Πολ Γκογκέν, αυτός ο εξωτικός άνθρωπος της τέχνης

Στα χέρια ενός παιδιού, έλεγε ο Ρίλκε, κανένα πράγμα δεν είναι σπουδαιότερο από κάποιο άλλο. Παίζει με μια χρυσή καρφίτσα ή με ένα λευκό λουλούδι. Σαν κουραστεί, θα αφήσει να πέσουν και τα δύο και θα ξεχάσει πόσο λαμπερά τού φαίνονταν στο φως της δικής του χαράς. Δεν έχει τον φόβο της απώλειας. Για το παιδί ο κόσμος εξακολουθεί να είναι το όμορφο δοχείο μέσα στο οποίο τίποτα δεν χάνεται. Δεν αναγκάζει τα πράγματα να εγκατασταθούν κάπου. Τα αφήνει να διαβούν μέσα από τα χέρια του σαν μια αγέλη σκοτεινών νομάδων που περνούν κάτω από μια αψίδα θριάμβου…

 Γράφει η Ρίτσα Μασούρα 

 

Παουλα Μπεκερ

 

Ο Πολ Γκογκέν και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε έζησαν περίπου την ίδια εποχή. Ο Γκογκέν γεννήθηκε το 1848 και πέθανε το 1903, και ο Ρίλκε γεννήθηκε το 1875 και πέθανε το 1926. Στην πραγματικότητα δεν συναντήθηκαν ποτέ, ώστε να μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Γκογκέν, επηρεασμένος από τον Ρίλκε, αναζήτησε στη μακρινή Ταϊτή την παιδικότητα και το αβίαστο των κινήσεων των ανθρώπων της. Συναντήθηκαν όμως εμμέσως και μάλιστα μέσω μιας γυναίκας. Ήταν η Γερμανίδα ζωγράφος Πάουλα Μόντερσον Μπέκερ  αυτή που πειραματίστηκε στον πριμιτιβισμό (από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία των έργων του Γκογκέν), ζώντας στο χωριό Βορπσβέντε, κοντά στο πατρικό της σπίτι στη Βρέμη της Γερμανίας. Στην αυλή της σύχναζε και ο συμβολιστής ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, συνοδευόμενος πάντα από την ωραία Κλάρα. Αυθαιρετώντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γκογκέν ταξίδευσε ώς την Ταϊτή και τις νήσους Μαρκησίες για να αποτυπώσει τον πρωτόγονο τρόπο ζωής και να αναδείξει ίσως τη φυσική αρμονία, δηλαδή τη δικαιοσύνη της παιδικής ηλικίας, όπως τη φανταζόταν ο Ρίλκε.

 

Γκογκέν, ο δημιουργός του Μύθου. Ο Γάλλος ζωγράφος δεν ήταν ο πρώτος που αναζήτησε εκδοχές του εξωτισμού. Είχαν προηγηθεί ο Ευγένιος Ντελακρουά στο Αλγέρι και ο μετα-ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Ανρί Ρουσό. Ήταν όμως ο Γκογκέν αυτός που στις Νότιες Θάλασσες περιέπλεξε τον εξωτικό άνθρωπο με την τέχνη, σε τέτοιο βαθμό ώστε με τον καιρό να μετεξελιχθεί σε ζωντανό μύθο.

Γράφει ο Γκογκέν από την Ταϊτή: «Για μένα ο πολιτισμός εκπίπτει μέρα τη μέρα». Τι εννοεί, άραγε; Προφανώς ενστερνίζεται και αποδίδει στα έργα του τον πριμιτιβισμό, διευκολύνοντας τους επόμενους να περάσουν στη μοντέρνα τέχνη. Ο Γκογκέν για κάποιους παραμένει ένας δαιμονικός εκμαυλιστής. Όχι για όλους όμως. Το πιθανότερο είναι ότι ο ζωγράφος αποτυπώνει τη βάρβαρη μεγαλοπρέπεια των φιλήδονων γυναικών της Ταϊτής. Παραμένει μέχρι τέλους ονειροπόλος και ρισκάρει τη ζωή του για την τέχνη. Σε αντίθεση με τον φίλο του Βαν Γκογκ, δεν είναι ο ζωγράφος της φοβερής σαφήνειας, αλλά των φαντασιώσεων. Κι αν κάτι πετυχαίνει, είναι να μυθοποιήσει το πρωτόγονο με ιστορική λαμπρότητα, αλλά και με συναισθηματισμό στα όρια της αφηγηματικής του αλήθειας.

 

Nevermore

Γεννημένος στο Περού με επιρροές από τον καθολικισμό και τον ανιμισμό των Ινκα, ο Γκογκέν χάρισε στον κόσμο της τέχνης μοναδικούς πίνακες, σαν το Nevermore. Εμπνευσμένος από το παράξενο ποίημα του Εντγκάρ Αλαν Πόε  «Το Κοράκι», ο μετα-ιμπρεσιονιστικός αυτός πίνακας αποκαλύπτει την ομορφιά μιας γυμνής έφηβης στο κρεβάτι. Είναι ένας πίνακας για τις σκέψεις μας όταν ξυπνάμε φοβισμένοι τη νύχτα και δεν υπάρχει κανείς δίπλα μας, αλλά δεν αισθανόμαστε μόνοι. Εντυπωσιακόςκαι ο πίνακας Manao Tupapau. Μια νεαρή Μαορί, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, αποκαλύπτει τμήμα του φοβισμένου προσώπου της. Όπως γράφει κάποια στιγμή στη γυναίκα του, «αυτός ο λαός παραδοσιακά φοβάται τα πνεύματα του θανάτου»…

Θρύλοι και μύθοι ανάμεικτοι σε στιγμές εξαίσιες, καθηλωτικές. Το κομμάτι της ζωής του Γκογκέν στις Νότιες Θάλασσες παραμένει ένα όμορφο δοχείο απ’ όπου τίποτα δεν έχει χαθεί έως τις μέρες μας.