42
Γεννημένη τον Νοέμβριο του 1932, στο Μαγκάγκουε της Βόρειας Κολομβίας, η Mερσέντες γνώριζε τον Γκαρσία Μάρκες από τα 13 της κιόλας χρόνια. Συναντήθηκαν στην πόλη Σούκρε το 1941 και το 1945 τής ζήτησε να τον παντρευτεί – πράγμα που έγινε ωστόσο πολλά χρόνια μετά.
Όταν ρωτήθηκε σε μια συνέντευξη για την πρώτη τους συνάντηση, είπε: «Δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήμασταν πάντως και τα δύο μας μικρά παιδιά. Είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις όπου ο ένας μεγαλώνει μαζί με τον άλλον». Σχετικά με την περιβόητη πρόταση γάμου στα 13 της, η ίδια είπε: «Μια μέρα, από το πουθενά και εντελώς ξαφνικά, μου είπε, “Πρέπει να με παντρευτείς”. Έμεινα έκπληκτη από αυτόν τον επιτακτικό του τόνο, αλλά δέχτηκα, έστω και λίγο φοβισμένα». Παντρεύτηκαν το 1958.
Ο Μάρκες ήταν ένας άγνωστος 40χρονος δημοσιογράφος όταν ξεκίνησε να γράφει τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Η Μερσέντες, προκειμένου να του επιτρέψει να συνεχίσει να το γράφει χωρίς περισπασμούς, έβαλε υποθήκη πολλά από τα προσωπικά της αντικείμενα, μέχρι και πολύτιμα τιμαλφή. Σε ένα περιστατικό που ο ίδιος ο συγγραφέας διηγήθηκε, αφού τελείωσε τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς», ήθελε να το στείλει σε έναν γνωστό εκδοτικό οίκο στο Μπουένος Αϊρες. Έτσι, πήγαν μαζί στο ταχυδρομείο. Ήταν ένας τόμος 490 σελίδων και η αποστολή θα του κόστιζε 83 πέσος για να το στείλει από το Μεξικό –όπου διέμενε τότε– στην Αργεντινή. Είχαν μόνο 45 πέσος μαζί τους, οπότε αυτός χώρισε το βιβλίο στα δύο και έστειλε ένα μέρος του στον εκδότη. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, η Μπάρτσα πήρε όσα αντικείμενα αξίας τούς είχαν απομείνει –μια θερμάστρα, έναν στεγνωτήρα μαλλιών και ένα μπλέντερ– και πουλώντας τα στη μαύρη αγορά, το ζευγάρι κατάφερε να έχει πλέον αρκετά χρήματα για να στείλει ο «Γκάμπο» ολόκληρο τον τόμο με το βιβλίο.
Ο Μάρκες ομολόγησε μετέπειτα σε έναν φίλο του: «Όταν εξαντλήθηκαν όλα τα χρήματά μας, δεν μου είπε τίποτα για αυτό. Και όμως, η Mερσέντες κατάφερε –δεν ξέρω πώς– να τα έχει πάντα καλά, από τον χασάπη και τον αρτοποιό, μέχρι τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματός μας, στον οποίο χρωστούσαμε μέχρι και εννέα νοίκια». Κυρίως, βέβαια, η επί 56 συναπτά έτη σύζυγός του υπήρξε ο άνθρωπος που τον στήριζε 100% σε ό,τι και έγραφε, ενώ ήταν ασφαλώς η πρώτη που διάβαζε τα χειρόγραφά του, ασκώντας του κριτική.
Απεβίωσε στα 87 της όπως και ο Μάρκες. «Ήταν αυτή που είχε τα πόδια της σταθερά στο έδαφος, ενώ ο Γκάμπο περιπλανιόταν στα συγγραφικά εδάφη του μαγικού του ρεαλισμού»