Θάνος Οικονομόπουλος/Δυσάρεστες αλλά χρήσιμες αλήθειες στα ελληνοτουρκικά…
Έχει περάσει ποτέ από το ελληνικό μυαλό η περίπτωση να μην είναι όλα όσα λέει η Τουρκία λάθος, παράλογα, εκτός πραγματικότητας; Να έχει κι’ αυτή κάποιο δίκιο το οποίον την πνίγει, άσχετα με τον τρόπο που επιδιώκει να της αναγνωρισθεί;
Δεν ήταν ποτέ καλός γείτονας η Τουρκία. Το γνωρίζουμε, το έχουμε υποστεί ως έθνος. Ταυτόχρονα, είναι μια χώρα με δεσπόζουσα γεωπολιτική θέση στην ευαίσθητη περιοχή μας, με αγορά και οικονομία «ενδιαφέρουσα» για τις μεγάλες και ισχυρές χώρες. Γεγονός που της επιτρέπει να «παίζει», να πιέζει, ακόμη και να εκβιάζει κατά την άσκηση της πολιτικής της, κι’ αυτή της η προκλητική συμπεριφορά να γίνεται ανεκτή. Έστω με δυσφορία.
Μ’ αυτόν τον γείτονα είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε. Δεν μπορούμε ούτε να… τον διώξουμε, ούτε εμείς να μετακομίσουμε. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να βρούμε ένα modus vivendi μαζί του.
Η πολιτική που ακολουθήσαμε τα πολλά τελευταία χρόνια, εκ των εξελίξεων αποδεικνύεται ότι δεν τελεσφόρησε. Το γνωστό σ’ αυτές τις διμερείς σχέσεις «κάθε πέρσι και καλύτερα», μιλάει από μόνο του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ευθύνη βαρύνει την Ελλάδα. Ευθύνεται κατά κύριο λόγο η διεκδικητική και συχνότατα προκλητική πολιτική που ακολούθησε η Τουρκία. Αυτό στο οποίο φταίμε, είναι ότι παραβλέποντας, αγνοώντας τις εξελισσόμενες συγκυρίες δεν φροντίσαμε να αναπροσαρμόσουμε την δική μας τακτική και στρατηγική έναντι της γείτονος σε σχέση μ’ αυτές τις εξελίξεις και τις μεταβαλλόμενες ισορροπίες. Παραμείναμε αμετακίνητοι στις θέσεις και τις γραμμές μας, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε.
Με την ακριβώς αντίθετη λογική, κινήθηκε η Άγκυρα. Όχι μόνο φρόντιζε να προκαλεί αυτή αλλαγές στις παραμέτρους του προβλήματος και των μεταξύ μας σχέσεων, αλλά έσπευδε και να εκμεταλλευθεί υπέρ της κατά τον καλύτερο για την ίδια τρόπο τις μεταβολές των ισορροπιών και των συσχετισμών στην περιοχή μας αλλά και ευρύτερα.
Οχυρωμένοι και επικαλούμενοι πάντα το διεθνές δίκαιο και συνθήκες του παρελθόντος (που στην πράξη είχαν παραβιασθεί και παραβλεφθεί κάμποσες φορές…), παραμέναμε αμετακίνητοι στα επιχειρήματά μας. Καταφεύγαμε κι’ επιζητούσαμε την στήριξη και την προστασία συμμάχων και εταίρων, επικαλούμενοι «το δίκιο μας», ακόμη και όταν εκείνοι μας έδειχναν ξεκάθαρα ότι δεν είναι διατεθειμένοι να τα προσφέρουν. Γιατί φρόντιζαν τα δικά τους συμφέροντα, σ’ ότι αφορούσε τις σχέσεις τους με την Τουρκία. Αγνοούσαμε συστηματικά αυτό που έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στους διπλωμάτες του υπουργείου εξωτερικών ένα αιώνα πίσω, πως «στα διεθνή φόρα, δεν θα μιλάτε για εθνικά δίκαια, αλλά θα επικαλείσθε εθνικά συμφέροντα, αυτά μόνο αναγνωρίζουν και σέβονται τα κράτη…»
Επιμένουμε να επικαλούμαστε την Συνθήκη της Λωζάννης, όταν αυτήν δεν την έχει σεβασθεί ποτέ η Άγκυρα όχι μόνο στις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, με πρόσφατο παράδειγμα την εισβολή στην Συρία. Όχι μόνο δεν υπέστη κυρώσεις, αλλά… ανταμείφθηκε κι’ όλας γι’ αυτήν, αναβάθμισε την επιρροή της!
Αν στο Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο δεν υπήρχε η προοπτική να υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα ενεργειακά κοιτάσματα, η κατάσταση στις σχέσεις μας με την Τουρκία θα παρέμεναν στο επίπεδο… του σκύλου με την γάτα. Οξύνσεις, προκλήσεις, διεκδικήσεις νησιών και βραχονησίδων, εντάσεις και υφέσεις. Δυσάρεστες και προβληματικές καταστάσεις, αλλά διαχειρίσιμες. Κρίσιμες, αλλά όχι άμεσα επικίνδυνες…
Τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο, άλλαξαν τα πράγματα. Η Τουρκία, δεν μπορούσε να αφήσει τον εαυτό της έξω από αυτό το… πλούσιο τραπέζι. Συστηματικά και μεθοδικά, άρχισε να αναπροσαρμόζει την εξωτερική πολιτική της, να δημιουργεί «επιμέρους» καταστάσεις που θα μπορούσε να τις εκμεταλλευθεί μελλοντικά. Κατέθεσε δημόσια την απαίτησή της για συνεκμετάλλευση αυτού του δυνητικού πλούτου. Και φρόντιζε επιμελώς να «περιγράφει» το διεθνές δίκαιο, υπό το δικό της πρίσμα και με την δημιουργία τετελεσμένων, όπως στην περίπτωση της «κοινής ΑΟΖ» της με τα κατεχόμενα…
Μια απλή ματιά στον χάρτη, οδηγεί και τον πλέον φιλέλληνα παρατηρητή και παράγοντα στην εκτίμηση ότι δεν είναι δυνατόν μια τεράστια χώρα, με έξοδο στην θάλασσα και την μεγαλύτερη ακτογραμμή της Μεσογείου, να μην έχει το νομικό δικαίωμα να «ξεμυτίσει», να μετέχει στην εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου. Ακόμη κι’ αν κάποτε, σε ανύποπτο χρόνο, αυτό ορίσθηκε τυπικά στις δέλτους του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών. Τα πάντα ρει. Η πραγματικότητα μεταλλάσσεται, κανόνες και αρχές αναθεωρούνται και αναπροσαρμόζονται…
Η δική μας στάση της εμμονής σε κανόνες και χαρτιά που έχουν εκ των πραγμάτων ξεπεραστεί, δεν αποδίδει. Το βλέπουμε, το βιώνουμε επικίνδυνα. Και κάνει την Τουρκία, μια αναντίρρητα δύστροπη, προκλητική, απρόβλεπτη και επικίνδυνη δύναμη, να γίνεται ακόμη πιο άτεγκτη. Ακόμη πιο επικίνδυνη- ιδίως τώρα που μπορεί να εκβιάζει και να περιφρονεί δυνάμεις πολύ ισχυρότερες από την Ελλάδα…
Ο πόλεμος, μόνο από «ελληναράδες», ανεγκέφαλους ή υπηρέτες σκοτεινών συμφερόντων μπορεί να προταθεί ως «λύση». Η άλλη λύση, είναι προσπάθεια συνεννόησης μ’ αυτόν τον συγκεκριμένο γείτονα. Κι’ αυτό, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην απεμπόληση δικαιωμάτων και συμφερόντων. Δεν συνιστά «εθνική μειοδοσία» η ρεαλιστική αποτίμηση της διαμορφούμενης πραγματικότητας.
Αλλά, αυτό προϋποθέτει εθνική πολιτική με διακομματική συναίνεση. Την χάραξη ενός συγκεκριμένου εθνικού σχεδίου εξωτερικής πολιτικής με προοπτική, μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες…
Ένα πρώτο βήμα, θα μπορούσε να είναι η προσφυγή στα διεθνή δικαστήρια. Αλλά, με επίγνωση του ότι αυτά σχεδόν πάντα βγάζουν αποφάσεις συμβιβαστικές, που λαμβάνουν υπ’ όψη τους την διαμορφωμένη πραγματικότητα, την εξασφάλιση ωφελημάτων και για τις δύο πλευρές. Που επιδιώκουν ισορροπίες και καλές, ανεκτές έστω, σχέσεις γειτονίας.
Έχουμε την ωριμότητα να το δεχθούμε, η θα παραμένουμε αδιέξοδα και με προφανή τον κίνδυνο να συμβεί το… «ο μη γένοιτο» σε μια εθνική πολιτική που μας καταδικάζει να λέμε κάθε χρόνο «κάθε πέρσι και καλύτερα»;