεκινά τη λειτουργία της σε εύκολα προσβάσιμο σημείο της πόλης, με ελεύθερη είσοδο στους πολίτες αλλά και τους πυκνούς επισκέπτες του νησιού. Βασικός στόχος, η σταδιακή απόκτηση μιας ικανής μόνιμης συλλογής που συμβολικά θα εκπροσωπεί τη σημαίνουσα εικαστική ιστορία του τόπου. Στον ίδιο χώρο, θα φιλοξενούνται επίσης σημαντικές περιοδικές εκθέσεις, συμβατές με το περιεχόμενο και τη λειτουργία της Πινακοθήκης, ενώ τα εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και ενήλικες, αποτελούν επίσης προτεραιότητα.


Η έναρξη λειτουργίας της Δημοτικής Πινακοθήκης, σηματοδοτείται από τα εγκαίνια της πρώτης περιοδικής έκθεσης που με τίτλο «Λόγω φωτός: το ίχνος της Αίγινας», προσδιορίζει κατά κάποιον τρόπο την επιθυμητή συνέχεια, αναπόσπαστο μέρος της οποίας θα είναι και η απόκτηση και παρουσίαση έργων των εν λόγω καλλιτεχνών.
Στην εναρκτήρια αυτή έκθεση, παρουσιάζονται αποκλειστικά έργα δημιουργών που δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή, με την ελπίδα η παρουσία αυτή των έργων τους να αποτελέσει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον ζωντανό και οργανικό ίσκιο τους. Στον βίο τους που συνδέθηκε με την Αίγινα του φωτός και της απέριττης γραμμής. Την Αίγινα του διαχρονικού μύθου, την Αίγινα της ώχρας, του γαλανού και του χοντροκόκκινου. Η έκθεση πραγματοποιείται με την πολύτιμη και γενναιόδωρη συμβολή των οικογενειών των παρουσιαζόμενων δημιουργών, καθώς και φίλων συλλεκτών του έργου τους. Η προσφορά όλων τους, στον βραχύ δεδομένο χρόνο του παρόντος εγχειρήματος, στάθηκε ανεκτίμητη.
Το τοπίο της Αίγινας, τόσο κοντινό και ταυτόχρονα τόσο μακρινό από εκείνο της Αθήνας, διασώζει ως σήμερα, παρά τις πολυάριθμες οικιστικές επεμβάσεις στις οποίες εξακολουθεί να υπόκειται, μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, μια αναλλοίωτη σχεδόν αύρα. Την ίδια εκείνη που το καθιέρωσε ως προσφιλή προορισμό και θερινή ή και μοναδική κατοικία -αλλά και ως θεματικό πεδίο για την εικαστική δημιουργία αναπάντεχα μεγάλου αριθμού γλυπτών και ζωγράφων. Από τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Στέφανο Λάντσα, τον Σπύρο Παπαλουκά, τον Αλεξάντερ Μπαρκώφ, τον Φώτη Κόντογλου, τον Γεράσιμο Στέρη και τον Πολύκλειτο Ρέγκο, τον Τζούλιο Καΐμη και τον Klaus Vrieslander, ως τον Σπύρο Βασιλείου, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Τάκη Καλμούχο, την Ηλέκτρα Χαλκούση, τον Χρήστο Καπράλο και τον Γιάννη Παππά, τον Γιάννη Μόραλη, τον Νίκο Νικολάου, τον Κώστα Ανδρέου και τον Ανδρέα Βουρλούμη, τον Γιώργο Μανουσάκη, τον Ανδρέα Φωκά και τη Μαρία Πωπ, τον Πέρη Ιερεμιάδη, τον Ιάσονα Μολφέση, τον Σταύρο Ιωάννου, τον Γιάννη Σανταντόνιο, τον Ίωνα Πικιώνη, τον Παύλο Σάμιο και την Ειρήνη Βουρλούμη, ή ακόμη, τους σημαντικούς αρχιτέκτονες Δημήτρη Πικιώνη και Κυριάκο Κρόκο, πολλοί υπήρξαν οι δημιουργοί που επισκέφθηκαν ή εγκαταστάθηκαν κατά περιόδους στο νησί, καθιστώντας το θερινό καταφύγιο και δεύτερο τόπο τους και συναναστρεφόμενοι εκεί σημαντικούς ανθρώπους των Γραμμάτων μας όπως ο Άγγελος Σικελιανός και ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νίκος Καζαντζάκης και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Ψηλαφίζοντας, σαν την τελευταία, την «Αιωνιότητα του χωραφιού, το μαγκάνι που γύριζε στον άπειρο χρόνο», χαράζοντας «προσχέδια για ένα σπίτι, έναν τοίχο, μια κάτοψη», ζωγραφίζοντας «ουρανούς που τους διαπερνάνε χρώματα τρυφερά και ονειρικά».
Ο συνειδητός επισκέπτης της Αίγινας, προσπερνώντας γοργά το πρόσημο του «κοντινού τουριστικού προρισμού», αναμετριέται με το απαλό θαλασσινό της περίγραμμα, με τις λιτές ορεινές γραμμές της.
Με τις ώχρες και τα πηχτά γαλανά, τα χοντροκόκκινα, τα ρόδινα και τα αχνοπράσινα ενός απέριττου αλλά εξαίσια αρμονικού τοπίου, όπου σύγχρονοι εικαστικοί καλλιτέχνες επιλέγουν εκ νέου να εγκαταστήσουν τα εργαστήρια και τη θερινή κατοικία τους. Το βλέμμα τους εξακολουθεί να βρίσκει τόπο να ταξιδεύει, να διεισδύει στις φωτεινές εστίες του τόπου κι ο χρωστήρας τους, να θωπεύει τον καμβά. Προσεγγίζοντας έτσι τον άλλο τόπο, αυτόν όπου ο Νίκος Νικολάου επέλεξε να εργαστεί και να κατοικήσει γιατί ξαναβρήκε σ’ αυτόν το «αττικό φως» που εξέλειψε από την Αττική. Τον τόπο που ο Γιάννης Παππάς από τύχη αγαθή επισκέφθηκε «για να κατοικήσει στη συνέχεια ένα από τα ωραιότερα σημεία του που αγάπησε με το πρώτο βλέμμα» -στην Περιβόλα: «Αυτό είναι, αυτό πρέπει…», σημειώνει ο ίδιος στα «Τετράδια της Αίγινας…».
Τα περισσότερα από τα έργα αυτά, χρησιμοποιούν λιτά μέσα. Αυτή ωστόσο η οικονομία, είναι εκείνη ακριβώς που επιβάλλει η ίδια η φυσιογνωμία του νησιού, η δίχως εξάρσεις κατακτημένη του ελληνικότητα που γοήτευσε άλλοτε τους οδοιπόρους της γενιάς του ’30: πολλοί από τους δημιουργούς ετούτους, βρέθηκαν τυχαία ή από σύσταση οικείου τους καλλιτέχνη που προηγήθηκε εκεί και επέλεξαν να μείνουν, ίσως γιατί σε λίγους ελληνικούς τόπους υπάρχει ετούτη η συνταρακτική διαφάνεια, η ελάχιστη διάθλαση του φωτός και η έλλειψη chiaroscuro που καθιστά σημαίνον το βάρος των ελάχιστων αποτυπώσεων, του μικρότερου περιγράμματος.
Επιστρέφοντας στο τοπίο αυτό που μας ανέθρεψε, όσοι το αγαπήσαμε, εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε τις μικρές αποθεώσεις της ύλης του: εφήμερα ευρήματα στα κανατάδικα του Μεσαγρού με την υγρή πασπάρα, απρόσμενες εκρήξεις χρωμάτων, διασταυρώσεις ιστίων στο λιμάνι, οξυκόρυφες λάμψεις στην ψαραγορά με τα ασημώματα στους μαρμάρινους πάγκους, συκιές και τείχη από δεντρολίβανα στις παλιές βεγγέρες του Νικολάου, αδελφικού φίλου και συνοδοιπόρου του Μόραλη.
Στο σπίτι του Νίκου και της Αγγέλας που ήταν «το ανοιχτό σπίτι όλες τις ώρες», με το «μεγάλο τραπέζι, αρχαία εστία, πάντα γεμάτο να δεχτεί τον ξένο και το φίλο». Θροΐζοντες ίσκιοι στις φυστικιές, απαράλλαχτες με εκείνες του Βουρλούμη, τα «μικρά ζωγραφικά ποιήματα που», κατά το Γιάννη Παππά, «όπως τα ποιήματα του λόγου, γεννούν αντηχήσεις στη ευαισθησία, ανακαλούν εικόνες και ψυχικές διαθέσεις…».
Ίρις Κρητικού
Αρχαιολόγος- Ιστορικός της Τέχνης
Επιμελήτρια της έκθεσης