Στο Βουκουρέστι των Ελλήνων/ Μια βόλτα στην πόλη του Βακούρ

Βουκουρέστι, η πόλη του βοσκού που τον έλεγαν Χαρά. Ανάμεσα στα Καρπάθια και τον Δούναβη. Πόλη αντιθέσεων και ωραίων ανθρώπων. Όλοι έχουμε ακούσει για την αίγλη και την αστική ανάπτυξη της πόλης αυτής στο παρελθόν.

Γράφει η πιανίστα `Εφη Αγραφιώτη


Η διαδρομή από το αεροδρόμιο φωτίζει όμως τις πρώτες αντιφάσεις μιας πονεμένης μεγαλούπολης. Πολυκατοικίες στα προάστια από τα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος που μοιάζουν σαν φαντάσματα, σκοτεινά φτωχικά σπίτια σαν να βρισκόμαστε στη δεκαετία του 50. Αίφνης όλα αλλάζουν, ένας φανταστικός σκηνοθέτης αλλάζει την εικόνα, πλησιάζουμε στο Herastrau, ένα πανέμορφο πάρκο, απ’ όπου βλέπεις την γραφική Αψίδα του Θριάμβου, ένα γαλλικής έμπνευσης κατασκεύασμα, του 1935. Το πανέμορφο πάρκο στα βόρεια της πόλης, με μια λίμνη στο κέντρο για βαρκάδες αλλά κι ένα ανοιχτό εθνογραφικό μουσείο με 270 παραδοσιακά κτίσματα δεν πρέπει να το χάσει κανείς επισκέπτης.

Από το 1862 το Βουκουρέστι είναι η όμορφη πρωτεύουσα, πόλη εντυπωσιακής ομορφιάς, ξακουστή και πλούσια. Στον Β παγκόσμιο πόλεμο τα πράγματα άλλαξαν. Μετά έγιναν προσπάθειες να ξαναφτιαχτούν τα σημαντικά κτίρια. Μπορεί να μην επισκευάστηκαν με τον καλύτερο τρόπο, ωστόσο οι δρόμοι διατήρησαν την άνεση που παραπέμπει σε δυτικοευρωπαϊκή μεγαλούπολη και τα πεζοδρόμια το μέγεθος που κάνει το περπάτημα απόλαυση ακόμα και σήμερα.

Ο επισκέπτης στο Βουκουρέστι μπορεί να χαρεί την περιπλάνηση στο κέντρο περπατώντας σε δεντροφυτεμένες λεωφόρους στα πεζοδρόμια των οποίων πολλά καφέ απλώνουν τα τραπεζάκια τους. Στη δεκαετία του 1930 το έλεγαν “Μικρό Παρίσι” ή “Παρίσι της Ανατολής” και το χρώμα εκείνης της εποχής είναι και σήμερα εμφανές, αν και η πόλη υπέστη στις επόμενες δεκαετίες φρικτές καταστροφές από βομβαρδισμούς κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, από τους φοβερούς σεισμούς του 1940 και του 1977 και από την εποχή του Τσαουσέσκου. Το Βουκουρέστι διέσωσε εκπληκτικής ομορφιάς κτίρια, νεοκλασικά, Μπελ Επόκ αλλά και μπαρόκ. Δεν απέφυγε τα σοβιετικού στυλ αυστηρά κτίρια, σαν αυτό του σιδηροδρομικού σταθμού για παράδειγμα. Δεν απέφυγε και την κακή αισθητική από την ανάμειξη νέου και παλαιού στοιχείου, σε πολλά κτίρια Το πράσινο και τα πάρκα καταμεσής της πόλης σκορπίζουν ομορφιά παντού. Το Cismigiou οι κάτοικοι το θεωρούν κομμάτι της αυλής τους.

Τα τελευταία χρόνια στα βόρεια της πόλης κτίζεται και αναπτύσσεται το δικό τους Σιτι, με είσοδο ηχηρών κολοσσών της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης. Από την οικογένεια των επιτυχημένων Ελλήνων του σήμερα, που δεν είναι λίγοι, θα αναφέρω μόνον την χαρακτηριστική παρουσία της εργατικής, σεμνής κυρίας Αικατερίνης Μπελεφάντη – Σοφιανού, που δραστηριοποιείται στον τομέα μηχανημάτων υγείας και Κέντρων Αιμοκάθαρσης.

Το απερίγραπτα άσχημο –εξωτερικά- κτίριο της πόλης που βεβαίως προσελκύει για άλλους λόγους τουρίστες, είναι το Κοινοβούλιο. Αν μου είπαν σωστά, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κτήριο στον κόσμο μετά το Αμερικανικό Πεντάγωνο, αριθμεί 1100 δωμάτια σε 12 πατώματα και διαθέτει πυρηνικό καταφύγιο στο υπόγειο! Ο λαός πλήρωσε 3 και πλέον δις ευρώ για τον αφέντη Τσαουσέκου, που ισοπέδωσε το 1/6 του ιστορικού κέντρου του Βουκουρεστίου με 30.000 καλαίσθητες κατοικίες και ιστορικές εκκλησίες για να χτιστεί το εξάμβλωμα. Οι κάτοικοι ακόμα σήμερα το αποκαλούν “Σπίτι του Τρελού”.Πάντως στο πίσω μέρος του θα συναντήσουμε τον πλούτο εκθεμάτων του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης , αυτό αξίζει πραγματικά.

 

Ένα τεράστιο κτήριο-κομψοτέχνημα στο Βουκουρέστι είναι το νοσοκομείο του Καντακουζηνού. Ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός (1813-1884), ήταν ανώτατος δικαστικός υπάλληλος στο Βουκουρέστι και διετέλεσε υπουργός εξωτερικών της Ρουμανίας. Πολλά θαυμάσια κτήρια ήταν κατοικίες Ελλήνων, για παράδειγμα το Παλάτι των Καντακουζηνών, αυτής της σπουδαίας βυζαντινής οικογένειας που τόσα πολλά προσέφερε στη Ρουμανική κοινωνία, ο δε Κωνσταντίνος Ζάππας από το Τεπελένι, έκτισε το εμβληματικό Αθήναιον το 1888, όπου μέχρι σήμερα στεγάζουν μουσικά γεγονότα, την Φιλαρμονική Ορχήστρα Ενέσκου, το ετήσιο μουσικό φεστιβάλ με την παγκόσμια φήμη. Το Αθήναιον συμβολίζει την διαχρονική μεγάλη παράδοση των Ρουμάνων στα γράμματα και τις Τέχνες.

Η εκκλησία της Σταυροπόλεως που βρίσκεται στον αρ.6 του ομώνυμου δρόμου, ανάμεσα στην calea Victoriei και στο οικοδομικό τετράγωνο που είναι γνωστό ως Lipscani, χτίστηκε το 1724 από Έλληνα μοναχό. Είναι προστατευόμενο μνημείο της UNESCO. Ο Ναός Σταυροπόλεως είναι σημείο αναφοράς στο κέντρο του Βουκουρεστίου. Θεμελιώθηκε το 1724, επί των ημερών του Νικόλαου Μαυροκορδάτου που ήταν τότε ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας. Ο ηπειρώτης Ιωαννίκιος Στρατονικέας, ιερομόναχος από την Πωγωνιανή, όπως μας πληροφορεί η εντοιχισμένη με ελληνική επιγραφή πλάκα στο υπέρθυρο της κύριας εισόδου, ήταν ο πρώτος ιερέας. Ο ναός χτίστηκε δίπλα σε πανδοχείο που διατηρούσε ο ίδιος. Κατά τα δεδομένα της εποχής, το πανδοχείο συντηρούσε την εκκλησία, που αργότερα μετετράπη σε μοναστήρι. Όσες φορές και να περάσεις από εκεί, κόσμος μπαίνει και βγαίνει, ανάβει κερί, στέκεται στα πεζούλια να ξεκουραστεί. Σήμερα βλέπουμε μόνο τον ναό, δίπλα στον οποίο υπάρχει κτίσμα των αρχών του 20όυ αιώνα, το οποίο στεγάζει βιβλιοθήκη, αίθουσα συναντήσεων και συλλογή εικόνων καθώς και κομμάτια τοιχογραφιών από εκκλησίες που καταστράφηκαν. Μαρμάρινες ταφόπλακες με ελληνικές επιγραφές βρίσκονται στο προαύλιο της εκκλησίας κι έχει πολύ ενδιαφέρον να τις παρατηρήσει κανείς.

Εκτός από τον Ρήγα Φεραίο και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη υπήρξαν πολλοί άλλοι Έλληνες που διέπρεψαν στο Βουκουρέστι και πολλοί από αυτούς υπήρξαν μέγιστοι ευεργέτες της Ελλάδας: ο Μιχαήλ Βόδας, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Μιχαήλ Σούτσος, ο Απόστολος Αρσάκης ο Κωνσταντίνος και ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, ο Ευάγγελος και ο Κωνσταντίνος Ζάππας, ο Αλέξανδρος Μουρούζης.

Το Βουκουρέστι αποτέλεσε για τους Έλληνες  προορισμό που πρόσφερε προοπτικές. Στην πόλη με κοσμοπολίτικο πληθυσμό, κι από το 1862 πρωτεύουσα της Ρουμανίας, οι Έλληνες είχαν κερδίσει προνομιακή θέση. Ο ρόλος τους στην οικονομική, επιστημονική, πολιτική, κοινωνική, καλλιτεχνική ζωή της πόλης, είναι σημαντικός. Το λεύκωμα «Το Ελληνικό Βουκουρέστι» που εξεδόθη το 2013 εκεί μας δίνει εντυπωσιακές πληροφορίες. Για Ρουμάνους και Έλληνες αναγνώστες, αποτελεί οδηγό για την ιστορία την ιστορία της περιοχής αλλά και τίτλο αναφοράς στην βιβλιογραφία σχετικά με τον ελληνισμό της Ρουμανίας. Με την ευκαιρία να προσθέσουμε ότι το Ίδρυμα «Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού Αρκαδία» που ιδρύθηκε το 2011, είναι μια μη-κυβερνητική οργάνωση που έχει στόχο να υποστηρίζει πολιτιστικές και φιλανθρωπικές προσπάθειες και να προωθεί τη σχέση της Ρουμανικής ιστορίας με τον Ελληνικό πολιτισμό. Από την ίδρυση του, ενισχύει το Ελληνικό Σχολείο Βουκουρεστίου «Αθηνά» και το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών της Σχολής Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνιών του πανεπιστημίου Βουκουρεστίου.

Η Ελληνική Ακαδημία όπου δίδαξαν δάσκαλοι του Γένους αποτέλεσε το πνευματικό φυτώριο της Βλαχίας και του υπόδουλου Ελληνισμού. Εδώ, πριν την επανάσταση του 1821 ζούσαν πολλοί και εκλεκτοί Έλληνες αλλά η πρώτη  ελληνική κοινότητα του Βουκουρεστίου αναγνωρίστηκε το 1874 με το όνομα «Ορφέας».

Το 1883 η ελληνική Κοινότητα αποφάσισε την ανέγερση ελληνικού ναού. Το 1889 ο ναός ήταν έτοιμος. Κτήτορας του ναού ήταν ο Παναγής Χαροκόπος από την Κεφαλλονιά. Η τοιχοποιία του ναού είναι έργο του λιθοξόου Νικόλαου Χαλέπα. Ο Χαροκόπος προσέφερε και τα χρήματα για την κατασκευή του μαρμάρινου τέμπλου του ναού του Ευαγγελισμού. Το μαρμάρινο τέμπλο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά και κατασκευάστηκε από τον γλύπτη Θεόδωρο Τόμπρο.

 

Ο σεισμός της 7ης Μαρτίου 1977 προκάλεσε μεγάλες ζημιές. Χρειάστηκαν πολλά χρήματα για να αποκατασταθούν κι αυτό πήρε είκοσι χρόνια. Το 1997, με δαπάνες του ζεύγους Δημητρίου και Ελένης Γρηγοριάδη από τη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησαν οικοδομικές εργασίες για την αναστύλωση και ανακαίνιση του ναού, ενώ παράλληλα εγκαταστάθηκε στην εκκλησία σύστημα κεντρικής θέρμανσης.

Το 1998 τοποθετήθηκε στην αυλή του ελληνικού ναού το άγαλμα του Ρήγα Φεραίου (έργα του γλύπτη Θανάση Φάμπα) σε ανάμνηση της συμπλήρωσης 200 ετών από το μαρτυρικό του θάνατο. Ο ναός είναι διατηρητέο μνημείο.

 

Πάνε πολλά χρόνια από την τελευταία επίσκεψη μου, στο Βουκουρέστι. Θυμάμαι την πόλη σε τρεις διαδοχικές φάσεις μετάπλασης ή μεταμόρφωσης μέσα σε είκοσι χρόνια. Αξίζει να τη δείτε σαν τουριστικό προορισμό, θα σας κοστίσει ελάχιστα και θα σας το ανταποδώσει.

Στο τέλος του κειμένου αναμνήσεων, ένας ελληνικής καταγωγής (από Μακεδόνα πατέρα), μέγιστος μουσικός. Ο Κωνσταντίνος Λιπάττης, με άλλα λόγια ο Ντίνου Λιπάττι. Πιανίστας παγκόσμιας αποδοχής αλλά και εμπνευσμένος συνθέτης. Είμαι ευτυχής που κατάφερα να συμπεριλάβω την Σονατίνα του για αριστερό χέρι στο cd Ήχοι από το Συρτάρι αρ 2, της δισκογραφικής εταιρίας Irida Classical.

Σας προτείνω να ακούσετε ένα μέρος του έργου.