Ο Νίκος Κανελλόπουλος και η κλασική μουσική στο ραδιόφωνο

Συνέντευξη στον καρδιολόγο Θανάση Δρίτσα και στην ATHENS VOICE

Ο Νίκος Κανελλόπουλος (*) αποτελεί αναμφισβήτητα «ιστορικό» πρόσωπο για το ελληνικό μουσικό ραδιόφωνο. Όσοι αγαπούσαν την κλασική μουσική στη χώρα μας παρακολουθούσαν «φανατικά» την περίφημη «Κλασική Κόμπακτ Δισκοθήκη» στον σταθμό 9.84 FM από το 1987 μέχρι και το 2020. Άλλωστε για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής δύο βασικοί πόλοι υπήρξαν στη χώρα μας: οι εκπομπές του Κανελλόπουλου και απέναντι τους το πολυπρόσωπο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ένας παραγωγός δηλαδή εναντίον πολλών.

Αποτελεί μεγάλη χαρά και τιμή για εμένα η μακροχρόνια γνωριμία και συνεργασία μου με τον Νίκο Κανελλόπουλο, έναν ευγενή και σεμνό άρχοντα (gentleman), ακάματο εργάτη του ραδιοφώνου, χαρισματικό εκφωνητή των ερτζιανών με λιτό, καλής άρθρωσης και κατανοητό από τον μέσο ακροατή λόγο.  Πάντα μου έκανε εντύπωση η τελειομανία, η συνέπεια, η υψηλή οργάνωση του υλικού των εκπομπών του αλλά με είχε γοητεύσει η (σταθερά ανανεούμενη) σχέση του με τους υπολογιστές και την ψηφιακή τεχνολογία. Αυτό το χαρακτηριστικό μάλιστα (η βέλτιστη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας) θεωρώ ότι διαφοροποιεί τον Κανελλόπουλο σε σχέση με άλλους μουσικούς παραγωγούς οι οποίοι γνωρίζουν μεν καλά το υλικό τους αλλά μέχρι εκεί.

Το άλλο σημαντικό στοιχείο που αξίζει να αναφερθεί είναι το γιγάντιο αρχείο του Νίκου Κανελλόπουλου. Η παραγωγή των ραδιοφωνικών εκπομπών βασίζεται στην τεράστια δισκοθήκη του, που ξεπερνά τους 11.000 δίσκους και περιλαμβάνει όλα τα μέσα ηχογραφήσεων: βινύλια, κασέτες, MiniDisc, DAT, CD, DVD, BluRay. Όλα τα μουσικά έργα του αρχείου είναι πλήρως καταλογο-γραφημένα, με κάθε λεπτομέρεια εκτέλεσης, συντελεστών και ιστορικών στοιχείων. Ψηφιοποιήθηκαν όλα σε υπολογιστές, εργασία που απαίτησε πάνω από έξι χρόνια για την ολοκλήρωσή της από τον Νίκο Κανελλόπουλο.

Μιλήσαμε με τον Νίκο Κανελλόπουλο για την ολιστική θεώρηση της διαδρομής του στη ζωή και στο ραδιόφωνο, για τα αγαπημένα του έργα και τα κριτήρια των επιλογών του, για την ακροαματικότητα της κλασικής μουσικής, για το μέλλον του μουσικού ραδιοφώνου αλλά και τις προοπτικές των ραδιοφωνικών παραγωγών. Ακολουθεί στη συνέχεια η συζήτηση μας αναλυτικά:

Γιατί ραδιόφωνο άραγε; Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να γίνεις ραδιοφωνικός παραγωγός;
Από μικρό παιδί λάτρευα τη μουσική και η μόνη μου διέξοδος ήταν το ραδιόφωνο. Άκουγα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ακόμα κι όταν κοιμόμουν το ραδιόφωνο εξακολουθούσε να παίζει. Πολλές εκπομπές τις άκουγα με μεγάλη προσοχή. Για παράδειγμα, στις εκπομπές του αείμνηστου -και μετέπειτα φίλου- Ζακ Μεναχέμ άκουγα την υπέροχη μουσική που επέλεγε, αλλά και τον τρόπο που έδινε τις πληροφορίες, την προφορά του στις διάφορες γλώσσες, την εκφορά του λόγου του και, τέλος, τον τρόπο που διαδέχονταν τα τραγούδια το ένα το άλλο.

Ομοίως, οι εκπομπές του Μίμη Πλέσσα (το παιχνίδι γνώσεων «Σε 30 δευτερόλεπτα») μου προσέφεραν όχι μόνο διδασκαλία με την εξαιρετική εκφορά λόγου του Πλέσσα, αλλά και τις λέξεις, τις οποίες ως δεινός γλωσσοπλάστης δημιουργούσε ή χρησιμοποιούσε. Για ένα νέο παιδί 15-16 χρόνων ήταν η καλύτερη πνευματική τροφή, μα και το πρώτο έναυσμα για ένα μέλλον που θα λάτρευα, αλλά δεν μπορούσα τότε να φανταστώ.

Placido Domingo (δεξιά) & Νίκος Κανελλόπουλος, Ηρώδειο

Βασικές σπουδές σε οικονομικά, το κομμάτι σου αυτό περιέχει μεγάλη δόση πραγματισμού και τεχνοκρατικής φιλοσοφίας ζωής, πώς όμως συνδέθηκε με την αγάπη σου για το Ραδιόφωνο, ιδιαίτερα το μουσικό ραδιόφωνο που σημαίνει ονειροπόληση, τέχνη, ταξίδια με τον νου… υπάρχει μια αντίφαση στις δύο αυτές πλευρές σου…
Ναι, υπάρχει όντως αντίφαση, υπάρχει όμως και εξήγηση. Μετά την απώλεια του πατέρα μου στα 16 μου χρόνια, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας έγινε πολύ δύσκολη. Κι έτσι οι οικονομικές σπουδές ήταν το μόνο που μπορούσε να γίνει. Για ωδεία, μουσική, όργανα ούτε λόγος… Ούτε καν δίσκους, κασέτες, βιβλία, παρότι «διψούσα» να μάθω την ιστορία της μουσικής.

Αλλά σύμφωνα με αυτό που ανέφερες «ραδιόφωνο σημαίνει ονειροπόληση, τέχνη, ταξίδια με τον νου» εννοείται πως συνέχισε να με «τρώει», έτσι μετά το τέλος των πανεπιστημιακών μου σπουδών άρχισα να διαβάζω μουσικά βιβλία, να κάνω συνδρομές σε μουσικά περιοδικά του εξωτερικού, να αγοράζω δίσκους και κασέτες. Τώρα πλέον είχα εξασφαλίσει βιοποριστικό επάγγελμα -στην Εθνική Τράπεζα- αλλά τότε αυτό ήταν ανάγκη, όχι τεχνοκρατική φιλοσοφία ζωής.

Μάνος Ελευθερίου, Ζακ Μεναχέμ, Νίκος Κανελλόπουλος

Το Ραδιόφωνο και η μουσική παρέμεναν η πρώτη προτεραιότητα. Και, προφανώς, άκουγα να παίζει από το πρωί ως το βράδυ. Μέχρι που έφτασε η Άνοιξη του ‘87 και μου έγινε πρόταση να κάνω εκπομπές στον «Αθήνα 9.84», το σταθμό του Δήμου Αθηναίων που επρόκειτο να λειτουργήσει τον Μάιο.

Πώς προέκυψε η σχέση σου με την κλασική μουσική; Γιατί διάλεξες να παρουσιάζεις κλασική μουσική και πολιτισμό στο ραδιόφωνο και όχι ένα άλλο μουσικό είδος;
Οι γνώσεις που απέκτησα ως έφηβος από τους μεγάλους δάσκαλους του Ραδιοφώνου αφορούσαν πρωτίστως την κλασική μουσική, όσο και την ποιοτική μουσική από όλον τον κόσμο. Η μετέπειτα μελέτη μου είχε παρόμοια δομή και προτεραιότητα. Οι δίσκοι που απέκτησα και τα βιβλία που μελετούσα αφορούσαν τους μεγάλους κλασικούς, αλλά και την τζαζ, τη λατινοαμερικάνικη, τη μουσική του κινηματογράφου κτλ.

Όταν με κάλεσε ο πρώτος Γενικός Διευθυντής του 9.84, ο Γιάννης Τζανετάκος, συζητήσαμε δύο επιλογές: είτε κλασική είτε λάτιν, τζαζ κτλ., ανάλογα με το τι ήθελε ο σταθμός. Δεν είχα ελπίδες για το πρώτο -αν και το προτιμούσα- εφόσον το ενδιαφέρον του κοινού τότε ήταν σχεδόν μηδενικό. Προς έκπληξή μου, ο διορατικός αυτός άνθρωπος, δέχτηκε να προχωρήσουμε πρώτα με κλασική κάθε Σάββατο πρωί και αργότερα ζήτησε να κάνω το πρωινό της Κυριακής με άλλα ήδη. Κανείς στο περιβάλλον μου δεν πίστευε ότι μια τέτοια επιλογή θα διαρκούσε. Μάλιστα, η σύζυγός μου είχε τότε πει χαρακτηριστικά: «Πόσο νομίζεις ότι μπορεί να κρατήσει μια τέτοια εκπομπή; Έξι μήνες, ένα χρόνο το πολύ». Είχε δίκιο, αλλά διαψευστήκαμε όλοι. Η εκπομπή κράτησε 33 χρόνια και μισό!

Πιστεύεις ότι ο Νίκος Κανελλόπουλος (ίσως) κρύβει μέσα του μια μορφή καλλιτέχνη, που όμως προσεγγίζει την τέχνη μέσα από έναν πλάγιο δρόμο;
Είναι μεγάλη κουβέντα να πει κανείς πως είναι καλλιτέχνης. Δεν θεωρώ ότι είμαι. Θα προτιμούσα το «ερασιτέχνης», ως εραστής της Τέχνης και μάλιστα της Μουσικής. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, πιστεύω πως προσεγγίζω τη μουσική με έναν απλουστευμένο τρόπο, που φαίνεται να έχει απήχηση στους ακροατές. Από την αρχή πορεύτηκα με το σύνθημα «η κλασική μουσική είναι για όλους», δίνοντας σύντομα, χρήσιμα και ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία, χωρίς εξειδικευμένη ορολογία, χωρίς περιττές λεπτομέρειες σαν αυτές που προάγουν το «εγώ» του εκάστοτε παρουσιαστή. Κι αυτήν τη θετική άποψη την «εισέπραττα» από τους ακροατές μου κάθε Σαββατοκύριακο.

Το ότι οι εκπομπές μεταδίδονταν απευθείας και το ότι απαντούσα στα τηλεφωνήματα των ακροατών, ήταν μια άλλη προσέγγιση. Ήταν σημαντικό για κάποιον που άκουγε την εκπομπή να σηκώσει το τηλέφωνο για να πει μια καλημέρα σε κάποιον που ήταν εκεί, εκείνη την ώρα, Σάββατο και Κυριακή, Χριστούγεννα και Πάσχα, καλοκαίρια και χειμώνες. Αυτή η αμφίδρομη επικοινωνία, η μοναδική παρέα του ραδιοφώνου και οι αναμφισβήτητες θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής, όπως μας έχεις πει τόσες φορές ως γιατρός και μουσικός, είχαν θετικό αντίκτυπο.

Τι απήχηση έχει στην Ελλάδα η κλασική μουσική σήμερα σε σχέση με παλαιότερες εποχές; Τι απήχηση έχει στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ; Δώσε μας και στοιχεία απήχησης της κλασικής μουσικής στην Ασία, βλ. Κίνα και Ιαπωνία, αν υπάρχουν τέτοια στοιχεία.
Σας απαντώ αντίστροφα. Δεν γνωρίζω συγκεκριμένα στοιχεία ή έρευνες σχετικά με τις ΗΠΑ, την Ασία κτλ. Ως μουσικόφιλος και ως επαγγελματίας διαπιστώνω πως υπάρχουν πολλά και μεγάλα ταλέντα, π.χ. από την Ιαπωνία και την Κίνα, καθώς και αναρίθμητες ποιοτικές συναυλίες που δείχνουν πως υπάρχει σοβαρή μουσική παιδεία, η οποία αποδίδει καρπούς.

Στη χώρα μας η κλασική ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Στον πρώτο ειδικά χρόνο των εκπομπών μου, με ενοχλούσε το γεγονός όταν τηλεφωνούσαν κάποιοι και ρωτούσαν: «Γιατί παίζετε κλασική; Πέθανε κανείς;»… Αυτό γινόταν ως τότε. Σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να ενημερώνεται, να έχει ευκαιρίες να ακούσει κλασική είτε στα ραδιόφωνα είτε σε νέους ελκυστικούς χώρους, όπως π.χ. το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που εφέτος συμπλήρωσε 30 χρόνια παρουσίας του στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας.

Με την πάροδο των χρόνων λάμβανα στην εκπομπή μηνύματα όπως «δεν γνωρίζω αυτήν τη μουσική, αλλά μου αρέσουν αυτά που βάζετε». Αργότερα έλεγαν «θέλω να ακούσω τη Χ Συμφωνία με τον τάδε μαέστρο» και ακόμα αργότερα «θέλω να ακούσω λιγότερο γνωστούς συνθέτες». Αυτά σηματοδοτούν μια εξέλιξη, μια πρόοδο. Αλλά πάντα θα υπάρχει ανάγκη εκπαίδευσης μιας νέας βάσης.

Ο ρόλος του ραδιοφωνικού παραγωγού έχει περιοριστεί σήμερα σημαντικά και σε αυτό έχει συμβάλει σίγουρα η μεγάλη ανάπτυξη του διαδικτύου, αλλά και το οικονομικό κόστος. Πιστεύεις ότι έχει τελικά μέλλον η ιδιότητα του ραδιοφωνικού παραγωγού;
Είναι αλήθεια πως η εξέλιξη της τεχνολογίας έφερε εκτός από καινοτομίες και κάποιες «εκπτώσεις» στη μουσική. Ακούω πλέον να λένε για ένα τραγούδι: «το είδα στο YouTube» και όχι το άκουσα. Η δισκογραφία πνέει τα λοίσθια, το ραδιόφωνο υποκαθίσταται είτε από τις playlist των σταθμών είτε από τις λίστες του YouTube.

Αλλά ο ρόλος του ραδιοφωνικού παραγωγού, παρά τον περιορισμό του σήμερα, νομίζω πως είναι ακόμη χρήσιμος και θα επανακάμψει. Γιατί ο ακροατής χρειάζεται κάποιον να του λέει κάτι, κάποιες πληροφορίες. Είναι η μαγεία του ανθρώπινου παράγοντα, που είναι εκεί και σου κρατάει συντροφιά, που θα μιλήσει, θα γελάσει, θα συγκινηθεί, θα επικοινωνήσει μαζί σου.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συνθέτης και ποιον συνθέτη σου ζητούσαν οι ακροατές σου να παίζεις συχνότερα στο ραδιόφωνο;
Πραγματικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω έναν ή δύο. Είναι πολλοί οι αγαπημένοι μου συνθέτες και από τις τρεις περιόδους της μουσικής: Μπαρόκ, Κλασική και Ρομαντική. Και σ’ αυτούς δεν περιλαμβάνονται μόνον οι γνωστοί. Από τους δημοφιλείς φυσικά ξεχωρίζω και θαυμάζω τον Μότσαρτ και από τους λιγότερο γνωστούς τον σύγχρονό του, Καρλ Στάμιτς.

Την πρώτη δεκαετία των εκπομπών, οι ακροατές ζητούσαν κυρίως τους δημοφιλείς: Μπετόβεν, Σοπέν, Χάιντν, Βιβάλντι, Μπαχ, Μπραμς, Βέρντι. Αργότερα άρχισαν να ζητούν σπανιότερους συνθέτες και τα τελευταία χρόνια συγκεκριμένες εκτελέσεις.

Ποια είναι τα προσόντα εκείνα τα οποία κατά την άποψη σου συνεισφέρουν στην επιτυχία ενός ραδιοφωνικού μουσικού παραγωγού;
Η αμεσότητα και το ήθος. Πρέπει πρώτα να διαθέτεις την αμεσότητα της επικοινωνίας με το κοινό σου, χωρίς να κάνεις θωπεία ακροατών (η κυρία Τάδε από τον Κολωνό μας είπε πολλά συγχαρητήρια…), πράγμα που βλέπουμε και στη σημερινή τηλεόραση.

Όσο για το ήθος, θα επαναλάβω μια φράση που μου είπε κάποτε ο αείμνηστος δάσκαλος Ζακ Μεναχέμ. Είχε πει χαρακτηριστικά ότι στο μικρόφωνο του ραδιοφώνου αποκαλύπτεται το ήθος, έστω κι αν δεν σε βλέπει κανείς! Απόρησα, γιατί τότε δεν μπορούσα να το καταλάβω. Κι όμως ήταν αλήθεια!

Προσωπικότητες που γνώρισες και επέδρασαν καταλυτικά στην πορεία σου στο μουσικό ραδιόφωνο;
Ανέφερα ήδη τον Ζακ Μεναχέμ, έναν παραγωγό με τεράστιες γνώσεις, υπέροχη ζεστή φωνή και ήθος. Ήρθε στο σταθμό λίγα χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του και ήταν συγκινητικό για μένα να κάνουμε γειτονικές εκπομπές τα πρωινά της Κυριακής. Ήταν τιμή μου που με θεωρούσε φίλο του. Είχα τη χαρά να του εκφράσω πολλές φορές την εκτίμησή μου και το ότι του όφειλα πολλές από τις γνώσεις μου, ότι με δίδαξε χωρίς να το γνωρίζει.

Ένας ακόμη άνθρωπος έπαιξε ρόλο στην απόκτηση πολλών γνώσεων. Ήταν ο βιογράφος των κλασικών συνθετών, Γιώργος Δρόσος, μια φωτεινή προσωπικότητα. Έγραψε περί τις 14 πρωτότυπες βιογραφίες συνθετών, στα Ελληνικά, τις οποίες παρουσιάσαμε μαζί στο στούντιο, όλες σε πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση. Με τον Γιώργο Δρόσο συνδεθήκαμε με προσωπική και οικογενειακή φιλία και νιώθω ικανοποιημένος που τον συνάντησα και συνεργαστήκαμε.

Ποια θέση είχε η ελληνική δημιουργία στις εκπομπές σου, βλ. Έλληνες συνθέτες, και τι απήχηση είχε η ελληνική μουσική τέχνη; Πόσο γνωστοί είναι οι Έλληνες συνθέτες που έχουν γράψει σε κλασικό ύφος, ο Έλληνας ακροατής γνωρίζει άλλωστε κυρίως τους τραγουδοποιούς.
Αναλογικά ήταν μικρή η συμμετοχή των Ελλήνων δημιουργών, σύμφωνα άλλωστε με το ποσοστό τους επί της παγκόσμιας δισκογραφίας. Για να παίξει κανείς μουσική με αυτό το θέμα πρέπει να έχει στη διάθεσή του ηχογραφήσεις. Δυστυχώς, για πολλούς Έλληνες δημιουργούς δεν υπάρχει ικανός αριθμός ηχογραφημένης μουσικής. Π.χ. είσαι ένας συνθέτης και μουσικός με δισκογραφία, με βάση την οποία ένας μουσικός παραγωγός μπορεί να κάνει μια θεματολογική εκπομπή. Άλλωστε οι ραδιοφωνικές συνεργασίες των δυο μας το αποδεικνύουν.

Δυστυχώς, η έλλειψη ηχογραφήσεων αδίκησε πολλούς Έλληνες δημιουργούς. Πολλά έργα του δημοφιλούς Νίκου Σκαλκώτα εκδόθηκαν μόλις τα τελευταία χρόνια. Ή ακόμη, πόσοι γνωρίζουν τον Δημήτρη Μητρόπουλο ως συνθέτη; Δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να βρει κανείς ηχογραφήσεις των συνθέσεών του.

Τι σημασία αποδίδεις εσύ στους όρους «έντεχνη» και «μη έντεχνη» μουσική; Ίσως είναι ατυχείς όροι μιας και η τέχνη, για εμένα, είναι καλότεχνη και κακότεχνη.
Συμφωνώ μαζί σου ότι η Μουσική είναι καλή ή κακή, καλότεχνη ή κακότεχνη, όπως αναφέρεις. Διαφωνώ με τις λέξεις «έντεχνη», «λόγια» ή «σοβαρή» μουσική, με τις οποίες πολλοί χαρακτηρίζουν την «κλασική», γιατί π.χ. έντεχνη είναι και η τζαζ και άλλα μουσικά είδη. Προτείνω τον όρο «κλασική» σε εισαγωγικά (για να αποφύγουμε τη σύγχυση με την Κλασική Περίοδο 1750-1820), εφόσον χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή με την έννοια του διαχρονικού.

Ζούμε στην εποχή κυριαρχίας της εικόνας, στην εποχή του YouTube, αλλά και της αναπαραγωγής μουσικής μέσα από δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, βλ. Spotify. Ποια είναι τα μειονεκτήματα αυτής της εποχής όσον αφορά το ρόλο της ίδιας της μουσικής ακρόασης, αλλά και ποια είναι τα πιθανά πλεονεκτήματα;
Πρώτα-πρώτα, χρησιμοποίησες τη λέξη «ακρόαση» με την οποία δηλώνουμε π.χ. το άκουσμα μιας συμφωνίας. Αλλά η μουσική πλέον ταυτίζεται με την εικόνα, ακούγεται και βλέπεται συγχρόνως. Είναι σπάνιο για κάποιον σήμερα μόνο να ακούει μουσική, για παράδειγμα στο αυτοκίνητο, γιατί όλα τα μέσα αναπαραγωγής μουσικής σήμερα (PC, tablet, laptop, κινητά, wearables) διαθέτουν ήχο και εικόνα.

ο μειονέκτημα αυτής της εξέλιξης είναι ότι χάσαμε τη μαγεία αυτής καθαυτής της μουσικής, που σε κάνει να ονειρεύεσαι, να σου εξάπτει τη φαντασία, να ταξιδεύεις με τη δύναμη του νου. Με ακρόαση μπορείς να εργαστείς. Με την εικόνα σε μια οθόνη παρακολουθείς…

Από την άλλη, ως λάτρης και χρήστης κάθε νέας τεχνολογίας μετέρχομαι των πλεονεκτημάτων της, αλλά βάζω όρια ώστε αυτή να μου είναι πραγματικά χρήσιμη. Μην ξεχνάτε ότι ήμουν ο πρώτος στην Ελλάδα που έκανα εκπομπές αποκλειστικά και μόνο με Compact Disc (εξ ου και Κλασική Κόμπακτ Δισκοθήκη), άγνωστο μέσο για την εποχή εκείνη, το 1987.

Ποιο πιστεύεις ότι θα είναι το μέλλον του παραδοσιακού ραδιοφώνου και τι θα συμβούλευες σήμερα ένα νέο παιδί που θα ήθελε να γίνει μουσικός ραδιοφωνικός παραγωγός;
Δύσκολο να κάνεις τέτοια πρόβλεψη. Όπως είπαμε, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το μέλλον του παραδοσιακού ραδιοφώνου σήμερα δεν φαίνεται ρόδινο, αλλά είναι πιθανό μέσα από εξελίξεις και διεργασίες να διατηρηθεί με κάποια εξελιγμένη μορφή και να εξακολουθεί ο ανθρώπινος παράγοντας να έχει τη θέση που του αρμόζει.

Είναι δύσκολο να παροτρύνεις ένα νέο παιδί να γίνει μουσικός ραδιοφωνικός παραγωγός, κυρίως εξαιτίας της αβεβαιότητας για το μέλλον. Από την άλλη, με την εξέλιξη της τεχνολογίας έχουν δημιουργηθεί νέα επαγγέλματα, θέσεις, δραστηριότητες. Όμως, είναι προφανές ότι η προσφορά σήμερα είναι τεράστια, ενώ η ζήτηση είναι απελπιστικά μικρή. Ως φύσει αισιόδοξος άνθρωπος πιστεύω ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο.

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό σου όταν ακούς τις λέξεις: Ελλάδα, Πολιτική, Μουσική, Ραδιόφωνο;
Μία από αυτές τις τέσσερις λέξεις μου ακούγεται ξένη: η Πολιτική. Η Μουσική σχετίζεται με το Ραδιόφωνο και την Ελλάδα, αλλά εάν εμπλέξουμε και την Πολιτική, σπάνια θα παίρναμε κάτι θετικό. Η Ελλάδα τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια απέκτησε πολλά ραδιόφωνα. Η ποικιλία που προσφέρθηκε έφερε πολλά θετικά αποτελέσματα προς όφελος των μουσικόφιλων ακροατών κάθε είδους. Παρόλα αυτά, άλλοτε ανέβασαν το επίπεδο των ακροατών και άλλοτε το μηδένισαν. Είναι πλέον θέμα επιλογής του κάθε ακροατή.

Πάντως, η χώρα μας τα τελευταία χρόνια μπήκε στο «κάδρο» των χωρών του πολιτισμένου κόσμου, οι οποίες παράγουν μουσικό πολιτισμό. Αρκεί να δείτε πόσοι μεγάλοι καλλιτέχνες, Έλληνες και ξένοι, εμφανίστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, με τη θαυμάσια Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την πολύπαθη Καμεράτα, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Φεστιβάλ Αθηνών κτλ.

Πώς πιστεύεις ότι επέδρασε το μουσικό ραδιόφωνο στην ψυχολογία των ακροατών μέσα στην πανδημία Covid; Η ζωντανή τέχνη υπέστη βέβαια καταστροφή αυτήν την περίοδο, αλλά πώς εσύ πιστεύεις ότι θα βγει ο κόσμος της τέχνης μετά την πανδημία;
Περάσαμε και περνάμε πολύ δύσκολες στιγμές σε όλα τα επίπεδα. Το μουσικό ραδιόφωνο ήταν ένα ισχυρό φάρμακο που επέδρασε θετικά στην ψυχολογία του κόσμου. Υπήρξαν βέβαια ιντερνετικές μεταδόσεις συναυλιών, αλλά όπως φάνηκε δεν είχαν την ανάλογη απήχηση. Κι εγώ ο ίδιος προτιμώ την αμεσότητα μιας ζωντανής συναυλίας από το streaming, στην ουσία ένα βίντεο που θα το δεις μόνος μπροστά στην οθόνη σου.

Ειδικά οι άνθρωποι της τέχνης στην εποχή covid μηδένισαν κάθε τους δραστηριότητα: Ζωντανές εμφανίσεις, πρόβες, εξάσκηση, δισκογραφία. Ένας μουσικός ή ένας λυρικός τραγουδιστής, χρειάζονται συνεχή, πολύωρη και καθημερινή εξάσκηση. Σ’ αυτά μείναμε αναγκαστικά πίσω. Βλέποντας μια ακτίνα αισιοδοξίας, πιστεύω πως σύντομα θα μπούμε και πάλι σε ρυθμούς κανονικότητας, σταδιακά. Ναι, η πανδημία άφησε πληγές, αλλά η ανάγκη του κόσμου για Πολιτισμό, σε κάθε του μορφή, είναι μεγάλη και -πιστεύω- ακόρεστη. Χρειάζεται λίγος χρόνος για να επανέλθουμε. Αρκεί να βγούμε υγιείς από αυτήν τη λαίλαπα.

(*) Ο Νίκος Κανελλόπουλος γεννήθηκε το 1956 στον Πειραιά και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Πειραιά (τ. ΑΒΣΠ), τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων.  Εργάστηκε στον  Όμιλο της  Εθνικής Τράπεζας ως Προϊστάμενος Δημοσίων Σχέσεων επί 22 χρόνια, ως επικεφαλής του τομέα Εσ. Επικοινωνίας του Ομίλου ΕΤΕ.

1985-1987 Τύπος

Ως μουσικοκριτικός, αρθρογράφησε σε ειδικά περιοδικά, όπως Ήχος & Hi-Fi, Στερεοφωνία και στο περιοδικό τέχνης Πνύκα Art. Τα θέματα των άρθρων ήταν μουσικά, τεχνολογίας ήχου & εικόνας, κριτικής δίσκων και βιβλίων κλασικής μουσικής. Επίσης, είχε σύντομη συνεργασία με την εφημερίδα Καθημερινή με μουσικά άρθρα.

1987-2020: «Η Κλασική Κόμπακτ Δισκοθήκη»

Με την εμφάνιση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας στην Ελλάδα, ξεκίνησε την παραγωγή της εκπομπής στον Αθήνα 9.84, η οποία τιμήθηκε για την υψηλή της ακροαματικότητα (1η σε όλη την Ελλάδα. Μάιος 1988). Αυτή η ιστορική εκπομπή συνεχίστηκε έως τον Νοέμβριο του 2020, συμπληρώνοντας 33,5 χρόνια από την έναρξή της.

2003-2020: «Ο Αθήνα 9.84 πάει Μέγαρο»

Παραγωγή & παρουσίαση της αποκλειστικής συνεργασίας του Αθήνα 9.84 με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για την προβολή συναυλιών και άλλων εκδηλώσεών του. Θεματολογία: Μετά από 33.5 χρόνια εκπομπών, αριθμεί μερικές εκατοντάδες τίτλους, από όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής, πρωτίστως όμως της κλασικής.

1988-1995: ΕΡΤ/ΕΡΤ 2

Πολυετής συνεργασία με το κανάλι, για σχολιασμό & παρουσίαση απευθείας μεταδόσεων συναυλιών κλασικής μουσικής. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν: Συναυλία για τα 70ά γενέθλια του Bernstein (1988, Boston Symphony/Seiji Ozawa), Κοντσέρτο των 3 Τενόρων Ι (1990) με τους Carreras, Domingo, Pavarotti, Israel Philharmonic/Zubin Mehta (Ηρώδειο, 1991), Jose Carreras at Albert Hall: Tribute to Mario Lanza (1994), Placido Domingo & Angela Gheorghiu: Live from Prague (1994), Κοντσέρτο των 3 Τενόρων ΙΙ (Los Angeles 1994), The Great Caruso: Σχολιασμός βιογραφικής ταινίας για τον Enrico Caruso (1995)

1993-1995: ΕΡΤ/ΕΤ2 «Κλασικά… και άλλα»

Παρουσίασε δύο ετήσιους κύκλους τηλεοπτικών εκπομπών με τίτλο «Κλασικά… και άλλα», που διακρίθηκαν για τον ψυχαγωγικό και εκπαιδευτικό τους χαρακτήρα (εσωτερική παραγωγή).

Διαλέξεις Κλασικής Μουσικής

1997-2000: Στη συνεργασία του με τον διεθνή Οίκο Τέχνης Christie’s (στην Αθήνα), υπήρξε εισηγητής διαλέξεων με θέματα την Ιστορία της μουσικής, την Όπερα, τα μουσικά όργανα κτλ., στα Ελληνικά και στα Αγγλικά. 2012-σήμερα: Τις διαλέξεις συνεχίζω μέχρι σήμερα, δύο φορές την εβδομάδα, στην αίθουσα διαλέξεων «Συρίγος Travel», με μεγάλη συμμετοχή.

2005 έως σήμερα: ΣΕΦΑ (Σύλλογος Ελλήνων Φοιτησάντων στην Αυστρία)

Επί σειρά ετών παρουσιάζει τις ετήσιες βιεννέζικες χοροεσπερίδες στην Αθήνα Wienball in Athen. Το 2007 έγινε  επίτιμο μέλος του ΣΕΦΑ, τιμητικός τίτλος που έχει δοθεί μόνο σε τρία μη μέλη τα τελευταία 40 χρόνια. Σε συνεργασία με τον ΣΕΦΑ και την Πρεσβεία της Αυστρίας στην Ελλάδα, πραγματοποίησε ομιλίες και παρουσιάσεις συναυλιών στο Μέγαρο Μουσικής της Βιέννης Musikverein (απ’ όπου μεταδίδονται οι πρωτοχρονιάτικες συναυλίες).

2013: Βιβλίο «Η Δυναστεία Γιόχαν Στράους»

Κυκλοφόρησε το 440 σελίδων βιβλίο του, με τίτλο «Η δυναστεία Γιόχαν Στράους», από τον εκδοτικό οίκο Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος Α.Ε. Πρόκειται για πρωτότυπη βιογραφία/εργογραφία των μεγάλων αυστριακών μουσουργών.