Θυμήθηκα την πρώτη επαφή με την ποίηση του Μπρεχτ το ’78, στη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη από το Θεμέλιο, τη θεατρική «Αντιγόνη» του σε μετάφραση του Α. Σολομού στη Θεατρική Βιβλιοθήκη της Δωδώνης. Η ιστορική επαφή με τον Μπρεχτ από το 1957, όταν ο Κάρολος Κουν ανέβασε τον «Κύκλο με την κιμωλία» στο υπόγειο του «Ορφέα». Από τον Κεντρωτή, μεταξύ πολλών άλλων, κρατώ τη μετάφραση στο «Περί βλακείας» του Ρόμπερτ Μούζιλ που μου χάρισε ο ίδιος το 1992, μα πιότερο τη φιλία.
Στην οδό Ζ. Πηγής –φτάσαμε– στο ύψος της Καλλιδρομίου, ο άλλος ιστορικός οίκος, οι Εκδόσεις Γκοβόστη. Εκεί ο Αρης Αλεξάνδρου εργάστηκε το 1943 ως επαγγελματίας μεταφραστής –στη δική του γλώσσα διαβάσαμε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Αχμάτοβα, Ερενμπουργκ κ.ά. Τρίτη γενιά σήμερα, οι Γκοβόστηδες, με επικεφαλής τον εγγονό, Κώστα Γκοβόστη, μας καλωσόρισαν μαζί με τους υπεύθυνους του περιοδικού «Τα Ποιητικά», τον Κώστα Παπαγεωργίου και την κριτικό και μεταφράστρια Τιτίκα Δημητρούλια –καθηγήτρια του ΑΠΘ και παλιά φίλη από την εποχή του «Διαβάζω» με τον Ηρακλή Παπαλέξη.
Το περιοδικό «Τα Ποιητικά» απένειμε το βραβείο μεταφρασμένης ποίησης «Αρης Αλεξάνδρου» στον Γ. Κεντρωτή για τον τόμο «Μπέρτολτ Μπρεχτ: Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων και άλλα 499 ποιήματα», Gutenberg, 2014 –μια ανθολογία εύρους της ποιητικής του Μπρεχτ που πρώτη φορά εκδίδεται στα ελληνικά.
Το σκεπτικό της απονομής του βραβείου λιτό: «Η εργασία του Γ. Κεντρωτή αποτελεί έναν “άθλο” όπως έλεγαν παλιά. Εχει αντιμετωπίσει συνολικά την ποιητική εικόνα του Μπρεχτ, πράγμα που είναι απαραίτητο στην περίπτωση ενός τόσο σπουδαίου ποιητή. (…) Ο Γ. Κεντρωτής έχει μακρά θητεία στα γράμματα και στη μετάφραση. (…) Στο πρόσωπό του τιμούμε τη μεταφραστική “μαστοριά”…».
Η αντιφώνηση δωρική: «Ευχαριστώ (…) για το βραβείο που φέρει το όνομα του μεγαλύτερου Ελληνα μεταφραστή και δυνάμει δασκάλου όλων των ομόγλωσσών μας μεταφραστών». Εν μέσω κρίσης για το βιβλίο, η ανατροπή του «κανόνα του ανταγωνισμού» ήρθε σύντομα από τους δύο εκδότες. Ο Δαρδανός: «Επιτρέψτε μου να αφιερώσω το βραβείο στην οικογένεια Γκοβόστη». Ο Γκοβόστης: «Οσο υπάρχουν οι εκδόσεις Gutenberg και οι Δαρδανοί με τα ποιοτικά τους βιβλία, νιώθω ότι δεν είμαι μόνος…».
Και, στη συνέχεια, η πραγματική οικονομία της ποίησης, το υλικό αποτύπωμα του πολιτισμού: τα εργαστήρια των ομοτέχνων∙ η συντροφία. Σαν γυμνασιάρχης ο Παπαγεωργίου φώναζε τα ονόματα των νέων συνεργατών του περιοδικού οι οποίοι απήγγελλαν ένα-δύο ποιήματά τους, ανέκδοτα και άλλα από την πρώτη τους ποιητική συλλογή «ιδίοις αναλώμασι». Η σκέψη, ο κάματος της τέχνης, η υπεροχή της ελληνικής, η πύκνωση των νοημάτων και των ιδεών, η κατάθεση της γραφής, της ψυχής…
Η μεγάλη παράδοση της ελληνικής ποίησης, οι ποιητές του κόσμου, η σχέση των μεγαλύτερων με τους νεότερους, η στοχαστική-κριτική συνάφεια υφαίνεται γύρω από τα περιοδικά, όπως «Τα ποιητικά» του Γκοβόστη, η «Ποιητική» του Πατάκη, το «Οροπέδιο» του Δημήτρη Κανελλόπουλου, η «Νέα ευθύνη» με τον Δ. Κοσμόπουλο, το «Εντευκτήριο» με τον Γιώργο Κορδομενίδη, το «Κουκούτσι», το «Πλανόδιον» και πολλά άλλα –που δεν φτάνουν στα σχολεία, στα Γυμνάσια, στα Λύκεια– που κυκλοφορούν χέρι χέρι μεταξύ των ομοτέχνων. Και με την Πολιτεία απούσα∙ να αντιμετωπίζει όλες αυτές τις γονιμοποιούς φυλές ως μη υπάρχουσες, περιττές, τους ποιητές σαν λαπάδες… Και αθέατους και λαπάδες.
Κοίταζα δίπλα μου τον αγαπημένο ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο. Είχαμε γνωριστεί στα τέλη του ’70, όταν, φοιτητής εκείνος της ΑΣΟΕΕ, έπαιζε στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ με το Θεατρικό του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Δεν είπαμε πολλά. Καταλαβαίναμε.
Ολη αυτή η παραγωγή, ο μόχθος χάρισμα απλήρωτο… Από τους ταλαντούχους νέους, πολλοί ανήκουν πλέον στην «generation jobless», τη γενιά των ανέργων. Ποιος ανησυχεί για την περιθωριοποίησή τους; Τα άξεστα πάθη ποτέ δεν νοιάστηκαν για τις λίμπρες πολιτισμού που χάνει το κοινωνικό σώμα, το αύριο.
Και απέναντι, η γκλαμουριά, το κιτς, η χλίδα. Ο,τι επιβραβεύει η σόου μπιζ και η κατανάλωση: τα πρότζεκτ «της τέχνης και του πολιτισμού» των εταιρειών και των πλούσιων ιδρυμάτων, της διαφήμισης και των μεγάλων χορηγιών. Διόλου κακό –απεναντίας– ότι στα «Οσκαρ του βιβλίου» 2016 του Public, το βραβείο ποίησης πήγε στον Καβάφη –ένα βραβείο που κανείς δεν παρέλαβε. (Στην ουσία βραβεύτηκε ο εξαιρετικός τόμος που επιμελήθηκε ο Δ. Δημηρούλης, «Κ.Π. Καβάφης: Τα Ποιήματα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα», εκδ. Gutenberg, 2015).
Το βραβείο μπορεί να δείχνει τη συντριπτική υπεροχή του Καβάφη. Ομως, μπορεί να δείχνει και τάση «να τον κάνουμε δικό μας», μιντιακό, μερικευμένο φιρμέ ευκολάκι που θα δώσει κάτι στο λαμέ μας, αλλά και την ευκολία που η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της αμορφωσιάς τολμά να ασχημονεί για πολλοστή φορά «επαναστατικώ δικαίω» στο άγαλμα του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά, γωνία Ακαδημίας και Ασκληπιού.
—Σολωμός! «Ποιο καλέ, το ψάρι;» —Καβάφης! «Καλέ, αυτός δεν πήρε το βραβείο στο Παλλάς;» —Ποιος είναι αυτός ρε; «Δεν ξέρουμε». —Καλά, γαμ…στε τον!