37
Σ’ εκείνο το μικροσκοπικό ρετιρέ
Γράφει η Τόνια Μανιατέα
Ένας συναγερμός, που κόλλησε καταμεσής του μεσημεριού, όταν όλα γύρω βράζουν από την καλοκαιρινή κάψα και τα παράθυρα του σπιτιού είναι ορθάνοιχτα, μόνο εφιάλτης μπορεί να γίνει. Κοντεύει μισάωρο, αλλά φαίνεται αιώνας. Ένας διακεκομμένος διαπεραστικός ήχος σαν κούκος, που πάγωσε στις 12.00, κρεμασμένος έξω από το πορτάκι του. Υποθέτω ότι οι ιδιοκτήτες λείπουν…
Θυμήθηκα ένα σπίτι της νιότης μου στα Άνω Ιλίσια. Γαυγαμήλων. Ιστορική οδός. Έναν ρετιρέ παράδεισο 47 τετραγωνικών, που απλωνόταν σε δύο ορόφους με μπαλκόνια υπερδιπλάσια του μεγέθους του και με άνοιγμα λοξά αριστερά στην Ακρόπολη και ευθεία απέναντι στον Άη Γιώργη του Λυκαβηττού. Όταν είσαι νέος δεν έχεις απαιτήσεις. Βολεύεσαι. Ένας τεμπέλικος καναπές, μια τηλεόραση ακουμπισμένη πάνω σε βιβλία, ένας στενός πάγκος σε χρέη γραφείου, δύο τραπεζάκια, για το τηλέφωνο το ένα, για το στερεοφωνικό το άλλο. Βιβλία και δίσκοι (βινύλιο τότε) παστωμένα στις γωνίες. Στον επάνω όροφο ένα ημίδιπλο κρεβάτι κι ένα χαμηλό μπαμπού τραπέζι για το ξυπνητήρι και το βιβλίο πριν το ύπνο. Αυτά τα ολίγα λειτουργικά.
Δεκατρία χρόνια έζησα σε κείνο το σπίτι και δεν έβαλα ποτέ κουρτίνες για να μη χάνω πόντο του ορίζοντά του. Τους χειμώνες συχνά καθόμουν στην εσωτερική ξύλινη σκάλα του σπιτιού, που είχε φόντο το μεγάλο παράθυρο και χάζευα τη θέα…
Αρκετά χρόνια μετά, πληροφορήθηκα ότι εκείνο το σπίτι δεν υπήρξε μόνο η δική μου έμπνευση. Πριν το κατοικήσω εγώ, το κατοίκησε η Λίνα Νικολακοπούλου και το τραγούδι της «κάπνιζες Καρέλια στη σκάλα» είχε γραφτεί ακριβώς σε κείνη την ξύλινη, εσωτερική σκάλα με την υπέροχη θέα.
Τα καλοκαίρια μου τα εξαντλούσα στα μπαλκόνια. Στο επάνω υπήρχε μονίμως μια σεζλόνγκ, όπου έπινα τον πρωινό καφέ και λιαζόμουν ως το μεσημέρι. Στο κάτω, καρέκλες μπόλικες κι ένα τραπέζι με μια γραφομηχανή, όπου ξεσπούσα τις εμπνεύσεις μου μέχρι να πέσει το φως του ήλιου.
Τα βράδια, όταν ήμουν διπλά τυχερή και το αεράκι έφερνε τον ήχο από τον Λυκαβηττό, άκουγα τη συναυλία του εκάστοτε καλλιτέχνη. Αλλιώς, απολάμβανα τη μονή τύχη μου καρφώνοντας τα μάτια μου στον φωτισμένο βράχο. Και σα να είχε ευλογήσει το δωδεκάθεο εκείνο το σπίτι… μάλλον σαν το δωδεκάθεο να είχε ευλογήσει εμένα σε κείνο το σπίτι, επειδή στο ρετιρέ της απέναντι -χαμηλότερης από τη δική μου- πολυκατοικίας ζούσε μια εξαιρετικά ταλαντούχα σοπράνο και τα καλοκαίρια, που τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα, απολάμβανα τις πρόβες της. Ειδικά κάτι Αύγουστους, που η πόλη ήταν άδεια εκείνη η φωνή έφτανε στ΄ αφτιά μου σα μελωδία αγγέλων.
Τώρα βιώνω τον εφιάλτη του κούκου σε λόξιγκα…