Tου Νίκου Κουρμουλή. – Ο Πολ Όστερ βυθισμένος χαλαρά στη πολυθρόνα του αρχοντικού σαλονιού στο Ίδρυμα Ωνάση στη Πλάκα, κάπνιζε αρειμανείως το ηλεκτρονικό του τσιγάρο. Από πάνω του κρεμόταν ο γεμάτος χειρονακτική στωϊκότητα, πίνακας του Εμμανουήλ Ζαϊρη: «Γυναίκα που γνέθει». Αντίθετα ο ίδιος με όρεξη εφήβου, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Έκανε χιούμορ και εξομολογήθηκε εκείνα που τον παθιάζουν. Ένας στιβαρός συγγραφέας, που έχει αυτοπεποίθηση και δεν το κρύβει. Η φράση που τον εκφράζει διαχρονικά, την έχει κλέψει από τον μεγάλο Ρώσο σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι: «Κάνω τέχνη γιατί ο κόσμος δεν είναι τέλειος»
Παραδέχθηκε χωρίς περιστροφές, ότι ζούμε σε ταραγμένους καιρούς. Σε μια εποχή, που έχει χάσει τις ισορροπίες της. Στις Η.Π.Α ιδιαίτερα όπως τόνισε, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα από την Ευρώπη. Για παράδειγμα «τα πανεπιστήμια κοστίζουν πολύ. Είναι πανάκριβα. Οι νέοι για να σπουδάσουν, χρειάζονται μια περιουσία. Δανείζονται για να σπουδάσουν και με υψηλό επιτόκιο. Είναι τραγικό, αρπάζεται στιγμιαία ο Πολ Όστερ, φανταστείτε ένα μικρό παιδί να ξεκινά τη ζωή του, χρεωμένο. Και αν δεν είναι αυτό, θα είναι σίγουρα η οικογένεια του. Ας σημειώσουμε δε, ότι το επίπεδο των σπουδών έχει πέσει αισθητά».
Ένα επίσης σημαντικό πρόβλημα που εντοπίζει ο Πολ Όστερ, δεν είναι άλλο από την ανεργία. Τόσο στις μεσ οδυτικές πολιτείες, όπου η καρδιά της βιομηχανικής Αμερικής χειμάζεται όσο και στην Νέα Υόρκη, που τα πράγματα δεν πάνε καλύτερα. «Δυστυχώς πλέον οι Η.Π.Α είναι μια χώρα που δεν παράγει πνευματικό έργο. Ίσως πάντα έτσι να ήταν εκτός από μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας. Δεν μας ενδιαφέρουν οι ιδέες, λέει κατηγορηματικά. Μας ενδιαφέρουν μόνο οι εμπορικές συναλλαγές και ότι μπορεί να αποφέρει χρήματα με οποιοδήποτε κόστος. Για μένα όμως που έχω την ιδιότητα του συγγραφέα τόσα χρόνια, δεν είναι απαραίτητα κακό. Με διατηρεί σε εγρήγορση, αυξάνει τα επίπεδα της οργής μου και κρατά τα μάτια μου ανοιχτά».
Μιλώντας για την οικογένεια του σημειώνει, πως «δεν προέρχομαι από φύτρα διανοουμένων. Μπορεί και να είναι καλύτερα έτσι. Από μικρός όμως πήγαινα στην κοντινότερη βιβλιοθήκη και διάβαζα με τις ώρες». Τον συνάρπαζε ο κόσμος του βιβλίου. «Όταν γράφεις από μικρός, αναλογίζεται, νιώθεις πιο κοντά στο να συνδεθείς με τον κόσμο και να κατασκευάσεις ευκολότερα έναν δικό σου». Αν και ο ίδιος ο Πολ Όστερ, αποτρέπει τους νεότερους στο να ασχοληθούν με τη τέχνη. «Θέλει χρόνο λέει, σκληρό στομάχι και χρήμα. Επίσης είναι διαπιστωμένο, μονολογεί, το να γράφεις και να ζεις σ’ένα δωμάτιο όλη τη μέρα παλεύοντας με δαίμονες, δεν είναι ο πιο «ενδεδειγμένος» τρόπος να μεγαλώνει κανείς. Χρειάζεται να έχεις έναν πολύ ισχυρό καταναγκασμό για να γίνεις συγγραφέας», συμπληρώνει ο Πολ Όστερ. «Εξάλλου στα είκοσι, εύκολα γίνεσαι ποιητής. Στα τριάντα που αρχίζουν οι συμβατικές υποχρεώσεις, τα πράγματα δυσκολεύουν. Αν περάσεις τα σαράντα δε και έχεις εκδώσει αξιόλογα βιβλία, τότε μπορείς να λέγεσαι λογοτέχνης και με τη βούλα». Τα βιβλία του περιλαμβάνουν πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, χωρίς να συγκαταλέγονται στα αυτοαναφορικά. «Σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν τον καθένα, ένας «anybody», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. Μου αρέσει να μοιράζομαι πράγματα και όχι να κρατώ για έμενα βαθυστόχαστες αναλύσεις».
Η πλοκή στα βιβλία του που διαπερνά τους χαρακτήρες, «είμαι περισσότερο storyteller παρά novelist» όπως τόνισε, προσεγγίζει έναν οικείο ρεαλισμό, για να τον ανατρέψει στη συνέχεια. Αυτό που διαβάζουμε είναι μια παλλόμενη μεμβράνη, μέσα σε μια αυξανόμενη σιωπή. Εκεί όπου οι ανθρώπινες ταυτότητες αλλάζουν, μετατίθενται ραγδαία. Μπορεί και να μην έχουν καμία σημασία εντέλει. «Η έννοια της ταυτότητας με απασχόλησε σοβαρά, ιδιαίτερα στην «Τριλογία της Νέας Υόρκης». Εν είδη ισοδυνάμων, την τοποθετώ να είναι μέρος μιας κυκλικής αλυσιδωτής αντίδρασης: Ταυτότητα-Μεταμφίεση-Απαλειφή-Κρίση».
Είναι γνωστό ότι ο Πολ Όστερ έχει «κατηγορηθεί» για τεχνοφοβία. Έχει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία πίσω από αυτό, ενώ παραδέχεται ότι είναι εκτός τεχνολογίας. «Χρησιμοποιώ ελάχιστα τον υπολογιστή, καθόλου το κινητό και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Παραμένω πιστός στην παλιά μου γραφομηχανή, μάρκας Olympia. Παλεύω με το μολύβι και το μελάνι να καρφιτσώσω τις λέξεις, χαράσσοντας τις με κόπο πάνω στο χαρτί. Από το μέσο που χρησιμοποιείς, εξαρτάται και ως ένα βαθμό ο τρόπος σκέψης σου. Με τον υπολογιστή, οι λέξεις τρέχουν. Μπορείς να τις βάλεις όπου θέλεις να να παίξεις μαζί τους. Με την αναλογική μέθοδο, για να παραδώσεις στο τέλος της μέρας ένα καθαρό χειρόγραφο, πρέπει να το γράψεις μπόλικες φορές από την αρχή», σημειώνει. Πρόσφατα εκφράστηκε αναφανδόν υπέρ του μποϋκοτάζ στην Amazon. «Έχουν καταντήσει πορτιέρηδες» λέει με το γνωστό του φλέγμα ο Πολ Όστερ. «Εκτός του ότι τα βιβλιοπωλεία έχουν άμεσο κίνδυνο λουκέτου, οι κύριοι της Amazon θα αποφασίζουν τι θα εκδίδεται και τι όχι. Ποιοι συγγραφείς θα διανέμονται και ποιοι όχι. Μια κατάσταση απαράδεκτη, που εφαρμόζει κατά γράμμα τις σκοτεινότερες μορφές λογοκρισίας».
Οι ιδέες δεν έρχονται όποτε τις θέλει. Ή μάλλον δεν ξέρει το παραμικρό γι αυτές πριν τον επισκεφτούν. «Έρχονται πάντως αργά. Δεν ξέρω λίγο πριν έρθει η στιγμή να ξεκινήσω ένα βιβλίο, αρχίζει να γεννιέται μέσα μου κάτι σαν μουσική. Ίσως ο ήχος της πρώτης πρότασης. Και μετά οι λέξεις αρχίζουν και μου φωνάζουν: Κοίταξε μας, εμείς είμαστε οι κατάλληλες για σένα. Και κάπως έτσι αρχίζει να γράφω». Ο Πολ Όστερ θεωρεί πως το αστείο ως δομή και ως εκφορά, είναι η βασική αφηγηματική φόρμα. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να το πετύχεις στην εντέλεια. Στην κοινή ερώτηση των τελευταίων χρόνων τουλάχιστον, για τον ρόλο των διανοουμένων στις Η.Π.Α και στο κόσμο γενικότερα, ο Πολ Όστερ, χαμογελά ειρωνικά λέγοντας: «Μα σας είπα, μην κουράζεστε άδικα. Δε ακούν εμάς, αλλά τους σταρ του Χόλυγουντ». Ένας κορυφαίος συγγραφέας που με λόγια σταράτα αποδίδει με ευκρίνεια, το περίγραμμα της μοναδικής συλλογιστικής του.
[Widget_Twitter id=”1″]