Life & Art
O ηθοποιόςΤριτ Γουίλιαμς, πρωταγωνιστής των ταινιών Everwood και Hair, πέθανε μετά από τροχαίο που είχε με την μοτοσικλέτα του, όπως αναφέρει το People.
Σκοτώθηκε σήμερα (σ.σ. χθες) το απόγευμα. Πήγαινε να στρίψει και τον “έκοψε” ένα αυτοκίνητο. Είμαι συγκλονισμένος. Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος. Ήταν τόσο ταλαντούχος. Τον αγαπούσαν οι σκηνοθέτες. Ήταν στην καρδιά του Χόλιγουντ από τα τέλη της δεκαετίας του ’70» δήλωσε ο ατζέντης του Γουίλιαμς, Μπάρι ΜακΦέρσον.
Η πορεία του Τριτ Γουίλιαμς
Το 1979, η καριέρα του Γουίλιαμς έφτασε στο αποκορύφωμα όταν πρωταγωνίστησε ως George Berger στην ταινία Hair, η οποία βασίστηκε στο μιούζικαλ του Broadway. Ο ρόλος αυτός του χάρισε τελικά την πρώτη του υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα ως νέος σταρ της χρονιάς – ηθοποιός. Αργότερα κέρδισε άλλη μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα καλύτερου ηθοποιού σε κινηματογραφικό δράμα για τον ρόλο του στην ταινία Prince of the City του 1981.
Το 2002, άρχισε να υποδύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Dr. Andrew “Andy” Brown στη σειρά Everwood του The WB. Πρωταγωνίστησε στη σειρά και για τις τέσσερις σεζόν και μάλιστα κέρδισε υποψηφιότητα για βραβείο SAG για εξαιρετική ερμηνεία από άνδρα ηθοποιό σε δραματική σειρά το 2003-04.
Κατά τα δημοσιεύματα το τροχαίο συνέβη όταν ο 35χρονος οδηγός του αυτοκινήτου έστριψε αριστερά για να μπει σε πάρκινγκ παρασύροντας την μηχανή με τον ηθοποιό που βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Το τροχαίο σημειώθηκε κοντά στο αξίας 1 εκατ. δολαρίων σπίτι του στο Βερμόντ λίγες ώρες αφού ο ίδιος είχε αναρτήσει βίντεο και φωτογραφίες από την περιποίηση του κήπου.
Με τη σύζυγό του ΄Ελεν, η οποία πάσχει από Πάρκινσον εμφανίστηκε στο φεστιβάλ Tribeca ο Μάρτιν Σκορσέζε
Με τη σύζυγό του ΄Ελεν, η οποία πάσχει από Πάρκινσον εμφανίστηκε στο φεστιβάλ Tribeca ο Μάρτιν Σκορσέζε
Ο Μάρτιν Σκορσέζε παρευρέθηκε στο Φεστιβάλ Tribeca μαζί με την σύζυγό του Έλεν Μόρις στη Νέα Υόρκη την Κυριακή, η οποία δίνει την προσωπική της μάχη με τη νόσο του Πάρκινσον εδώ και 30 χρόνια.
Η δημόσια εμφάνιση του 80χρονου σκηνοθέτη, Μάρτιν Σκορσέζε, με την 74χρονη σύζυγό του, Έλεν Μόρις και την 23χρονη κόρη τους έρχεται λίγες ημέρες μετά την δημόσια στήριξη του πρώτου στον ηθοποιό Μάικλ Τζέι Φόξ που διαγνώστηκε και εκείνος με τη νόσο του Πάρκινσον από το 1991.
Με την Έλεν Μόρις παντρεύτηκαν το 1999 και έμεινε έγκυος στα 50 της χρόνια στην κόρη τους Φραντσέσκα. Την ίδια περίοδο διαγνώστηκε με Πάρκινσον. Είναι η πέμπτη σύζυγος του σκηνοθέτη.
«Πήγα στο γυναικολόγο μου, ο οποίος με θεώρησε μεγάλη. Μου συνέστησαν έναν γιατρό στη Νέα Υόρκη, που ειδικευόταν σε εγκυμοσύνες υψηλού κινδύνου, και έμεινα αμέσως έγκυος. Ημουν 51, με Πάρκινσον. Πέρασα μερικούς μήνες στο κρεβάτι αλλά ήταν εύκολο. Είδα πολύ τηλεόραση», είχε δηλώσει στο Talk Magazine η Μόρις.
«Δώστε προσοχή στον όγκο της δουλειάς που έχει κάνει ο Φοξ μετά τη διάγνωσή του με Πάρκινσον. ΄Οχι μόνο δημιούργησε το ίδρυμά του, αλλά έγινε φάρος για πολλούς ασθενείς με τη νόσο του Πάρκινσον, όπως είναι η γυναίκα μου, Έλεν. Μάικλ, η υποστήριξή σου σήμαινε τα πάντα για εκείνη και για μένα», σημείωσε στην εκδήλωση ο Σκορσέζε.
Το έργο του Μάικλ Τζέι Φοξ γύρω από τη νόσο του Πάρκινσον
Ο Μάικλ Φοξ παραιτήθηκε από την υποκριτική το 2020 λόγω της επιδείνωσης της υγείας του. Έκτοτε έχει επικεντρωθεί στη συγκέντρωση χρημάτων για την έρευνα της νόσου.
Έχει συγκεντρώσει πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε ερευνητική χρηματοδότηση μέσω του Ιδρύματος «Michael J. Fox» για την έρευνα γύρω από το Πάρκινσον. Τον Νοέμβριο, ο Φοξ βραβεύτηκε με Όσκαρ, τιμής ένεκεν για το έργο του γύρω από την ασθένεια.
Με πληροφορίες από DailyMail
Ο Barack Obama επιστρέφει για δεύτερη φορά στη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), από όπου μίλησε το 2016 κατά τη διάρκεια της τελευταίας διεθνoύς επίσκεψής του στο πλαίσιο της διακυβέρνησής του. Στο SNF Nostos Conference, ο Barack Obama θα συζητήσει τους τρόπους ενίσχυσης της δημοκρατίας και τη σημασία στήριξης της επόμενης γενιάς ηγετών μαζί με τον Πρόεδρο του ΙΣΝ, Ανδρέα Δρακόπουλο.
Για την παρακολούθησή της συζήτησης θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος αλλά και της συγκεκριμένης χωρητικότητας της αίθουσας, η συζήτηση θα μεταδίδεται ζωντανά σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του ΚΠΙΣΝ.
Ο Akram Khan παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής την παράσταση «Jungle Book reimagined»
Η νέα δημιουργία του Άκραμ Καν Jungle Book reimagined (Το βιβλίο της ζούγκλας όπως το φανταζόμαστε από την αρχή) βασίζεται στην πολυαγαπημένη ιστορία του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Με την αίσθηση του επείγοντος, ο μεγάλος χορογράφος ερμηνεύει τη γνωστή ιστορία του Μόγλη μέσα από το φακό των σημερινών παιδιών –αυτών που θα παραλάβουν τον κόσμο μας και θα γίνουν οι αυριανοί αφηγητές.
Στο Βιβλίο της ζούγκλας ο άνθρωπος αποτελεί θανάσιμη απειλή για τη φύση. Mέσα από τα μάτια ενός πρόσφυγα που αιχμαλωτίζεται σε έναν κόσμο κατεστραμμένο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, o Άκραμ Καν και η ομάδα του αφηγούνται μια ιστορία που θα μας βοηθήσει να αφουγκραστούμε όχι τις δικές μας αλλά τις φωνές του φυσικού κόσμου που εμείς, ο μοντέρνος κόσμος, προσπαθούμε να αποσιωπήσουμε.
Το έργο απευθύνεται σε όλες τις γενιές και επιχειρεί να μας κάνει να θυμηθούμε, να μάθουμε και να φανταστούμε από την αρχή έναν καινούργιο κόσμο μαζί. Με τη βοήθεια της οπτικής τεχνολογίας, η σκηνή μετατρέπεται σε ένα κόσμο μαγικό που καταδύεται στους μύθους της σημερινής εποχής.
Κατάλληλο για παιδιά άνω των 10 ετών
Παραγωγός/ Αποκλειστικός εκπρόσωπος: Αττική Πολιτιστική Εταιρεία
Ωδείο Αθηνών: Subset Festival Φεστιβάλ νέας μουσικής 21-25 Ιουνίου/ Επιμέλεια Σταύρος Γασπαράτος
Αντλώντας τον τίτλο του από έναν μαθηματικό όρο (υποσύνολο ⊆), το Subset Festival, που διοργανώνει το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου σε συμπαραγωγή με το Ωδείο Αθηνών, φέρνει σε διάλογο διαφορετικές εκδοχές σύγχρονης μουσικής γραφής και παρουσίασης ενσωματώνοντας μεγάλη ποικιλία καλλιτεχνικών έργων. Από τις 21 έως τις 25 Ιουνίου, οι χώροι του Ωδείου φιλοξενούν εναλλάξ μουσικά σχήματα, ηχητικές και οπτικές εγκαταστάσεις και περφόρμανς, σε μια πολυπρισματική μουσική πλατφόρμα. Καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, καταξιωμένοι και ανερχόμενοι, παρουσιάζουν τo έργο τους στην Αθήνα και συνομιλούν μεταξύ τους, αποκαλύπτοντας ένα πληθωρικό μουσικό τοπίο.
To Subset περιλαμβάνει δύο αναθέσεις σε σύγχρονα ελληνικά σύνολα, τους ΤΕΤΤΤΙΞ και τους Trigger Happy, οι οποίοι δημιουργούν δύο νέα έργα-εγκαταστάσεις στη Νέα Σκηνή του Ωδείου Αθηνών ειδικά για το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Συμμετέχουν ακόμα καταξιωμένα σχήματα και καλλιτέχνες σύγχρονης μουσικής, Έλληνες (Ergon Ensemble, MMMΔ & Alem, Saber Rider, Aroent) και ξένοι (Robert Henke, Kali Malone, Hekla, Sébastien Roux, Vinyl –terror & –horror, Electric Indigo), κάποιοι από τους οποίους έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Ειδικά εργαστήρια από τους Trigger Happy, ΤΕΤΤΤΙΞ, Sébastien Roux και Robert Henke σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε.
Γιατί καταστράφηκαν οι πίνακες του Barnett Newman;
Οι πίνακες του αμερικανού εβραϊκής καταγωγής εικαστικού Barnett Newman έχουν υποστεί αρκετές βανδαλιστικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια των ετών.
Ακολουθεί μια ματιά στην καταστροφή και την αποκατάσταση αυτών των ισχυρών έργων.
Ο Barnett Newman (1905-1970) ήταν Αμερικανός ζωγράφος και πρωτοπόρος στα κινήματα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και του χρωματικού πεδίου. Το 1969 και το 1970, δημιούργησε μια σειρά τεσσάρων πινάκων με τίτλο Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue (Ποιος φοβάται το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε), μια αναφορά στο θεατρικό έργο του Edward Albee του 1962 Who’s Afraid of Virginia Woolf?
Τα έργα του Νιούμαν αποτέλεσαν αντικείμενο διαμάχης λόγω αντισημιτικών αισθημάτων και μιας γενικής παρεξήγησης της αφηρημένης τέχνης. Σήμερα, δύο διαφορετικοί πίνακες της σειράς Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue του Νιούμαν έχουν βανδαλιστεί με μαχαίρια, με την Cathedra του Νιούμαν του 1951 να αποτελεί παράπλευρη απώλεια σε μια τρίτη απόπειρα επίθεσης. Παρακάτω παρουσιάζεται το ιστορικό των βανδαλισμών και της αποκατάστασης των πινάκων του Barnett Newman.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία του βανδαλισμού των πινάκων του Barnett Newman, είναι σημαντικό να εξετάσουμε την ταυτότητα και τα επιτεύγματά του ως καλλιτέχνη.
Ο Barnett Newman (1905-1970) ήταν Αμερικανός ζωγράφος που γεννήθηκε από Εβραίους μετανάστες από την Πολωνία στη Νέα Υόρκη. Σήμερα τον θυμόμαστε ως μία από τις σημαντικότερες μορφές των κινημάτων του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και του χρωματικού πεδίου, με τα έργα του να εκφράζουν σύνθετες ιδέες με απλές μορφές. Υπήρξε επίσης πρωτοπόρος της ζωγραφικής με σκληρές άκρες, μιας τεχνικής στη δημιουργία αφηρημένων έργων που χρησιμοποιούσε μονοχρωματικά τμήματα χρώματος με σκληρές άκρες για να δημιουργήσει μια αίσθηση επιπεδότητας στο έργο. Σε συμφωνία με αυτό, ο Newman χρησιμοποίησε κάθετες γραμμές σε πολλούς πίνακές του, τις οποίες ονόμασε φερμουάρ, όπως φαίνεται στον εμβληματικό του πίνακα Vir Heroicus Sublimis (1950-51).
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία για τον Νιούμαν ως καλλιτέχνη είναι η αυξημένη αίσθηση πνευματικότητας που υπάρχει στο έργο του. Μέσα από τις τεράστιες εκτάσεις χρώματος στους πίνακές του, ο στόχος του Newman ήταν να προκαλέσει στον θεατή μια αίσθηση πνευματικού δέους. Όπως είπε σε μια συνέντευξή του το 1965: “Ο Νιούμαν είναι ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του: “Έχω αρχίσει να μην εμπιστεύομαι το επεισοδιακό, και ελπίζω ότι η ζωγραφική μου έχει τον αντίκτυπο να δώσει σε κάποιον, όπως έκανε σε μένα, την αίσθηση της ολότητας του εαυτού του, της χωριστότητάς του, της ατομικότητάς του και ταυτόχρονα της σύνδεσής του με τους άλλους, οι οποίοι είναι επίσης χωριστοί”.
Η πρώτη επίθεση στο έργο του Barnett Newman συνέβη στις 13 Απριλίου 1982, όταν ένας Γερμανός φοιτητής βανδάλισε το Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue IV λίγο μετά την πρώτη του έκθεση στην Nationalgalerie του Βερολίνου. Ο 29χρονος φοιτητής Josef Nikolaus Kleer προφανώς φοβήθηκε και ενοχλήθηκε από το έργο, ισχυριζόμενος ότι αποτελεί διαστροφή της γερμανικής σημαίας και γελοιοποιεί τον γερμανικό λαό. Ο Kleer βανδάλισε τον πίνακα χτυπώντας τον αρκετές φορές με ένα φράγμα ασφαλείας και κολλώντας πάνω του διάφορα σημειώματα και εικόνες, μεταξύ των οποίων και μια καρικατούρα της Margaret Thatcher.
Ευτυχώς, η πρώτη επίθεση στο έργο του Barnett Newman δεν συνέβη κατά τη διάρκεια της ζωής του, οπότε ο καλλιτέχνης δεν χρειάστηκε να γίνει μάρτυρας της καταστροφής του αριστουργήματός του. Ωστόσο, η επίθεση αυτή πυροδότησε την πρώτη από τις πολλές περίπλοκες προσπάθειες αποκατάστασης του έργου του Newman, καθώς χρειάστηκαν δύο χρόνια για να αποκατασταθεί ο πίνακας στην παλιά του αίγλη μετά τον βανδαλισμό του Kleer. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Νιούμαν μνημονεύει τα θύματα του Ολοκαυτώματος σε αρκετές από τις σειρές έργων του, συμπεριλαμβανομένης της σειράς Οι Σταθμοί του Σταυρού, καθώς και την ταυτότητά του ως Εβραίου Αμερικανού, το πιο πιθανό κίνητρο πίσω από αυτή την επίθεση είναι ο αντισημιτισμός. Το έργο Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue IV (1969-1970) ήταν το τελευταίο μεγάλο έργο του Barnett Newman πριν από τον θάνατό του, γεγονός που καθιστά την αποκατάστασή του μετά από μια τέτοια μισητή επίθεση ακόμη πιο κρίσιμη.
Η δεύτερη και πιο διάσημη επίθεση σε έναν από τους πίνακες του Barnett Newman σημειώθηκε το 1986, όταν ένας άνδρας ονόματι Gerard Jan van Bladerin μπήκε στο Μουσείο Stedelijk στο Άμστερνταμ και κατέστρεψε εσκεμμένα το Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue III με έναν χαρτοκόπτη. Ο van Bladerin δημιούργησε μια σειρά από μακριές χαρακιές στον πίνακα, οι οποίες, όταν προστέθηκαν μαζί, είχαν συνολικό μήκος πενήντα μέτρα. Καταδικάστηκε σε πέντε μήνες φυλάκιση για την επίθεση, την οποία εξέτισε, αν και ποτέ δεν εξέφρασε μεταμέλεια για την καταστροφή του πίνακα.
Ο πίνακας Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue III είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις για χρόνια πριν από την επίθεση του 1986, με την απλότητά του να προκαλεί θυμό σε πολλούς επισκέπτες του μουσείου. Πολλοί άνθρωποι που είδαν τον πίνακα θεώρησαν ότι δεν άξιζε να βρίσκεται σε μουσείο λόγω της απλότητάς του, μια κριτική στην οποία υπόκειται συχνά η αφηρημένη τέχνη. Το μουσείο είχε ήδη λάβει πολυάριθμες επιστολές που εξέφραζαν την οργή και την αηδία τους για τον πίνακα. Αν και ο Βαν Μπλάντερν ισχυρίστηκε ότι η επίθεσή του είχε ως κίνητρο μια παρόμοια οργή, είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ, για άλλη μια φορά, η ταυτότητα του Νιούμαν ως Εβραίου Αμερικανού ζωγράφου. Πολλοί άνθρωποι εκείνη την εποχή δεν πίστευαν καν ότι ο Van Bladerin άξιζε να οδηγηθεί στη φυλακή για τον βανδαλισμό.
Μετά την επίθεση του 1986 στο Ποιος φοβάται το Κόκκινο, το Κίτρινο και το Μπλε ΙΙΙ έγινε μια συζήτηση σχετικά με το ποιος θα έκανε την αποκατάσταση του πίνακα. Παρά το γεγονός ότι το έργο προκάλεσε μεγάλο θυμό στους επισκέπτες του μουσείου λόγω της απλότητάς του, ο πίνακας ήταν απίστευτα περίπλοκος και οι ειδικοί γνώριζαν ότι θα ήταν σχεδόν ανέφικτο να ολοκληρωθεί μια πιστή αποκατάσταση. Παρόλο που το έργο ήταν ως επί το πλείστον απλώς μια έκταση του κόκκινου χρώματος, τόσο η απόχρωση όσο και η τεχνική που χρησιμοποίησε ο Νιούμαν ήταν δύσκολο να αναπαραχθούν. Πριν από την κοπή, ήταν σχεδόν αδύνατο να δει κανείς με γυμνό μάτι τις πινελιές του πινέλου στο έργο. Επιπλέον, ένας από τους βασικούς κανόνες της αποκατάστασης ζωγραφικών έργων είναι ότι όλα όσα γίνονται στο έργο πρέπει να είναι αναστρέψιμα, κάτι που θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει με τόσο μεγάλες τομές στο σώμα του έργου. Ο πίνακας έμεινε κατεστραμμένος για πολλά χρόνια επειδή κανένας συντηρητής δεν ήθελε να τον αγγίξει.
Το 1991, ο συντηρητής έργων τέχνης Daniel Goldreyer με έδρα το Λονγκ Άιλαντ συμφώνησε να αποκαταστήσει τον αφηρημένο πίνακα, λέγοντας ότι είχε συνεργαστεί με τον Newman όσο ζούσε και ότι μπορούσε να αναπαράγει τις τεχνικές που χρησιμοποίησε ο καλλιτέχνης στο πρωτότυπο. Όταν παρουσιάστηκε ο αποκαταστημένος πίνακας, ο κόσμος της τέχνης απογοητεύτηκε αφάνταστα. Ήταν φανερό ότι ο Goldreyer δεν χρησιμοποίησε παραδοσιακές τεχνικές αποκατάστασης στον πίνακα, και μια σειρά από εγκληματολογικά δείγματα έδειξαν ότι είχε ζωγραφίσει ολόκληρο το έργο με ρολό αντί να διορθώσει μόνο την κατεστραμμένη περιοχή. Οι προηγούμενοι θαυμαστές του πίνακα δήλωσαν ότι είχε βανδαλιστεί ξανά με αυτή την αποκατάσταση, ενώ ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να πουν ότι ο Goldreyer έκανε μεγαλύτερη ζημιά στο έργο από ό,τι ο Van Bladerin στην αρχική του επίθεση.
Έντεκα χρόνια μετά την επίθεση του 1986 στο Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue III, ο Gerard Jan van Bladerin επέστρεψε και πάλι στο μουσείο Stedelijk με έναν χαρτοκόπτη. Όπως και τόσοι άλλοι στον κόσμο της τέχνης, είχε εξοργιστεί από την κακοτεχνική αποκατάσταση του πίνακα και ήθελε να πάρει εκδίκηση. Είναι περίεργο το γεγονός ότι το άτομο που μισούσε τον πίνακα τόσο πολύ ώστε να τον καταστρέψει θα εξοργιζόταν τόσο πολύ από την κακή τεχνική συντήρησης, αλλά ο Van Bladerin έφτασε στο σημείο να τηλεφωνήσει στον διευθυντή του μουσείου και να τον προειδοποιήσει ότι θα ερχόταν. Υπάρχει η θεωρία ότι ίσως ο βάνδαλος ήταν αναστατωμένος για την “αναίρεση” της προηγούμενης δουλειάς του με την αποκατάσταση. Αν και οι απειλές του δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη ούτε προετοιμάστηκαν, ο Βαν Μπλάντεριν δεν μπόρεσε να εντοπίσει τον πίνακα όταν ήρθε στο Stedelijk για να τον βανδαλίσει.
Όταν ο Van Bladerin δεν μπόρεσε να βρει το Ποιος φοβάται το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε ΙΙΙ, έβαλε στο στόχαστρό του έναν άλλο πίνακα: Cathedra (1951). Ο πίνακας Cathedra του Barnett Newman του 1951 είχε ως στόχο να εκφράσει το μεγαλείο σε έναν μεταπολεμικό κόσμο. Αποτελούμενος από ένα βαθύ μπλε χρώμα και δύο από τα χαρακτηριστικά φερμουάρ του Newman, ο πίνακας αυτός προσπάθησε να ανεβάσει το ηθικό των ανθρώπων μετά από έναν τόσο ζοφερό, αντισημιτικό πόλεμο.
Το 1997, ο Gerard Jan van Bladerin βανδάλισε την Cathedra με επτά μαχαιριές από έναν χαρτοκόπτη, παρόμοια με την προηγούμενη επίθεσή του στο Who’s Afraid of Red, Yellow, and Blue III. Αφού δημιούργησε τις χαρακιές στον πίνακα, δεν εξέφρασε και πάλι καμία μεταμέλεια και περίμενε την ασφάλεια να τον απομακρύνει. Μόλις συνέβη αυτό, το μουσείο ανέλαβε δράση για να εξασφαλίσει μια ομαλότερη αποκατάσταση: “Κλείσαμε αμέσως το συγκεκριμένο τμήμα της γκαλερί και αρχίσαμε τις πρώτες βοήθειες. Τοποθετήσαμε τον πίνακα σε μια επίπεδη, ξύλινη επιφάνεια και κολλήσαμε με ταινία τα κοψίματα μεταξύ τους, ώστε να μην μπορούν να ραγίσουν, να κατσαρώσουν ή να σχιστούν περαιτέρω. Ευτυχώς, ο δράστης χρησιμοποίησε ένα πολύ κοφτερό μαχαίρι και πριν το μουσείο αποκτήσει τον πίνακα το 1975, είχε υποστεί επανατοποθέτηση, οπότε τα κοψίματα είναι σχετικά καθαρά”, δήλωσε σε συνέντευξή του ο διευθυντής του μουσείου Rudi Fuchs. Αν και η Cathedra είχε επίσης μια μακρά διαδικασία αποκατάστασης, τελικά αυτό το αφηρημένο εξπρεσιονιστικό αριστούργημα του Barnett Newman επισκευάστηκε μετά την τρίτη επίθεση στο έργο του.
By Elizabeth Berry BA English, Italian, & Writing Seminars
Ελένη Γκίκα: “Ο τελευταίος Αλυπος”
Αστυνομικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Αρμός
Τι είναι για μένα ο Άλλος; Όλοι γνωρίζουμε πως από την απάντηση που δίνουμε στο κλασικό αυτό ερώτημα, παρουσιάζουμε, στην ουσία, τη Φιλοσοφία που μας διέπει και πως σπουδαίοι ψυχίατροι έχουν δώσει μεγάλη σημασία. Είναι η κόλαση; Είναι ο παράδεισος; Εδώ εδράζονται οι απαρχές της σκέψης μας, της ύπαρξής μας, εδώ «μιλάμε» χωρίς να ανοίγουμε το στόμα μας.
Ναι, αλλά τι είναι για μένα στα κείμενα του Αλλου; Επίκαιρη συζήτηση, που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα με την έλευση (ή μήπως την προέλαση;) της τεχνητής νοημοσύνης. Πολλά και διάφορα θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά για την οικονομία της συζήτησης θα φτάσουμε απότομα στο προκείμενο: Τι είναι για την Ελένη Γκίκα τα κείμενα των Αλλων;
Ευδόκιμη η θητεία της στην Κριτική όπως και στη συγγραφή (πεζό και ποιήματα), μας επιτρέπει, κάθε τόσο, να δούμε τα πρόσωπα των Αλλων πάντοτε δι’ εσόπτρου εν αινίγματι. Μια φράση του Αποστόλου Παύλου που η ίδια αγαπά και έχει «ζυμωθεί» μαζί της τόσα χρόνια, ώστε να την έχει κάνει πλέον τρόπο γραφής. «Τώρα βλέπουμε [τα ουράνια μυστήρια] σαν σε καθρέφτη, και παραμένουν κάποιες απορίες [αινίγματα], ενώ τότε [στον παράδεισο] θα δούμε πρόσωπο με πρόσωπο» είναι η μετάφραση στη νεοελληνική. Ετσι, φτάνουμε και πάλι στα Κείμενα του Αλλου.
Από τότε που ξεκίνησε να διαβάζει κατά πάσα πιθανότητα, ή, έστω, ελάχιστο καιρό μετά, τα κείμενα των Αλλων είναι το οξυγόνο της Ελένης Γκίκα. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να ζήσει. Καθορίζουν την μέρα της, τη δουλειά και τη ζωή της, καθορίζουν τους ήρωές της, τη συμπεριφορά τους και τη δική της. Μικρές ή μεγαλύτερες ψηφίδες και νησίδες μέσα σε μεγάλες εικόνες, κάποτε δυσβάστακτες, άλλοτε γεμάτες φως και αρμονία, πεζά, δοκίμια ή ποιήματα, ξεδιπλώνονται αβίαστα, αφήνουν τα ίχνη από τα χρώματα και τις ευωδιές τους, καθώς στροβιλίζονται.
Διακειμενικότητα; Εν μέρει, αλλά μόνο αν δεχτούμε τη ρήση “τα κείμενα μιλούν για άλλα κείμενα”. Και πάλι δεν αρκεί. Είναι ο τρόπος της συγγραφέως, να μας δείξει το Σύμπαν της μέσα από ένα καλειδοσκόπιο. Οπου το κάθε στοιχείο είναι προσαρμοσμένο άριστα και έχει λόγο ύπαρξης εκεί, αλλιώς η μαγεία και η ομορφιά χάνονται.
Γενικά, τα κείμενα ενδέχεται να “συνομιλούν” μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δημιουργών τους- ισχύει στη διακειμενικότητα. Πάντως στο νέο της μυθιστόρημα «Ο τελευταίος Αλυπος» (εκδόσεις «Αρμός») η συνομιλία είναι εμπρόθετη, χωρίς να σημαίνει πως είναι και λιγότερο εμπνευσμένη. Κείμενα σπουδαίων συγγραφέων και ποιητών, ακόμα και πατερικά κείμενα, εμφανίζονται όχι στα διάκενα των δράσεων, παρά ως συγκολλητική ουσία της Δράσης.
Βεβαίως η συγγραφέας και σε αυτό το βιβλίο της, διακρίνεται και για την εικονοπλαστική και γλωσσική της δύναμη και βεβαίως αμφότερες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σύλληψη, η πλοκή, η διαχείριση των ηρώων και των θεμάτων είναι δικά της. Κάποιες φορές ωστόσο, θα ήταν μετέωρο ή και έωλο το βήμα του ήρωα ή της πλοκής εάν δεν εμφανίζονταν τα λόγια αυτών των μεγάλων δημιουργών.
Εν αρχή ην ο Λόγος φαίνεται να μας τονίζει η Ελένη Γκίκα. Με αυτό τον τρόπο, δημιούργησε και έθεσε σε κίνηση και τάξη το δικό της Σύμπαν. Χωρίς τα μεγάλα έργα, θα ήμασταν φτωχοί. Η συγγραφέας, λοιπόν, στο τελευταίο αυτό αστυνομικό μυθιστόρημά της, εμπλουτίζει τα πάντα με ομορφιά αιώνων, και προσωπικοτήτων που άφησαν ισχυρά αποτυπώματα στην τέχνη. Όλα γίνονται όμως επειδή το ισχυρότερο αποτύπωμα είναι μέσα της.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για το πιο ώριμο βιβλίο της, στο οποίο οδηγήθηκε χάνοντας ολοένα κάθε ελπίδα. Υπάρχει σωτηρία και λύτρωση, μάς λέει. Μέσα από τον Λόγο, όπως και μέσα από τους Ανθρώπους γύρω μας.
Και, ναι, είναι αληθινά τα περισσότερα (μήπως και όλα;) τα πρόσωπα του βιβλίου της. Άλλα τη συντροφεύουν στον ξύπνιο της, άλλα στον ύπνο της και άλλα αποτελούν δικές της προσωπίδες. Όπως και να έχει, διαβάστε τον τελευταίο Αλυπο. Θα σας εμπνεύσει.
Αγγελική Κώττη
The president. gr
Πέθανε ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος. Ο Έλληνας συνθέτης έδινε μάχη εδώ και ένα χρόνο με τον καρκίνο, και στις 5 Μαΐου εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα».
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς και παραγωγικούς Έλληνες συνθέτες, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί με μεγαθήρια της ελληνικής μουσικής παράδοσης όπως είναι Νίκος Ξυλούρης.
Έχει γράψει μουσική για θέατρο, για σινεμά, για τηλεόραση και χορό, το όραμα του έχει μείνει για πάντα χαραγμένο στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου.
Ίδρυσε μια μοναδική και ιδιαίτερη ορχήστρα που συνδύαζε τα συμφωνικά και τα ελληνικά παραδοσιακά όργανα.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο Κρήτης. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μαρκόπουλος, πρώην νομάρχης Λασιθίου και μητέρα του η Ειρήνη Αεράκη από τη Σητεία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα, τόπο καταγωγής του πατέρα του, στο ωδείο της οποίας παίρνει τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί.
Οι πρώτες του επιδράσεις προέρχονται από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από τη κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου – και ιδιαίτερα της κοντινής Αιγύπτου. Το 1956 συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui.
Την ίδια εποχή εισάγεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές ενώ παράλληλα συνθέτει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και το χορό. Το 1959 συνθέτει τα Τρία σκίτσα για χορό που ηχογραφούνται και μεταδίδονται από την τότε συμφωνική ορχήστρα της ΕΙΡ. Το 1963 βραβεύεται για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο ανεβαίνουν από νέα χορευτικά σύνολα τα μουσικά του έργα Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και τα Τρία σκίτσα για χορό.
Φυγή στο Λονδίνο
Το 1967 επιβάλλεται στην Ελλάδα η δικτατορία και ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχωρεί στο Λονδίνο. Εκεί εμπλουτίζει τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens.
Επίσης συνθέτει την κοσμική καντάτα Ήλιος ο πρώτος, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που τιμάται με το βραβείο Νόμπελ το 1979), και τη μουσική για τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (για το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), ολοκληρώνει το Χρονικό και τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο ανέκδοτο με εξαίρεση ενός τμήματος, με τίτλο Ζάβαρα-κάτρα-νέμια (ιδιαίτερη σύνθεση διονυσιακού χαρακτήρα) που αποτελεί ένα από τα διάσημα κομμάτια του.
Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και έρχεται σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα. Στο Λονδίνο συνθέτει ακόμα τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίζονται, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γράφει και τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones με τον Sir John Clemens.
Το 1969 επιστρέφει στην Αθήνα για να συμβάλει με τα έργα του στην πορεία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ξεκινά μουσικές παραστάσεις, συνεργαζόμενος με ποιητές και σκηνοθέτες, παρουσιάζοντας τα έργα του στο στούντιο Λήδρα με νέους τραγουδιστές και μουσικούς στους οποίους δίδαξε τον τρόπο της ερμηνείας της μουσικής και των τραγουδιών του στην αισθητική κατεύθυνση που επιζητούσε.
Μαζί με τα θεατρικά στιγμιότυπα και τον εικαστικό διάκοσμο δημιούργησε μια πολύτροπη μουσική παράσταση. Διανοούμενοι και φοιτητές γεμίζουν καθημερινά τον χώρο της δραστηριότητας του, παρά τα εμπόδια και τις επεμβάσεις της στρατιωτικής εξουσίας. Τα τραγούδια του μπαίνουν στο στόμα του ελληνικού λαού και συμβάλουν αποφασιστικά στο αίτημα για αποκατάσταση της Δημοκρατίας.