Ταχύτερα απ’ όσο αναμενόταν προσέφυγαν ελληνικές τράπεζες στον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος. Πρόκειται για την Alpha Bank και Eurobank
Σύμφωνα με την εφημερίδα “Καθημερινή”, οι τράπεζες ζητούν, στο πλαίσιο του ELA, ρευστότητα άνω των 5 δισ. ευρώ, ενώ είναι θέμα ημερών να καταφύγουν στον έκτακτο μηχανισμό και οι υπόλοιπες εγχώριες τράπεζες.
Η προσφυγή στο ELA γίνεται για να αντιμετωπιστούν οι πιεστικές συνθήκες ρευστότητας όπως διαμορφώνονται από την εντεινόμενη μείωση των καταθέσεων αλλά και την «αφαίμαξη» των τραπεζών από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Δημοσίου.
Κατά κανόνα μια τράπεζα καταφεύγει στον έκτακτο μηχανισμό όταν αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας και δεν έχει καλής ποιότητας εγγυήσεις ώστε να αντλήσει ρευστότητα από τη βασική χρηματοδότηση της ΕΚΤ. Επίσης το ELA βαρύνεται με σημαντικά υψηλότερο κόστος, επιτόκιο 1,55% έναντι επιτοκίου 0,05% με το οποίο δίδεται η βασική χρηματοδότηση.
Τα αιτήματα των τραπεζών αναμένεται να συζητηθούν στην ΕΚΤ την ερχόμενη Τετάρτη.
Σύμφωνα και με στελέχη τραπεζών η χρήση του ELA γίνεται πιο νωρίς από ό,τι αναμενόταν, γεγονός που αποτυπώνει τις ολοένα και επιδεινούμενες συνθήκες ρευστότητας.
Πέραν της μείωσης των καταθέσεων, χθες οι τράπεζες υπέστησαν ένα ακόμα αιφνίδιο και μη αναμενόμενο πλήγμα: την ελεύθερη πτώση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζών η χθεσινή πτώση οδηγεί σε απώλειες 1,5 έως 2 δισ. ευρώ στη ρευστότητα του συστήματος.
Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις τον περασμένο Δεκέμβριο μειώθηκαν κατά 3 δισ. ευρώ, ενώ τον Ιανουάριο οι απώλειες συνεχίζονται, αλλά όπως σημειώνουν οι τράπεζες αντιμετωπίζονται. Μεγάλη αφαίμαξη στη ρευστότητα, που επιτάχυνε την προσφυγή των τραπεζών στο ELA, προκαλούν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου. Τον περασμένο Νοέμβριο το Δημόσιο άντλησε μέσω εντόκων 2,75 δισ. ευρώ, τον Δεκέμβριο 3,25 δισ. ευρώ ενώ μέχρι στιγμής τον Ιανουάριο 2,7 δισ. ευρώ. Από τα παραπάνω ποσά σημαντικό τμήμα -σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζών ποσό 3 δισ.- ήταν στα χέρια ξένων επενδυτών, οι οποίοι δεν τα ανανεώνουν και τα οποία τελικά αγοράζονται από τις εγχώριες τράπεζες.
Σημειώνεται ότι οι εγχώριες τράπεζες είχαν καταφύγει στον ELA και το 2011 για να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη φυγή των καταθέσεων, αλλά και το μπαράζ των υποβαθμίσεων του ελληνικού Δημοσίου (και των τραπεζών) που εξοβέλισε τους ελληνικούς τίτλους ως «μη επιλέξιμους» για την παροχή ρευστότητας από το ευρωσύστημα. Μάλιστα, τον Μάιο του 2012, εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας που πυροδότησαν τότε οι εκλογές, οι εγχώριες τράπεζες άντλησαν μέσω ELA 124 δισ. ευρώ και κατάφεραν να αναχαιτίσουν τις άνευ προηγουμένου εκροές καταθέσεων. Από τον Δεκέμβριο του 2012 ο ELA, και γενικότερα η εξάρτηση των εγχωρίων τραπεζών, άρχισε να μειώνεται, ενώ τον Μάιο του 2014 η εξάρτηση από τον ELA μηδενίστηκε. Η εξάρτηση σε ρευστότητα από το ευρωσύστημα μειώθηκε από το αρνητικό ρεκόρ των 135 δισ. (Ιούνιος 2012) σε 42,6 δισ. ευρώ τον περασμένο Σεπτέμβριο, αποτυπώνοντας τη θεαματική βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας και της ρευστότητας. Μάλιστα, την περασμένη άνοιξη οι εγχώριες τράπεζες επέστρεψαν, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης, στη διατραπεζική αγορά.
Το ELA χορηγείται έπειτα από έγκριση της ΕΚΤ αλλά βρίσκεται υπό την ευθύνη της εθνικής κεντρικής τράπεζας, δηλαδή στην περίπτωσή μας της ΤτΕ. Το ELA δίνεται μόνο σε βιώσιμες τράπεζες, ενώ είναι απαραίτητη η παροχή εγγυήσεων, ωστόσο χαμηλότερης ποιότητας. Ετσι π.χ. χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων που η ΕΚΤ δεν θεωρεί επιλέξιμα για να χορηγήσει βασική χρηματοδότηση, μπορούν να γίνουν δεκτά για χρηματοδότηση μέσω ELA. Επιπλέον, η χρηματοδότηση μέσω ELA έχει προσωρινό και έκτακτο χαρακτήρα, για την αντιμετώπιση μη κανονικών συνθηκών, και δεν μπορεί να έχει διάρκεια πάνω από 6 μήνες.
πηγή: Καθημερινή