Διήγημα: “Ο οφθαλμοποιός”
Της Φανής Ματσινοπούλου //

Όταν έγινε το πραξικόπημα και ανέλαβε την εξουσία το μόρφωμα με το όνομα ΟΜΑΔΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ, όλοι κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Αυτή ήταν η εντολή∙ αυστηρή απαγόρευση κυκλοφορίας στους δρόμους μέχρι νεοτέρας.
Η σύνδεση με το διαδίκτυο διακόπηκε κι ένα καινούργιο δίκτυο τέθηκε σε λειτουργία, αυτό που μας συνέδεε αποκλειστικά με το Γραφείο Εντολών της Ομάδας Σωτηρίας της Πατρίδας. Για κάποιο λόγο κανείς δεν αντέδρασε – ή, τουλάχιστον, έτσι νομίσαμε – και μια παράξενη σιωπή απλώθηκε σ’ όλη την πόλη που κραύγαζε φόβο κι αγωνία.
Την επόμενη μέρα η ομάδα διανομής τροφίμων και φαρμάκων μοίρασε σε κάθε σπίτι ένα κιβώτιο με τρόφιμα, ανάλογα με τα άτομα που ζούσαν σε αυτό, και τη φαρμακευτική αγωγή για τους αρρώστους. Ούτε τηλέφωνα υπήρχαν αφού, όπως έλεγε το μήνυμα που λάβαμε στον υπολογιστή μας, δεν υπήρχε κανένας λόγος επικοινωνίας μεταξύ μας. Τα καταστήματα έκλεισαν. Στην αρχή δυσανασχετήσαμε αλλά όταν ενημερωθήκαμε ότι θα μπορούσαμε να παραγγέλνουμε ηλεκτρονικά ό,τι χρειαζόμασταν, ησυχάσαμε. Κι αυτό μέχρι την επόμενη φάση που το υπεύθυνο τμήμα της Ομάδας Σωτηρίας της Πατρίδας θα αποφάσιζε αυτά που είχε ανάγκη ο καθένας μας και θα μας τα έστελνε απευθείας στο σπίτι. Έτσι δεν θα είχαμε να ασχοληθούμε ούτε με αυτό.
Σε λίγες ημέρες λάβαμε ένα άλλο μήνυμα με οποίο καλούσαν να παρουσιαστούν στο Γενικό Νοσοκομείο της πόλης μας όλοι οι οφθαλμίατροι. Κανείς δεν κατάλαβε τον λόγο. Αν κάποιος δεν παρουσιαζόταν θα υφίστατο τις συνέπειες. Ποιες συνέπειες, δεν ανέφερε το μήνυμα. Αλλά πολύ αργότερα καταλάβαμε ποιες ήταν αυτές οι συνέπειες αφού κανείς δεν είδε ποτέ ξανά τους οφθαλμίατρους που δεν παρουσιάστηκαν. Οι υπόλοιποι έπρεπε να παραμείνουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας μέχρι την επόμενη εντολή, που κι αυτή δεν άργησε να φτάσει.
Με βάση τον αριθμό ασφάλισής μας, έπρεπε να πηγαίνουμε στο Γενικό Νοσοκομείο της πόλης, όπου εκεί μας αναλάμβανε ο οφθαλμοποιός. Όπως πληροφορηθήκαμε, όλοι οι οφθαλμίατροι που παρουσιάστηκαν, εκπαιδεύτηκαν και μετατράπηκαν σε οφθαλμοποιούς μέσα σε λίγες ημέρες. Τεράστιες ουρές σχηματίζονταν έξω από το νοσοκομείο καθημερινά. Οι άνθρωποι που είχαν λάβει εντολή περίμεναν στη σειρά ένας ένας για πολλές ώρες, χωρίς να διαμαρτύρονται ούτε καν να μιλούν μεταξύ τους. Ήταν καλοκαίρι, ο ήλιος χτυπούσε ανελέητα αλλά κανείς δεν τολμούσε να παραπονεθεί.
Με τα καινούργια μάτια μας μπορούσαμε να βλέπουμε μόνο συγκεκριμένα πράγματα∙ αυτά που είχε επιλέξει η ΟΜΑΔΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. Για παράδειγμα, βλέπαμε τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα κτήρια. Όμως χάσαμε πια για πάντα την εικόνα της φύσης. Δεν μπορούσαμε να δούμε τα δέντρα, τα ζώα και τα πουλιά, τα βουνά ή τη θάλασσα. Το χρώμα του ουρανού άλλαξε και πήρε ένα βαθύ γκρίζο. Ο ήλιος και το φεγγάρι εξαφανίστηκαν για πάντα. Κι εκτός από αυτά, δεν βλέπαμε πια τους ανθρώπους στους δρόμους. Τα καινούρια μάτια μας έβλεπαν μόνο τους ανθρώπους που ήταν στο σπίτι μας, την οικογένειά μας ή τους συναδέλφους στην εργασία μας. Οι δρόμοι έμοιαζαν άδειοι πια. Στην αρχή φοβηθήκαμε ότι θα πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλον. Όμως το σύστημα είχε φροντίσει και μας ειδοποιούσε με έναν χαρακτηριστικό ήχο και μια δυνατή ακτίνα φωτός όταν κάποιος άλλος βρισκόταν κοντά μας ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις. Και, μάλιστα, στα μέσα μαζικής μεταφοράς μάς υποδείκνυε με ένα πράσινο φωτεινό σημάδι πού ακριβώς έπρεπε να σταθούμε ή να καθίσουμε. Έτσι η αγωνία μας καταλάγιασε αφού λύθηκε κι αυτό το πρόβλημα.
***
Την ημέρα που ήρθε η σειρά μου, πήγα στο νοσοκομείο και μετά από πολλές ώρες, πέρασα, επιτέλους, μέσα στο κτήριο. Εκεί υπήρχε άλλη αναμονή. Δεκάδες άνθρωποι περιμέναμε όρθιοι να μας φωνάξει ο οφθαλμοποιός. Κάθε είκοσι λεπτά άνοιγε μια πόρτα και έβγαινε κάποιος από εμάς κρατώντας στο χέρι το πιστοποιητικό καινούργιων ματιών κι έφευγε. Ο οφθαλμοποιός φώναζε με αυστηρό ύφος τον επόμενο. Παρατήρησα ότι κάθε φορά που έβγαινε ο οφθαλμοποιός το βλέμμα του καρφωνόταν πάνω μου. Άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί το έκανε αυτό. Σιγά σιγά μια ανησυχία άρχισε να με κυριεύει. Κάθε φορά που έβγαινε και με κοιτούσε, η αγωνία μου μεγάλωνε. Όταν ήρθε η σειρά μου, ο οφθαλμοποιός με φώναξε με το ίδιο αυστηρό και έντονο ύφος. Μπήκα στον θάλαμο αλλαγής ματιών γεμάτη φόβο. Κανένας άλλος δεν υπήρχε εκεί. Αυτό με φόβισε ακόμη πιο πολύ. Στο βάθος του δωματίου ήταν το ειδικό κάθισμα στο οποίο, όπως υπέθεσα, έπρεπε να καθίσω για την επέμβαση. Αυτός όμως μου έδειξε μια παλιά, φθαρμένη καρέκλα σε μια γωνία και μου ζήτησε να καθίσω εκεί. Τα πόδια μου άρχισαν να μουδιάζουν και ένιωσα τον ιδρώτα να λιώνει το σώμα μου. Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και ψιθυρίζοντας μου είπε ότι με γνώριζε. Ήξερε, μάλιστα, και το όνομά μου. «Είσαι δημοσιογράφος», μου είπε. Έγνεψα καταφατικά χωρίς να βγάλω λέξη από τον τρόμο. «Θα περιμένουμε είκοσι λεπτά, θα πάρεις το πιστοποιητικό και θα φύγεις. Θα πας στο σπίτι σου και θα περιμένεις μήνυμά μου. Έχω τον τρόπο να σου το στείλω με ασφάλεια. Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά. Έχουμε τους ανθρώπους μας παντού». Πέρασαν είκοσι λεπτά χωρίς να πούμε άλλη κουβέντα. Εγώ, ούτως ή άλλως, είχα μουδιάσει∙ στην αρχή από τον φόβο μου κι ύστερα από την ανέλπιστη αυτή εξέλιξη.
Βγήκα έξω με το πιστοποιητικό στο χέρι. Γύρω μου αναβόσβηναν τα σήματα που έδειχναν τις θέσεις των ανθρώπων. Δεν μου χρειάζονταν αλλά αυτό το ήξερα μόνο εγώ. Έφτασα γρήγορα στο σπίτι. Είχε πια βραδιάσει. Ήμουν μόνη, δεν είχα οικογένεια∙ μόνο φίλους που δεν έβλεπα πια.
Στο ψυγείο βρήκα ένα μπουκάλι κρασί ανοιχτό. Έβαλα σ’ ένα ποτήρι και κάθισα στον κήπο. Εκείνη τη βραδιά είχε πανσέληνο. Το μήνυμα ήρθε δυο μέρες μετά.
Οκτώβριος 2025
 
             
                             
                             
                             
                             
                     
                             
                             
                             
                            