Πολλοί πιστεύουν ότι η πολιτική δεν αφορά τη ζωή τους ή, έστω, την πολύ προσωπική. Άλλοι, με βάση την εμπειρία, γυρίζουν την πλάτη. Οι περισσότεροι κινούνται μεταξύ αδιαφορίας, δυσθυμίας και άγνοιας. Η ιστορική ματιά λέει ότι η επίσημη, mainstream πολιτική ήταν αποκλειστικό πεδίο μεσήλικων ανδρών της μεσαίας τάξης που κυριαρχούσαν στα κοινοβούλια και τις εθνοσυνελεύσεις του κόσμου.

Στη μετανεωτερικότητα, η κατάσταση άλλαξε ελαφρώς: όλο και περισσότερες γυναίκες και πρόσωπα από μειονότητες έχουν γίνει μέλη κοινοβουλευτικών σωμάτων, αξιωματούχοι, δήμαρχοι και υπουργοί. Το τελευταίο, δεν έφερε δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα στο σύστημα. Το σύστημα ασχολείται με την αναπαραγωγή του. Αποτέλεσμα, η αύξηση της φτώχειας για τους πολλούς και του πλούτου για τους λίγους.

Η εμπειρία της κλειστής ελληνικής κοινωνίας επιδεικνύει με καμάρι το παλαιότερο άκαμπτο μοτίβο. Μαζί με τη βεβαιότητα ότι τα αρχηγικά κληρονομικά κόμματα και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για την εξουσία είναι τα μόνα που μετέχουν στον στίβο των πολιτικών μαχών. Κλασικά παραδείγματα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Και γι’ αυτόν τον λόγο συνηθίζουμε να χάνουμε όλες τις άλλες μάχες. Αυτό το παράδειγμα κοινωνικοπολιτικής πειθάρχησης –αναγκαίο κατ’ αρχήν, γιατί εμείς επιλέγουμε και πηγαίνουμε στο κόμμα που μας αρέσει‒ στερεί την ίδια την έννοια και την ουσία της πολιτικής.

Και από τη μεριά τους, τα πολιτικά κόμματα δεν έκαναν ούτε κάνουν τίποτα για να το αλλάξουν – ούτε η Αριστερά όταν είχε την ιστορική δυνατότητα. Έτσι, ό,τι ξεφεύγει από κάποιον «πολιτικό» κανόνα, είναι περίπου ασύνταχτο, απολιτίκ και δυνάμει επικίνδυνο. Τα τελευταία χρόνια είναι μόνον ένα: είναι «μπαχαλάκικο». Αυτή η παλιομοδίτικη, αλλά επικερδής για τα κομματικά ταμεία θέση, μικραίνει την πολιτική.

Τη ροκανίζει εκ των έσω και, τελικά, την παραδίδει σε δυνάμεις που πολλές φορές υπερβαίνουν τα όρια της εθνικής κυριαρχίας, της αξιοπρέπειας των πολιτών ή ακόμα και του αισθήματος της υπερηφάνειας να ανήκει κάποιος σε μια πολιτική –εθνική, ας την πούμε έτσι‒ τάξη. Ενα παράδειγμα ‒όχι δικό μας‒ δείχνει πόσο ρευστή είναι η ίδια η «πολιτική» όταν ερμηνεύεται εν στενώ και πόσο εύκολα υπερβαίνει τις κυβερνητικές προσδοκίες αλλά και τη διεθνή τάξη. Κυρίως, δείχνει πόσο εύκολα η ξινισμένη πολιτική παραδίνεται στις πανουργίες της πραγματικότητας όταν την αγνοεί, κατά συρροή και με κυνισμό.

Το 2003 το κίνημα που είχε ξεσηκώσει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους που διαμαρτύρονταν με έναν στόχο ανοιχτά πολιτικό –να αποτρέψουν τις κυβερνήσεις από το να εισβάλουν στο Ιράκ‒ είχε υποβιβαστεί σε κίνημα ειρηνιστών (στην καλύτερη περίπτωση) που δεν είχαν καμία θεσμική δύναμη και ουδεμία σχέση με την πολιτική ή τη διεθνή διπλωματία∙ λοιδορήθηκαν ότι ήταν άσχετοι με τον σύγχρονο πόλεμο. Βέβαια, τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της εμμονικής θέσης δεν τα βίωσαν στο πετσί τους ο Μπους και η «λέσχη των προθύμων», ο Τόνι Μπλερ, ο Μπαρόζο και ο Αθνάρ, αλλά τα εκατομμύρια των Εγγλέζων, των Ισπανών… των Ελλήνων και των λοιπών Ευρωπαίων και Αμερικανών.

Στη δική μας μικροκλίμακα, πράγματι, υπάρχουν δυνάμεις που διψούν για εκσυγχρονισμό, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Κανείς δεν αγνοεί τη σημασία των δεσμών της γνώσης, της κοινοτομίας και των ικανοτήτων, της προηγμένης τεχνολογίας και των συνδεδεμένων κοινωνικών δικτύων στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή. Μάλλον, είναι το αυτονόητο βήμα για ένα καλύτερο συλλογικό μέλλον. Αλλά αυτό θα πρέπει να πραγματώνεται απροϋπόθετα.

Αλλά δεν πραγματώνεται γιατί η κοινωνία εξακολουθεί να κυβερνάται από μία κληρονομική ελίτ που ζει για την αναπαραγωγή της και αυτοϋπονομεύεται από τις δουλείες της αναπαραγωγής της. Ποιος ισχυρίζεται ότι μιλάμε για «κανονικότητα» ή για μια συνήθη «δημοκρατική» τάξη σε συμφραζόμενα «ουδέτερης διακυβέρνησης»; Μιλάμε για μονοπωλιακή, οργανωμένη ελίτ που αρνείται ο,τιδήποτε στον οποιονδήποτε. Η χώρα δεν είναι μόνον ο Τσιτσιπάς ή ο Αντετοκούνμπο και οι δυναμικοί σταρτάπερς.

Είναι τα εκατομμύρια των αποκλεισμένων της υπόθεσης∙ είναι οι εικοσιπεντάχρονοι και όσοι ταλαντούχοι και προσοντούχοι δραπετεύουν από το «δύο μέτρα και δύο σταθμά», τους κομματικούς στρατούς, τους αποστράτους και τους πρώην. Είναι και τα εικοσάχρονα, τα απολιτίκ και τα μπαχαλάκια που οργίζονται.

Είναι οι φοιτητές που κάνουν την ποινή τους χωρίς ορατό μέλλον. Τη βοή των αποκλεισμένων, η κυβέρνηση εκ των προτέρων τη θεωρεί «μπαχαλάκικο». Ούτε την ακούει ούτε την κατανοεί. Το ίδιο είχε κάνει και το 2008. Αυτή η κυβέρνηση έχει κάνει τους Έλληνες φοβικούς μοιρολάτρες, τη χώρα μικρή και μόνη στο ρευστό τοπίο μεγαλύτερων, βίαιων δυνάμεων. Δεν είναι κακό να πιστεύεις κάποιον που σου υπόσχεται παράδεισο όταν δεν έχεις καλύτερη πρόταση.

Το κακό είναι να πιστεύεις στην ξινισμένη πολιτική του που είναι η άλλη όψη της ανεξέλεκτης και σκληρής εξουσίας του. Η καχεκτική και δύσθυμη πολιτική κοινωνία τσιμπάει ψυχία από το τραπέζι των ξινισμένων πολιτικών. Στην κυβέρνηση αρέσει. Αρέσει στους πολίτες η έκπτωση διαρκείας της πολιτικής την οποία επιταχύνουν οι μη άριστοι «άριστοι»;