Τον Απρίλιο του 1830, κατά σύσταση του θεράποντος ιατρού του, ο Γκλίνκα αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ιταλία, με τον τενόρο Νικολάι Ιβανόφ. Στη διαδρομή πέρασαν από τη Γερμανία και την Ελβετία, προτού εγκατασταθούν στο Μιλάνο. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα στο ωδείο με τον Francesco Basili, αν και δεν του άρεσε η αντίστιξη, την οποία έβρισκε «κουραστική».
Μουσικες Εμπειριες με την Εφη Αγραφιωτη
Από το 1971 ο Μούτι διεύθυνε πολλές όπερες και συναυλίες στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, όπου είναι ιδιαίτερα γνωστός για τη διεύθυνσή του σε όπερες του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Από το 1972 διεύθυνε τακτικά τη Φιλαρμονική του Λονδίνου και το 1974 διορίσθηκε ως ο κύριος διευθυντής της διαδεχόμενος στη θέση αυτή τον Ότο Κλέμπερερ.
Το 1987 ο Μούτι έγινε ο κύριος διευθυντής στη Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου (“Filarmonica della Scala”), με την οποία το 1988 πήρε το χρυσό μετάλλιο στον Διεθνή Μουσικό Διαγωνισμό Βιότι και περιόδευσε στην Ευρώπη. Το 1991, μετά από 12 χρόνια ως μουσικός διευθυντής της, ανακοινώνει την παραίτησή του από την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, από το τέλος της περιόδου 1991–1992.
Βερολίνο και Βιέννη
Ο Μούτι έχει κληθεί επανειλημμένα από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης. Το 1996 διεύθυνε τη δεύτερη εξ αυτών κατά την Εβδομάδα Φεστιβάλ Βιέννης και σε περιοδείες σε Ιαπωνία, Κορέα, Χονγκ Κονγκ και Γερμανία, ενώ έδωσε συναυλίες με τη Φιλαρμονική της Βιέννης στην Ιαπωνία και το 2008. Ο Μούτι έχει επίσης διευθύνει την ορχήστρα στην -παγκοσμίως τηλεοπτικά μεταδιδόμενη- Πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης το 1993, το 1997, το 2000, το 2004, το 2018 και το 2021.
Διευθύνοντας όπερες
Εκτός από τη δουλειά του στη Σκάλα του Μιλάνου, όπου υπήρξε μουσικός διευθυντής επί 19 χρόνια, ο Μούτι υπήρξε μαέστρος σε παραστάσεις όπερας με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας και σε παραγωγές στα λυρικά θέατρα πολλών πόλεων: Ρώμη (από το 1969), Ραβέννα, Βιέννη, Λονδίνο (από το 1977), Μόναχο (από το 1979) και Νέα Υόρκη (2010). Η δουλειά του με την Κρατική όπερα της Βιέννης έχει συμπεριλάβει την Αΐντα το 1973, τη Δύναμη του πεπρωμένου το 1974, τη Νόρμα το 1977, τον Ριγκολέττο το 1983, και τον Ντον Τζοβάννι το 1999.
Στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ
Μία ιδιαίτερη σχέση συνδέει τον Μούτι με το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, όπου ο μαέστρος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1971 με τον Δον Πασκουάλε του Γκαετάνο Ντονιτσέτι (σε σκηνοθεσία Λάντισλαβ Στρος). Στα επόμενα χρόνια ο Μούτι συμμετέχει συνεχώς στο φεστιβάλ, διευθύνοντας τόσο πολυάριθμες συναυλίες με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, όσο και ανεβάσματα όπερας όπως: Ντον Τζοβάνι (σκηνοθ. Μίκαελ Χάμπε) το 1990 και 1991, Τραβιάτα (σκηνοθ. Lluis Pasqual) το 1995, Ο μαγικός αυλός το 2005 (σκηνοθ. Graham Vick) και 2006 (σκηνοθ. Pierre Audi), Οθέλλος το 2008 και Ορφέας και Ευριδίκη (σκηνοθ. Ντίτερ Ντορν) το 2010. Το 2011 τέλος ο Μούτι διεύθυνε μία νέα παραγωγή της όπερας του Τζουζέπε Βέρντι Μάκβεθ σε σκηνοθεσία του Πέτερ Στάιν.Ο Μούτι είναι επίσης ιδιοκτήτης μιας κατοικίας κοντά στο Σάλτσμπουργκ.
Το Φεστιβάλ Whitsun του Σάλτσμπουργκ
Από το 2007 ως το 2011 ο Μούτι ήταν ο κύριος μαέστρος στο Φεστιβάλ Whitsun του Σάλτσμπουργκ. Διεύθυνε παραγωγές σπάνιων ιταλικών μελοδραμάτων από τον 18ο αιώνα και συναυλίες με τη δική του «Ορχήστρα Νέων Luigi Cherubini».
Ο Μούτι με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν μετά από μία συναυλία στη Μόσχα την 1η Ιουνίου 2000
Ο Μούτι στην Αμερική
Στις ΗΠΑ ο Μούτι ήταν από το 1980 ως το 1992 μουσικός διευθυντής της Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας, την οποία διεύθυνε σε πολυάριθμες περιοδείες ανά τον κόσμο. Το 1979 διορίσθηκε στη θέση αυτή, ενώ το 1992, ανακηρύχθηκε επίτιμος μαέστρος (conductor laureate). Ο Μούτι έχει δηλώσει ότι η προσέγγισή του είναι να παραμένει πιστός στην πρόθεση του συνθέτη. Αυτό σήμανε μία μεταβολή από τον πλούσιο «ήχο της Φιλαδέλφειας» που καλλιέργησαν οι προκάτοχοί του Eugene Ormandy και Λέοπολντ Στοκόφσκι. Οι μεταβολές του στον ήχο της ορχήστρας παραμένουν αμφιλεγόμενες. Ορισμένοι αισθάνονται ότι την μετέτρεψε σε ένα θεσμό που ανεξαρτήτως ρεπερτορίου παράγει τον ίδιο «λιγνό» ήχο, ο οποίος προτιμάται πολύ από τους σύγχρονους μηχανικούς ηχογραφήσεων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι ο Μούτι ξεσκέπασε τον πραγματικό σκοπό των έργων. Το βέβαιο είναι ότι μετά την αποχώρησή του από τη Φιλαδέλφεια έχει πραγματοποιήσει ελάχιστες εμφανίσεις ως προσκεκλημένος με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας (η τελευταία φορά ήταν το 2005.
Από την άλλη πλευρά ο Μούτι έχει πραγματοποιήσει τακτικές εμφανίσεις ως προσκεκλημένος μαέστρος με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Αναφέρεται ότι οι μουσικοί της ορχήστρας αυτής είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον (πριν ο Μούτι εγκατασταθεί στο Σικάγο) για να τον έχουν ως μουσικό διευθυντή, αλλά ο Μούτι δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να πάρει τη θέση αυτή.
Στις 5 Μαΐου 2008 ο Μούτι ορίσθηκε ως ο επόμενος μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγου (CSO), με αρχή την περίοδο 2010–2011 και αρχικό συμβόλαιο πενταετές. Είχε ήδη πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του με την CSO στο Ravinia Festival το 1973.
Το τέλος της εποχής του Μιλάνου
Το 2003 υπήρξαν φήμες για διαμάχες (τόσο καλλιτεχνικές όσο και προγραμματισμού) στη Σκάλα, μεταξύ του Μούτι και του γενικού διευθυντή Κάρλο Φοντάνα.Ο Μούτι δεν ήταν παρών στη συνέντευξη τύπου με την οποία ανακοινώθηκε το πρόγραμμα της περιόδου 2003-2004. Ο διορισμός το 2003 του Μάουρο Μέλι ως καλλιτεχνικού διευθυντή της Σκάλας υποστηρίχθηκε ότι αποσκοπούσε στον κατευνασμό της διαμάχης του Φοντάνα με τον Μούτι.
Στις 24/2/2005 ο Φοντάνα απολύθηκε από τη θέση του γενικού μάνατζερ και αντικαταστάθηκε από τον Μέλι. Ωστόσο, οι μουσικοί τάχθηκαν στο πλευρό του Φοντάνα και κατά του Μούτι και, στις 13 Μαρτίου, ο Μούτι δήλωσε πως θα αρνείτο να διευθύνει την ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου από αυτό το σημείο και πέρα. Τρεις ημέρες αργότερα, η ορχήστρα και το υπόλοιπο προσωπικό της Σκάλας ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία κατά του Μούτι σε μια κίνηση μη-εμπιστοσύνης. Ο Μούτι υποχρεώθηκε να ακυρώσει μία συναυλία πριν από την ψηφοφορία αυτή και κάποιες άλλες παραγωγές διακόπηκαν εξαιτίας των συνεχών συγκρούσεων με τους υποστηρικτές του Φοντάνα. Στις 2 Απριλίου ο Μούτι παραιτήθηκε, αιτιολογώντας την παραίτηση με «εχθρότητα» από μέλη του προσωπικού. Στη θέση του μουσικού διευθυντή τον διαδέχθηκε ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ.
Μια πολιτική στάση
Τη νύχτα της 12ης Μαρτίου 2011, το Teatro dell’Opera της Ρώμης είχε πρεμιέρα της όπερας Ναμπούκο, με μαέστρο τον Μούτι. Μετά το τέλος του χορωδιακού “Va, pensiero”, το οποίο περιέχει τους στίχους “Oh mia patria, sì bella e perduta” («Ω, χώρα μου, τόσο όμορφη και τόσο χαμένη»), το κοινό χειροκρότησε «με ιδιαίτερη εγκαρδιότητα». Ο Μούτι, παραβαίνοντας το πρωτόκολο της όπερας και τις αυστηρές συμβάσεις του ίδιου του συνθέτη, στράφηκε προς το ακροατήριο και εκφώνησε έναν μικρό λόγο, αναφερόμενος στις δραστικές περικοπές του προϋπολογισμού που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση Σίλβιο Μπερλουσκόνι και που θα επηρέαζαν ιδιαίτερα τη χρηματοδότηση των τεχνών. Ο Μούτι μίλησε για την ανάγκη να κρατηθεί ο πολιτισμός ζωντανός στην Ιταλία, παρακινούμενος, όπως δήλωσε αργότερα, από την πίστη ότι «…η θανάτωση του πολιτισμού σε μια χώρα όπως η Ιταλία είναι ένα έγκλημα κατά της κοινωνίας. Ο πολιτισμός είναι η πνευματική κόλα που κρατά τον λαό ενωμένο». Στη συνέχεια, ο Μούτι κάλεσε το ακροατήριο να συμμετάσχει στην επανάληψη του χορωδιακού “Va, pensiero”.Το κοινό της όπερας πράγματι σηκώθηκε και τραγούδησε μαζί με την επί σκηνής χορωδία. Ο Μούτι θυμάται ότι το «80% του κοινού γνώριζε τους στίχους» και τραγούδησε, ενώ «κάποια από τα μέλη της χορωδίας είχαν δακρύσει».
Στις 18 Μαρτίου η παράσταση του Ναμπούκο επαναλήφθηκε, αλλά αυτή τη φορά με παρόντες τον πρόεδρο της Ιταλίας Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο και τον πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο Μούτι, που είχε ήδη δηλώσει πως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που είχε διευθύνει χορωδία και κοινό μαζί και επίσης η τελευταία, σε αυτή την παράσταση διεύθυνε κανονικά την όπερα του Βέρντι.
Olga Samaroff: Η Αμερικανίδα πιανίστα, κριτικός μουσικής και δασκάλα
Ο συναρπαστικός Πολωνός πιανίστας και συνθέτης Raoul Koczalski
Γράφει η πιανίστα Εφη Αγραφιώτη
Ο Raoul Koczalski ήταν Πολωνός πιανίστας που άφησε πίσω του πολλές ώρες ηχογραφήσεων του Chopin -επίσημες και ανεπίσημες- που είναι εξ ίσου υπέροχες. Είναι συναρπαστικό το να τον ακούς.
Ως μικρό παιδί, μελέτησε με τον μαθητή του Σοπέν Κάρολ Μικούλι κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών, από το 1892 έως το 1895, αλλά είχε μαθητεύσει και με αρκετούς ακόμη δασκάλους, όπως ο περίφημος Julian Gadomski.
Ειναι δεδομένο ότι είχε παίξει σχεδόν 1000 φορές στο κοινό μέχρι την ηλικία των 15 ετών!!!
Ο Koczalski ανέφερε πάντως λεπτομερώς την έκταση της δουλειάς του με τον Mikuli: «κάθε μάθημα διαρκούσε το λιγότερο δύο ώρες και αυτά ήταν καθημερινά μαθήματα. Ποτέ δεν μου επέτρεψε να μελετήσω μόνος… Τίποτα δεν παραμελήθηκε: στάση σώματος, ακροδάχτυλα, χρήση πεντάλ, τεχνική του legato, του staccato, του portato, περάσματα οκταβασ Από οκτάβας, fiorituras, δομή φράσης, ο τόνος της έκφρασης μιας μουσικής γραμμής, οι δυναμικές αντιθέσεις, ο ρυθμός και πάνω απ’ όλα η φροντίδα για αυθεντικότητα με την οποία πρέπει να προσεγγιστούν τα έργα του Chopin. Εδώ δεν υπάρχει καμουφλάζ, ούτε φθηνό ρουμπάτο, ούτε άχρηστες στρεβλώσεις.»
Υπαρχουν και γερμανικές ηχογραφήσεις του πιανίστα των ετών 1945 -1948. Ο Koczalski πλησίαζε στο τέλος της ζωής του (κάποια από αυτά τα κομμάτια καταγράφηκαν ένα μήνα πριν πεθάνει) και το στυλ με εκτεταμένο ρουμπάτο γινόταν πια παρελθόν. Παίζει με πολυ εκφραστικό ήχο και απελευθερωμένος από το ρουμπάτο ενώ διατηρεί την υπέροχη χρήση του πεντάλ και το εξαιρετικό φραζάρισμα.
Πόσο θαυματουργό να ακούμε το παίξιμο ενός πιανίστα με τόσο πλούσια μουσική ζωή και με τόσες συναυλίες!!!!
Προβολή βίντεο YouTube Raoul Koczalski plays Chopin on Chopin’s Pleyel (1847)
Jarvenpaa/ Ainola. Σε αυτό το σπίτι έζησε περισσότερα από εξήντα χρόνια ο Jean Sibelius με τη λατρεμένη σύζυγό του. Οι κόρες τους έδωσαν το σπίτι στο φινλανδικό κράτος για να σκορπίζει συγκίνηση στους επισκέπτες που ξεπέρασαν τους 45.000 πέρυσι. Το μουσείο λειτουργεί από τα μέσα Μαίου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Εφη Αγραφιώτη
Ainola ήταν το σπίτι του εθνικού συνθέτη της Φινλανδίας, Jean Sibelius, και της οικογένειάς του από το 1904 έως το 1969.
Το Ainola, που βρίσκεται μόλις 38 χιλιόμετρα βόρεια του Ελσίνκι, δίπλα στη λίμνη Tuusula στο Järvenpää, ήταν η ιδανική τοποθεσία για να προσφέρει στον Jean Sibelius την ηρεμία που χρειαζόταν για να συνθέσει.
Στη δασώδη πλαγιά του Ainola θα βρείτε το κεντρικό κτίριο, έναν στάβλο, ένα ξυλόσπιτο και μια σάουνα που περιβάλλεται από έναν κήπο που σχεδίασε ο Aino Sibelius.
Ως μέρος της καλλιτεχνικής κοινότητας της λίμνης Tuusula, ένα ταξίδι στην Ainola είναι ένα ταξίδι όχι μόνο στη ζωή του Sibelius. Aνοίγει παράλληλα ένα παράθυρο στον κόσμο των προσεγμένων φινλανδικών σπιτιών στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Ο τάφος του Jean και της Aino Sibelius βρίσκεται στον κήπο.
Το Ainola είναι ανοιχτό για το κοινό κάθε καλοκαίρι από τις αρχές Μαΐου έως το τέλος Σεπτεμβρίου, Τρίτη έως Κυριακή, 10 π.μ. έως 5 μ.μ. Το μουσειακό μας καφέ Aulis είναι ανοιχτό κατά τις ώρες λειτουργίας του μουσείου και σερβίρει σπιτικές λιχουδιές καθώς και ζεστά και κρύα ροφήματα.
Maurizio Pollini: Ο σπουδαίος Ιταλός πιανίστας με το κοινωνικό πρόσωπο “έφυγε” στα 82 του χρόνια
Maurizio Pollini: Ο σπουδαίος Ιταλός πιανίστας με το κοινωνικό πρόσωπο “έφυγε” στα 82 του χρόνια
5 Ιανουαρίου 1942 – 23 Μαρτίου 2024
Ο Maurizio Pollini, του οποίου το παίξιμο συνδύαζε την πνευματική αυστηρότητα με την τεχνική μαεστρία, πέθανε στις 23 Μαρτίου σε ηλικία 82 ετών.Ο βραβευμένος με Grammy πιανίστας είχε μια διεθνή καριέρα που διήρκεσε περισσότερες από έξι δεκαετίες
Γράφει η ‘Εφη Αγραφιώτη
Παιδί διακεκριμένης οικογένειας, του σπουδαίου αρχιτέκτονα Τζίνο
Πολλίνι και της Ρενάτα Μελότι που τόσα πρόσεφερε στα θέματα κοινωνικής
αποδοχής στις Καλές Τέχνες.
Από τότε που ο νεαρός πιανίστας κέρδισε το Πρώτο Βραβείο στον Διεθνή
Διαγωνισμό Πιάνου Ettore Pozzoli το 1959 και στον Διεθνή Διαγωνισμό
Πιάνου Chopin το 1960, σε ελάχιστο χρόνο καθιερώθηκε ως ένας από τους
πρώτους πιανίστες της σύγχρονης εποχής.
Συνεργαζόμενος με τις πιο διακεκριμένες ορχήστρες και μαέστρους του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των Herbert von Karajan, Claudio Abbado, Pierre Boulez, Karl Boehm και Péter Eötvös, ο Pollini αποδείχθηκε αριστοτεχνικός ερμηνευτής έργων
τόσο παραδοσιακού όσο και σύγχρονου ρεπερτορίου, γνωστός ιδιαίτερα για
τις ερμηνείες έργων Beethoven, Chopin και Debussy μεταξύ πολλών
δεκάδων άλλων.
Με επιμονή ήταν πρώτος που έπαιξε σε γεμάτες συναυλιακές αίθουσες,
έργα των σύγχρονων συνθετών, ας αναφέρουμε ότι έχει ερμηνεύσει πολλά
έργα Pierre Boulez, Karlheinz Stockhausen, George Benjamin και Bruno
Maderna, να συνυπολογίσουμε και την παγκόσμια πρεμιέρα έργων του Luigi
Nono (… sofferte onde serene…),του Salvatore Sciarrino ( Σονάτα για
πιάνο No.5) και του Giacomo Manzoni (Masse: omaggio a Edgard Varèse).
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι το το 1975, σε μια δύσκολη
περίοδο για την πολιτική ισορροπία της Ιταλίας, εμπνευσμένος από τις
αρχές της αριστερής πολιτικής του κρίσης και την προσωπική πίστη στις
Τέχνες ως μοχλό κοινωνικής αλλαγής, ο Pollini οργάνωσε και συμμετείχε
ο ίδιος σε πολλές συναυλίες για φοιτητές και εργάτες που
παρουσιάστηκαν σε ολόκληρη την Ιταλία, σε εξωτερικούς και εσωτερικούς
χώρους. «Η ίδια η τέχνη, αν είναι Τέχνη, διαθέτει την προοδευτική
πτυχή που χρειάζεται μια κοινωνία, ακόμα κι αν φαίνεται στους
ανθρώπους απολύτως άχρηστη» δήλωνε πολλές φορές. Αυτό το είπε και στον
Guardian το 2011.
«Κατά κάποιον τρόπο η τέχνη μοιάζει λίγο με… όνειρα θερινής νύχτας σε
μια κοινωνία. Φαίνεται να συνεισφέρουν ελάχιστα! Αλλά ο ύπνος και το
όνειρο είναι ζωτικής σημασίας! Ενας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει
χωρίς αυτά, με τον ίδιο τρόπο που μια κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει
χωρίς τέχνη».
Με μια επιδέξια και ποικίλη προσέγγιση στη μουσική, χωρίς να φοβάται
συγκρίσεις και κριτικές, ο Pollini μας αφήνει παρακαταθήκη μια σειρά
από αξέχαστες, μοναδικές, εμβληματικές συναυλίες.
Το 1995, στο Salzburger Festspiele επινόησε και ερμήνευσε ρεπερτόριο
μουσικης δωματίου και ορχηστρικού, το οποίο στη συνέχεια επέκτεινε στο
Carnegie Hall, το Cité de la Musique και το Parco della Musica.
Το 2010, έδωσε το ρεσιτάλ των γενεθλίων του Σοπέν για τους εορτασμούς
των 200 ετών από τη γέννησή του. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, παρουσίασε
το The Pollini Project, χαρτογραφώντας την ανάπτυξη του ρεπερτορίου
πιάνου από τον Bach έως τον Boulez για το οποίο κέρδισε το Βραβείο
Instrumentalist της Royal Philharmonic Society 2012.
Τα τελευταία χρόνια, τα προβλήματα υγείας πολλαπλασιάστηκαν: στις 24
Αυγούστου 2022, το ρεσιτάλ στο Σάλτσμπουργκ προς τιμήν των 80ων
γενεθλίων του ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή λόγω « καρδιαγγειακών
προβλημάτων». Στις αρχές Οκτωβρίου του ίδιου έτους ακύρωσε συναυλία με
τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου,υπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti.
Ο ίδιος ήταν πολύ στεναχωρημένος και έλεγε ότι χωρίς την μουσική
ομορφιά ας τον κάνουν άγαλμα, δεν τον ενδιαφέρει όμως αυτό. Θέλει να
ξαναπαίξει. Δεν ζει αλλιώς.
Τα τελευταία χρόνια έκανε μισή ώρα πρόγραμμα και έπαιζε συγκινημένος
στους νέους μιλώντας τους για τη μουσική και τον κοινωνικό της ρόλο.
Κάποια στιγμή, λόγω προβλημάτων υγείας, χρειάστηκε να εγκαταλείψει
στη μέση μια φιλανθρωπική συναυλία στο Ωδείο Verdi στο Τορίνο υπέρ του
Ερυθρού Σταυρού και άλλη μια για τους πλημμυροπαθείς στην περιοχή.
Δήλωσε ότι πρόδωσε την κοινωνική δύναμη των ήχων αλλά θα ολοκληρώσει
το πρόγραμμα με πρώτη ευκαιρία.
Η κατάσταση έδειχνε ότι είναι καλύτερη, αλλά τους τρεις τελευταίους
μήνες άλλαξαν όλα.
1935 από πολιομυελίτιδα, 18 ετών.
Η δεκαετής συγκατοίκηση της Άλμα με τον Φραντς Βέρφελ, οδήγησε σε γάμο το 1929. Ο Βέρφελ ήταν όμως Εβραίος και η έλευση του ναζισμού, με την επακόλουθη προσάρτηση της χώρας του στη Γερμανία, ανάγκασε το ζευγάρι να μεταναστεύσει στη Γαλλία. Με τη γερμανική κατοχή το 1940 αποφάσισαν δεύτερη αναγκαία απόδραση, αυτή τη φορά μέσω των Πυρηναίων και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Lisztomania: Η φρενίτιδα των θαυμαστριών του Ούγγρου συνθέτη Φραντς Λιστ.
Σήμερα ωστόσο με αυτό τον όρο αναφερόμαστε στους φανατικούς οπαδούς του συνθέτη.
Οι ιστορικοί απολαμβάνουν συχνά το να περιγράφουν τις θαυμάστριες του Λιστ, θαυμάζοντας την παραφροσύνη τους. Έδιναν βέβαια κι αυτές την αφορμή:
Συμπεριφέρονταν υστερικά, ήταν παράλογες. Μάλωναν για τα μαντήλια του, φορούσαν βραχιόλια από σπασμένες χορδές πιάνου και πολλά ακόμα χειρότερα.
ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΦΗ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗ
Η λέξη Lisztomania ισχύει και σήμερα αλλά αναφέρεται στο κοινό που ακούει φανατικά.
Ο ποιητής Heinrich Heine ζήτησε από «έναν γιατρό, του οποίου η ειδικότητα ήταν οι γυναικείες ασθένειες» να εξηγήσει γιατί ο Λιστ μάγευε τις γυναίκες. Παθογένεια και φαντασιώσεις, ήταν η γενική απάντηση.
Οι γυναίκες του περιβάλλοντος του Λιστ δεν ήταν όλες δείγμα γελοίας γραφής. Τον προσέγγισαν & για πνευματικούς λόγους πολλές , μεταξύ αυτών μια αυτοδίδακτη συγγραφέας και ιστορικός που συνέβαλε στον εκκολαπτόμενο χώρο της μουσικολογίας και το πρωτοποριακό της έργο εξακολουθεί να εγείρει επίκαιρα ερωτήματα ακόμη και σήμερα. Το όνομά της ήταν Marie Lipsius, είχε ωραία φωνή και βασικές γνώσεις μουσικής αλλά και συνέθεσε με την καρδιά ωραία σύντομα κομμάτια. Αυτό είναι λιγότερο σημαντικό στο πέρασμά της.
Η Ida Marie Lipsius γεννήθηκε στη Λειψία το 1837. Ο παππούς της από τη μητέρα της ήταν διευθυντής του θρυλικού Thomasschule και πριν από τον πρόωρο θάνατό του, ο πατέρας της ανέβηκε επίσης στην ίδια υψηλή θέση. Ας θυμηθούμε ότι ο Μπαχ ήταν Thomaskantor – Thomaskantor is the common name for the musical director of the Thomanerchor, now an internationally known boys’ choir founded in Leipzig in 1212.
Η κόρη του πρύτανη του Thomasschule, λοιπόν, είχε δάσκαλο στη μουσική τον συνθέτη Richard Müller. Το 1856, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, γνώρισε τον Λιστ σε συναυλία. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γερμανική μουσική σκηνή, δουλευοντας στην Αυλή της Βαϊμάρης και στον κύκλο γύρω από τον Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ.
Ήταν αδελφική φίλη με τη σύντροφο του Λιστ, την πριγκίπισσα Carolyne Wittgenstein.
Η μουσικολογική της διαδρομή και η συγγραφή είναι εντυπωσιακή. Της χρωστάμε μεταξύ πολλών, την φροντίδα και την έκδοση της αλληλογραφίας του Λιστ, βιβλία με ξεχωριστό ενδιαφέρον για προσωπικότητες, όπως οι Hans von Bülow, και ο Johann Sebastian Bach κ.α. αλλά και το βιβλίο που φωτίζει ως σήμερα την εποχή του Λιστ, όσο κι αν μοιάζει… κουτσομπολίστικος ο τίτλος: Liszt und die Frauen.
Οταν ήταν νέα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο “La Mara”, αυτό τη βοηθούσε να δημοσιεύει ήδη το 1867 βιογραφίες μουσικών, παλαιών και σύγχρονων της με γενικό τίτλο σειράς το Musikalische Studienköpfe (Πορτρέτα μουσικής μελέτης) στον εκδοτικό οίκο Breitkopf & Härtel.
Τα όμορφα αυτά πορτρέτα σε περιπτώσεις ζώντων τότε μουσικών, τα εμπνεύστηκε από την προσωπική γνωριμία με πολλούς, είναι επομένως αυθεντικές μαρτυρίες μιας σύγχρονης γυναίκας που συμμετέχει στη γερμανική μουσική κοινωνία της εποχής της.
Η Marie Lipsius ήταν η πρώτη που διεξήγαγε συστηματική έρευνα για να αναγνωρίσει τη μυστηριώδη «Αθάνατη αγαπημένη» του Μπετόβεν: Το 1909 δημοσίευσε τα Απομνημονεύματα της Therese Brunsvik και ερμήνευσε τον θαυμασμό της για τον συνθέτη ως κρυφή αγάπη. Αυτό αναθεωρήθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ανακαλύφθηκαν επιστολές και άλλα έγγραφα στο κτήμα των Brunsvik, τα οποία παρέπεμπαν στην αδελφή της Therese, την Josephine Brunsvik.
Μέρος από τα πρωτότυπα αξιόλογα γραπτά της, εκτίμησαν οι ενδιαφερόμενοι με την πρώτη έκδοση της αλληλογραφίας του Φραντς Λιστ.
Το 1917, δέκα χρόνια πριν πεθάνει, εξέδωσε τη δική της αυτοβιογραφία όπου σε πλούσια και γεμάτα ουσιαστικές λεπτομέρειες κείμενα πενήντα ετών, σκιαγραφείται η σοβαρή, υπεύθυνη και χωρίς ίχνος υστεροβουλίας προσπάθεια ζωής.
H ιστορία της Νάννερλ, αδελφής του Αμαντέους Μότσαρτ
18ος αιώνας. Η ιστορία της Μαρία Άννα Μότσαρτ, μεγαλύτερης αδερφής του Βόλφγκανγκ Αμαντέους, την οποία αναγνωρίζουμε κυρίως με το χαϊδευτικό της όνομα, Νάννερλ, μας ξαναλέει ότι οι προσδοκίες των ταλαντούχων γυναικών είχαν ανέκαθεν περιορισμένη επιτυχία.
Γράφει η πιανίστα Εφη Αγραφιώτη
Ήταν ένα μουσικό φαινόμενο η Νάννερλ. Η μουσική της διαδρομή διακόπηκε νωρίς γιατί δεν ήταν αποδεκτό για μια γυναίκα να είναι επαγγελματίας μουσικός. Στα 18 έπρεπε να παντρευτούν τα κορίτσια κι από τα 15 έπρεπε να εκπαιδευτούν για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και να κρατήσουν το σπίτι που θα άνοιγαν.
Η Μαρία Άννα και ο Βόλφγκανγκ, γεννήθηκαν στο Ζάλτσμπουργκ, και η Μαρία Άννα, ήταν η μεγαλύτερη από τα επτά στο σύνολο παιδιά της οικογένειας. Μόνο τα δυο παιδιά όμως, ο Βόλφγκανγκ και η Μαρία Άννα, επέζησαν. Γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1751 η αδελφή και ο αδερφός της στις 27 Ιανουαρίου 1756.
Ο πατέρας τους ο Leopold Mozart, ήταν επαγγελματίας μουσικός. Συνέθετε, διηύθυνε, δίδασκε, έπαιζε βιολί. Η μητέρα της, Anna Maria Walburga Mozart, φρόντιζε την οικογένεια. Η δύσκολη εγκυμοσύνη της στη γέννηση του Βόλφγκανγκ και τα παιδάκια της που δεν επέζησαν, της στέρησαν το να φέρει στον κόσμο περισσότερα παιδιά.
Πάνω στις παρτιτούρες της Νάννερλ έμαθε μουσική ο αδελφός της, ένιωθε λοιπόν περήφανη και ευτυχής για την τύχη της! Η ίδια ήταν μια από τις καλύτερες σολίστ, μέχρι που τα κοινωνικά «μη και όχι» την έβαλαν στην διαδικασία απομάκρυνσης από τις συναυλίες και τις συνθέσεις..
Ως τότε εντυπωσίαζε στην Ευρώπη & έκανε τους μουσικόφιλους σε πόλεις όπως το Μόναχο, το Παρίσι και η Βιέννη να υποκλίνονται στη μουσικότητα και τη δεξιοτεχνία της.
«Το κοριτσάκι μου παίζει τα δυσκολότερα έργα που γράφτηκαν με τελειότητα» και έχει σημασία ότι είναι 12 ετών, και μια από τους καλύτερους πιανίστες της Ευρώπης», δήλωνε με καμάρι ο πατέρας της το 1764.
Όταν η Μαρία Άννα ήταν επτά ετών, ο πατέρας της άρχισε να την διδάσκει τσέμπαλο. Το πήρε πρόθυμα, όπως και ο αδελφός της. Ο πατέρας τους συνειδητοποίησε γρήγορα το βάθος του ταλέντου τους και συνέχισε να τους διδάσκει. Το 1762, ο Leopold Mozart πήρε την οικογένειά του σε μια μουσική περιοδεία σε ευρωπαϊκές πόλεις. Έπαιζαν σε συναυλίες για ευγενείς και σε δημόσιες συναυλίες για το ευρύτερο κοινό. Το αν οι συναυλίες στις περιοδείες ήταν οικονομικά επιτυχημένες ή κόστιζαν σχεδόν όσα χρήματα απαιτούσαν οι μετακινήσεις, αμφισβητείται από ιστορικούς και βιογράφους. Τα παιδιά δέχονταν μεν δώρα όταν έπαιζαν για τους εντυπωσιασμένους ευγενείς, αλλά μερικές φορές ήταν μόνο αυτό ή κι ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό που πλήρωναν σαν εισιτήριο οι ακροατές.
Η Μαρία Άννα όταν πήγαινε για συναυλίες μαζί με τον αδελφό της, από τα οκτώ της χρόνια, λάμβανε υψηλότερη αμοιβή από αυτόν. Δεν πήγαινε όμως πάντα μαζί. Έμενε στο σπίτι με τη μητέρα της ενίοτε, όταν ο αδερφός της πήγαινε περιοδεία με τον πατέρα του, επίσης αυτή έμενε σπίτι με τον πατέρα της όταν ο αδερφός της πήγαινε ταξίδι με τη μητέρα του ως συνοδό. Η μητέρα πέθανε το 1778 ενώ βρισκόταν στο Παρίσι μαζί με τον γιο της.
Γνωρίζουμε από τις επιστολές του Leopold ότι η Μαρία Άννα συνέθεσε πολλή μουσική, αλλά καμία από τις συνθέσεις δεν έχει διασωθεί με το όνομά της. Γιατί; Ειπώθηκε συχνά ότι οι συνθέσεις της διασώθηκαν ως συνθέσεις του αδελφού της. Δεν αποδεικνύεται.
Όταν η Μαρία Άννα έφτασε στα 18 της, ηλικία στην οποία αναμενόταν όπως όλα τα κορίτσια, να παντρευτεί, σταμάτησε τις συναυλίες. Η μητέρα της είχε πεθάνει και ο πατέρας της ήθελε να κρατάει η κόρη το σπίτι τους. Σύμφωνα με τουλάχιστον ορισμένους βιογράφους, ήταν πιο αυστηρός ο πατέρας με την κόρη. Ο Βόλφγκανγκ τελικά έφυγε πρώτος από το σπίτι το 1781, αφήνοντας τη Μαρία Άννα με τον πατέρα της.
Η Μαρία Άννα ερωτεύτηκε τον Franz Armand d’Ippold, αλλά δεν τον παντρεύτηκε. Τον Αύγουστο του 1784, σε ηλικία 33 ετών, παντρεύτηκε τον Johann Baptist Franz von Berchtold zu Sonnenberg, ένα δικαστή που ζούσε έξι ώρες μακριά από το Ζάλτσμπουργκ. Μετακόμισε στο St. Gilgen, όπου φρόντιζε και τα πέντε παιδιά του συζύγου της, από προηγούμενους γάμους του. Το ζευγάρι απέκτησε τρία δικά του παιδιά που έζησαν λίγα χρόνια.
Το μεγαλύτερο παιδί της γεννήθηκε στο σπίτι του Λεοπόλντ Μότσαρτ, του παππού του. Η Μαρία Άννα τον άφησε στον παππού και ίσως ο Leopold να ήλπιζε να μεγαλώσει ένα ακόμα μουσικό θαύμα. Ο Leopold Mozart όμως πέθανε τον Μάιο του 1787 και ο νεαρός Leopold Berchtold επέστρεψε στη φροντίδα της μητέρας του.
Η σχέση μεταξύ Nannerl και Wolfgang, λόγω του χρόνου που περνούσαν μεγαλώνοντας μαζί ήταν ιδανική στην παιδική τους ηλικία. Απομακρύνθηκαν στην ενηλικίωση, κυρίως μετά το γάμο του Wolfgang. Μετά το 1788 σταματούν ακόμη και να επικοινωνούν με επιστολές. Σε μια επιστολή του 1800, έγραψε η Νάννερλ:
Η βιογραφία του καθηγητή Νίμετσεκ αναζωογονεί βαθειά τα αδελφικά μου συναισθήματα προς τον τόσο αγαπημένο αδερφό μου, που συχνά λυνόμουν στα δάκρυα διαβάζοντας την. Τώρα εξοικειώθηκα με τη θλιβερή κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο αδερφός μου στο τέλος της ζωής του και δεν γνώριζα τίποτα σχετικό.