Ο επιδημιόλογος του Στάνφορντ Γιάννης Ιωαννίδης σε συνέντευξή του στον Θανάση Δρίτσα μιλάει για την μετα-covid εποχή, το παρόν και το μέλλον της ιατρικής.
Ο γνωστός επιδημιολόγος του πανεπιστημίου Στάνφορντ Γιάννης Ιωαννίδης συνομιλεί με τον καρδιολόγο Θανάση Δρίτσα για την ιατρική επιστήμη, την καραντίνα και τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, την πολιτική της υγείας, την μετα-covid εποχή, τα φάρμακα, την ποίηση, την Ελλάδα (που αποκαλεί «ανάσα») και πολλά άλλα.
Η ιατρική επιστήμη έχει ασχοληθεί πολύ περισσότερο με την επιμήκυνση της ζωής παρά με την ποιότητα ζωής. Πότε μπήκε στο μυαλό της επιστήμης η έννοια της ποιότητας ζωής και πόσο απασχολεί η έννοια αυτή σήμερα τον κλινικό-θεράποντα γιατρό του ασθενή; Είναι εκπαιδευμένοι οι γιατροί και οι νοσηλευτές πάνω σε αυτή την έννοια ή το κομμάτι ποιότητα ζωής εμπίμπτει αποκλειστικά στο διοικητικό κομμάτι της υγείας;
Η έννοια της ποιότητας ζωής μπήκε στο μυαλό της επιστήμης πριν πολλές δεκαετίες και υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες δημοσιεύσεις σε αυτό τον χώρο. Σπερματικά σαν ιδέα πηγαίνει πίσω στις απαρχές της ιατρικής με την έννοια ότι ο ιατρός πρέπει να ενδιαφέρεται συνολικά για τον ασθενή του. Νομίζω όμως ότι οι περισσότεροι γιατροί και οι νοσηλευτές δεν έχουν σοβαρή εκπαίδευση πάνω σε αυτά τα θέματα.
Πόσο αξιόπιστη είναι σήμερα η μέτρηση της ποιότητας ζωής μέσα από διάφορα εργαλεία; Η ποσοτικοποίηση της ποιότητας (μέσα από μετρήσεις) εμπεριέχει η ίδια κάτι οξύμωρο, πόσο εύκολο είναι να μετρηθούν αξιόπιστα υποκειμενικά τελικά μεγέθη όπως η ποιότητα ζωής;
Όλα τα επιστημονικά εργαλεία μέτρησης ποιότητας ζωής έχουν περιορισμούς. Ορισμένα είναι πολύ καλά ανεπτυγμένα και προσεκτικά επικυρωμένα από μεθοδολόγους υψηλής κατάρτισης. Ομολογουμένως όμως η χρήση τους σε πολλές επιστημονικές δημοσιεύσεις είναι συχνά επιπόλαια και μεροληπτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και αρκετές εξαιρετικές δημοσιεύσεις και αρκετές εξαιρετικά ικανές εφαρμογές αυτών των εργαλείων. Η ποσοτικοποίηση της ποιότητας όχι μόνο δεν είναι οξύμωρο, αλλά είναι και απαραίτητη, με την προϋπόθεση ότι εκείνος που κάνει τις μετρήσεις ξέρει τι κάνει, και αντιλαμβάνεται τι λένε αυτοί οι δείκτες και τι δεν μπορούν να πουν.
Δώστε μας αδρά και πρακτικά τους βασικούς δείκτες ποιότητας ζωής ενός προσώπου που πάσχει από κάποια χρόνια νόσο;
Τα εργαλεία ποιότητας ζωής προσπαθούν να καλύψουν την σωματική, ψυχολογική και κοινωνική λειτουργικότητα. Και οι τρεις άξονες είναι πολύ σημαντικοί για κάθε άνθρωπο, ακόμα περισσότερο μάλιστα για κάποιον που πάσχει από κάποια σοβαρή χρόνια νόσο. Η τριαξονική αυτή θεώρηση πρέπει να ισχύει και για «υγιείς» στους οποίους περεμβαίνουμε προληπτικά. Για παράδειγμα, τα δρακόντεια lockdown πάρθηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας με σκοπό την προάσπιση αρχικά της σωματικής υγείας. Από ότι φαίνεται τελικά, δυστυχώς όπως εφαρμόστηκαν έβλαψαν την σωματική υγεία και μάλλον αύξησαν τους θανάτους. Ακόμα και αν υπάρχει κάποια διχογνωμία σε αυτόν τον άξονα, εκείνο που συζητήθηκε ελάχιστα είναι ότι αναμφίβολα συνέτριψαν την ψυχολογική και κοινωνική λειτουργικότητα σε ευρύτατους πληθυσμούς.
Η προσωπική μου εμπειρία στο αντικείμενο της καρδιαγγειακής ιατρικής δείχνει ότι η έννοια της ποιότητας ζωής έχει πυροδοτήσει μεν ακαδημαικό ενδιαφέρον και δημοσιεύσεις αλλά η εφαρμογή σε κλινικό επίπεδο υστερεί σημαντικά. Ποια είναι η άποψη σας;
Φοβάμαι πως έχετε δίκιο. Όπως είπα και παραπάνω, για τους περισσότερους ιατρούς και νοσηλευτές, η ποιότητα ζωής – με την αναγκαία ευρύτητα της έννοιας – δεν βρίσκεται μέσα στο κύριο οπτικό τους πεδίο.
Οι πολιτικές υγείας εστιάζουν κυρίως στη σχέση κόστους-ωφέλους των παροχών υγείας. Επίσης αναφερόμαστε σε εκρηκτική/σταθερή αύξηση του κόστους υπηρεσιών υγείας ώστε η έννοια της αύξησης του κόστους να μοιάζει κάτι αυτονόητο, έτσι πιθανά μας παρασύρει σε λάθος συμπεράσματα. Δεν συνεισφέρει στο αυξημένο κόστος της υγείας η συνταγογράφηση περιττών φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων; Το ίδιο το ιατρικό επάγγελμα όπως ασκείται συμμετέχει ίσως στην μεγάλη αύξηση του κόστους της υγείας;
Η υγεία είναι κυρίαρχο αγαθό και δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποιον που την θεωρεί προτεραιότητα τόσο για προσωπικούς στόχους, όσο και για συνολικούς στόχους μια οργανωμένης κοινωνίας. Απλώς θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι υπάρχει μια σχέση ανεστραμμένου U ανάμεσα στην χρήση φαρμάκων και διαγνωστικής τεχνολογίας και την υγεία. Η έλλειψη κατάλληλων υπηρεσιών υγείας και η αδυναμία χρήσης αποτελεσματικών φαρμακευτικών παρεμβάσεων και διαγνωστικών δοκιμασιών οδηγεί σε απώλεια ζωής και ποιότητας ζωής. Όμως και η υπερπροσφορά άχρηστων παρεμβάσεων και άχρηστης διαγνωστικής ιατρικής οδηγεί επίσης σε απώλεια ζωής και σε απώλεια ποιότητας ζωής. Το κόστος μιας παρέμβασης ή μιας διαγνωστικής εξέτασης δεν αποτελεί κριτήριο αποτελεσματικότητας. Οι περισσότερες χρήσιμες παρεμβάσεις και διαγνωστικές εξετάσεις είναι πολύ φτηνές. Η καταφυγή σε πανάκριβη, σπάταλη ιατρική αποτελεί μάστιγα για την κοινωνία καθώς σκοτώνει ανθρώπους και ταυτόχρονα αποσαθρώνει την ικανότητα των κοινωνιών να επενδύσουν σε άλλα πράγματα, όπως η εκπαίδευση, που τελικά έχουν κεφαλαιώδεις επιπτώσεις στην υγεία. Δυστυχώς υπάρχει ο κίνδυνος οι ατεκμηρίωτες ιατρικές πρακτικές (και στα χρόνια της πανδημίας θα προσέθετα εδώ και τις ατεκμηρίωτες πρακτικές δημόσιας υγείας) να εδραιωθούν σαν κορυφαίοι κίνδυνοι που απειλούν την υγεία των ανθρώπων. Η σοβαρή ιατρική και η αξιόπιστη δημόσια υγεία πρέπει να καταπολεμήσει την θανάσιμη υπερβάλλουσα ιατρική και τη θανατηφόρο υπερβάλλουσα δημόσια υγεία.
Πως πιστεύετε ότι θα επιδράσει η πανδημία covid-19 στις μελλοντικές πολιτικές υγείας και πως μπορεί η έννοια της ποιότητας ζωής να γίνει ενεργό συστατικό της πολιτικής υγείας στην μετα-covid εποχή;
Με ανησυχεί η εξέλιξη των πραγμάτων. Εδώ και δεκαετίες ευχόμουν η δημόσια υγεία να αποκτήσει τη δύναμη που της αναλογεί ώστε να λύσουμε επιτέλους σοβαρά προβλήματα όπως το κάπνισμα, η έλλειψη άσκησης, η παχυσαρκία, η κλιματική αλλαγή, η περιβαλλοντική ρύπανση, και τόσα άλλα που δεν λύνονται στο νοσοκομείο, αλλά πρέπει να τα αντιμετωπίσεις στην ευρύτερη κοινωνία. Τώρα που η δημόσια υγεία απέκτησε ξαφνικά υπέρμετρη δύναμη να κόβει και να ράβει και να κλειδώνει τα πάντα, σπατάλησε αυτήν την αιφνιδιαστική υπερεξουσία σε χειρισμούς διαβόητα επιστημονικά ανεπαρκείς, πανικόβλητους, και ενίοτε ακόμα και ύποπτα χειραγωγούμενους. Η ποιότητα ζωής έως τώρα κυρίως αγνοείτο, αλλά τώρα πλέον καταστρέφεται εντατικά. Με φοβίζει το παρόν όπου η καπνοβιομηχανία (υπεύθυνη για 10 εκατομμύρια θανάτους το χρόνο) επαινείται από τους εκπροσώπους του κράτους γιατί δωρίζει 50 αναπνευστήρες, και όπου τα θανατηφόρα μέτρα εγκλεισμού που παίρνονται κουρελιάζουν την ψυχολογική και κοινωνική ποιότητα ζωής και δημιουργούν έγκλειστους ανθρώπους περιορισμένης σωματικής, ψυχικής, κοινωνικής και νοητικής κινητικότητας.
Τα μαθήματα της πανδημίας μας δείχνουν ότι στο μέλλον για την αντιμετώπιση κρίσεων απαιτείται η συνδρομή ενός ενεργού δημοσίου συστήματος υγείας που θα παρέχει ισότιμα υπηρεσίες σε όλους τους πολίτες. Αυτό έρχεται σε απόλυτη αντίφαση με τις προηγούμενες (νεοφιλελεύθερες) κυριαρχούσες αντιλήψεις υπέρ της ιδιωτικοποίησης των παροχών υγείας. Εξηγήστε αυτή την αντίφαση.
Η υγεία δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πολιτικό θέμα και σε αντικείμενο κομματικής καπήλευσης. Πρέπει να υπάρχει συναίνεση και κατανόηση ότι όλοι έχουμε να κερδίσουμε από ένα λειτουργικό σύστημα υγείας. Ένα λειτουργικό σύστημα υγείας και σώζει ζωές, και βελτιώνει την ποιότητα ζωής και –τελικά– στοιχίζει πολύ λιγότερο και από οικονομικής πλευράς
Στη χώρα μας δεν καταφέραμε ποτέ να φτιάξουμε πρωτοβάθμια περίθαλψη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανεδείχθη μάλιστα η έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας ως σοβαρό μειονέκτημα. Η υγεία μέσα στην πανδημία επέστρεψε κυρίως στο νοσοκομείο, η περίθαλψη έγινε πάλι νοσοκομειο-κεντρική. Πώς εξηγείτε αυτή την (νέα) κυριαρχία του νοσοκομείου ενώ έχουμε τεχνολογία διαθέσιμη που μπορεί να ευνοήσει πχ. την ιατρική στο σπίτι; Θα ήθελα επίσης να σχολιάσετε τους λόγους της αποτυχίας δημιουργίας πρωτοβάθμιας περίθαλψης στη χώρα μας σε σχέση με άλλες χώρες;
Η πρωτοβάθμια φροντίδα είναι μια πονεμένη ιστορία στην Ελλάδα, θα έπρεπε να της αφιερώσουμε τόμους γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να ορθοποδήσει. Σε περιόδους κρίσεων οι δυνατοί γίνονται δυνατότεροι. Η νοσοκομειακή ιατρική απορρόφησε όλο το φως και τη θερμότητα του πανικού της κρίσης. Κάποιες λίγες φωνές που ψελλίσανε κάτι για πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, είτε αγνοηθήκανε μέσα στο πανδαιμόνιο, είτε (αν είχαν την ακρισία να επιμένουνε) στοχοποιήθηκαν και πολτοποιηθήκανε από διάφορους δημοσιογραφούντες εγκάθετους ή απλώς πανάσχετους. Δεν έγινε ποτέ κατανοητό ότι όταν περιμένεις από τη νοσοκομειακή ιατρική να σε σώσει έχεις χάσει σχεδόν όλο το παιχνίδι, είτε πρόκειται για πανδημία είτε για πιο ήπιους καιρούς.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες άσκησης της ιατρικής των ειδικοτήτων δίνουν πράσινο φως στην συνταγογράφηση ακριβών νέων φαρμάκων ή νέων διαγνωστικών τεχνικών προηγμένης τεχνολογίας χωρίς όμως ισχυρά κλινικά δεδομένα μελετών σε σχέση με φτηνά και αποτελεσματικά φάρμακα για τα οποία υπάρχει και μεγάλη εμπειρία. Έχουμε υιοθετήσει μιαν αντίληψη η οποία ταυτίζει το ακριβό με το αποτελεσματικό. Εχετε κάποια εξήγηση για αυτό το φαινόμενο και μήπως πρέπει να εκπαιδευτούν οι κλινικοί γιατροί σε cost effective medicine;
Το 80-90% των κατευθυντήριων γραμμών έχουν σοβαρά προβλήματα έλλειψης αξιοπιστίας ή/και χειραγώγησης από χρηματικά συμφέροντα. Στην καρδιολογία, για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της European Society of Cardiology που εκδίδει τις πλέον επιδραστικές κατευθυντήριες γραμμές προέρχεται από τη βιομηχανία. Η φαρμακοβιομηχανία και η βιομηχανία ιατρικών συσκευών και ιατρικής τεχνολογίας φυσικά έχουν προσφέρει πολλά και σημαντικά προϊόντα που σώζουν ζωές και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Η ταχύτατη ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων για COVID-19 είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ταυτόχρονα όμως οι βιομηχανίες αυτές είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, όχι φιλανθρωπικά ιδρύματα, οπότε αναπόφευκτα ο κύριος στόχος τους είναι το κέρδος, ο δεύτερος στόχος τους είναι το κέρδος και με μεγάλη υστέρηση ίσως η υγεία είναι ένας τριτεύων στόχος τους. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους ιατρούς σε ζητήματα κόστους-αποτελεσματικότητας, αλλά αυτή τη στιγμή οι κύριοι εκπαιδευτές τους είναι είτε οι ίδιες οι εταιρείες άμεσα ή οι ίδιες οι εταιρείες μέσα από διάφορα διάσημα πιόνια (opinion leaders) που ελέγχουνε.
Θεωρώ ότι υπήρξε μια ίσως πρόχειρη/ανακριβής χρήση των ιδιοτήτων «λοιμωξιολόγος» vs «επιδημιολόγος» όλη αυτή την περίοδο της πανδημίας στην ελληνική πραγματικότητα. Θα θέλατε να βοηθήσετε στην αποκατάσταση της σημασίας αυτών των δύο όρων;
«Η επιδημιολογία ασχολείται με την μεγάλη πληθυσμιακή εικόνα και είναι στον κεντρικό κορμό της ποσοτική, ενώ η λοιμωξιολογία ασχολείται με τη λεπτομέρεια και την ιδιομορφία/πολυπλοκότητα του ενός (συνήθως περίεργου/ασυνήθιστου) κλινικού περιστατικού και εμφανίζει συνήθως αλλεργία στην αυστηρή ποσοτικοποίηση και στη στατιστική. Είναι αντίστοιχη η απόσταση σε τεχνογνωσία όσο η διαφορά ανάμεσα σε έναν πολιτικό μηχανικό που σχεδιάζει και χτίζει ορόφους και τσιμεντοκολόνες και σε έναν μερακλή επιπλοποιό βιοτέχνη που σκαλίζει στο χέρι εκκλησιαστικά έπιπλα με ρόδακες, παγώνια και λεπτεπίλεπτες μορφές αγίων. Στις περισσότερες χώρες, οι Επιτροπές Αντιμετώπισης της πανδημίας είχαν ελάχιστους ή καθόλου πραγματικούς επιδημιολόγους. Οι πραγματικοί επιδημιολόγοι είναι επίσης τόσο σπάνιοι στα ΜΜΕ όσο οι υπό εξαφάνιση τίγρεις της Σουμάτρα.» Καταλαβαίνετε τώρα τι συμβαίνει όταν αναθέσεις στους καλύτερους επιπλοποιούς του κόσμου να χτίσουν ένα πολυόροφο κτίριο σε μια σεισμογενή περιοχή; Μέσα στους «λοιμωξιολόγους» συχνά συμφύρονται και κάποιοι ιολόγοι που κάνουν βασική εργαστηριακή έρευνα χωρίς ούτε κλινική ούτε επιδημιολογική επάρκεια. Εξαιρετικοί συνάδελφοι, αλλά μιλάμε ότι είναι σαν να ζητάς να χτίσουν αυτό το πολυόροφο κτίριο στην σεισμογενή περιοχή ούτε καν οι επιπλοποιοί, αλλά κάποιοι που μελετούν στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο τις ιδιότητες των ξύλινων υλικών.
Οι χειρισμοί κατά την περίοδο της πανδημίας, κατά την άποψη μου, είχαν έναν απόλυτα ιατροκεντρικό χαρακτήρα, τουλάχιστον στη χώρα μας όσο μπορώ να γνωρίζω. Στην περίφημη «επιτροπή» κυριαρχούσαν οι γιατροί (ή ειδικοί του ιατροβιολογικού χώρου) χωρίς ευρύτερη κοινωνική αντιπροσώπευση βλ. εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί ή αντιπρόσωποι άλλων επαγγελματικών ιδιοτήτων ή απλοί συμπολίτες μας. Πως θα το σχολιάζατε αυτό και ποια ίσως επίδραση είχε στις ληφθείσες αποφάσεις; Θα μπορούσε να γίνει αυτό ένα μάθημα για το μέλλον;
Μόνο τιμή και ευχαριστίες αξίζουν στα μέλη της Επιτροπής. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι προσπαθήσανε και κάνανε το καλύτερο που μπορούσαν με όλη τους την ψυχή και αυταπάρνηση. Η έλλειψη αντιπροσώπευσης του 90% των ειδικοτήτων και τεχνογνωσιών που χρειάζονταν για να αντιμετωπιστεί μια τέτοια πολυδιάστατη κρίση ήταν καταλυτική δυστυχώς για το ναυάγιο του εγχειρήματος παρά τις όποιες ευγενικές προσπάθειες.
Η ιατρική ασχολείται σήμερα πολύ περισσότερο με το να χορηγεί φάρμακα ή να ασκεί μηχανικές παρεμβάσεις ή γενετικές (μελλοντικά) παρεμβάσεις. Δεν ασχολείται καθόλου με την αλλαγή τρόπου ζωής (αύξηση φυσικής δραστηριότητας, μείωση σωματικού βάρους, περιορισμό ανισοτήτων, περιορισμό καπνίσματος, τροποποίηση ψυχοκοινωνικών παραμέτρων) και την αλλαγή σε κοινωνικούς δείκτες που συνδέονται με την ρίζα της ασθένειας. Για παράδειγμα οι κλινικοί γιατροί δεν προτρέπουν στην αξιοποίηση της άσκησης ως φάρμακο (exercise as medicine). Εσείς μάλιστα έχετε δημοσιεύσει μια μεγάλης κλινικής αξίας μελέτη πάνω σε αυτό (Comparative effectiveness of exercise and drug interventions on mortality outcomes: metaepidemiological study, BMJ 2013). Θα περίμενα η σπουδαία αυτή ανάλυση να έχει επιδράσει πολύ περισσότερο στην κλινική πράξη σήμερα αλλά δυστυχώς μόνον «ο έχων ώτα ακουέτω». Θα ήθελα τα σχόλια σας.
Η σωματική άσκηση έχει τεράστια ευεργετήματα και η έλλειψή της έχει εφιαλτικές επιπτώσεις στην υγεία. Πριν ένα μήνα έδωσα την Morris/Paffenbarger Exercise is Medicine® Keynote Lecture στο American College of Sports Medicine με θέμα «Exercise or Drugs: What is the Evidence?» και ελπίζω κάποια στιγμή να είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο. Ο κύριος λόγος που οι κλινικοί ιατροί δεν προτρέπουν στην αξιοποίηση της άσκησης είναι μάλλον το γεγονός ότι η άσκηση δεν στοιχίζει τίποτε και δεν έχει μια καλά συντονισμένη και οργανωμένη βιομηχανία να την προωθήσει. Αντιθέτως, για τα φάρμακα οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες ξοδεύουν πολύ περισσότερα χρήματα για να διαφημίσουν και να προωθήσουν τα προϊόντα τους, παρά για επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων. Οι κλινικοί ιατροί βρίσκονται κάτω από καθεστώς συνεχούς πλύσης εγκεφάλου. Τα συνέδρια των κλινικών ιατρών, οι ηγήτορές τους και οι δάσκαλοί τους, η καθημερινότητά τους είναι όλα τμήματα από μια πλασματική πραγματικότητα made by Big Pharma. Λίγοι συνειδητοποιούν ότι όλη αυτή η πλασματική πραγματικότητα πρόκειται κυρίως για έναν απλό καραγκιοζομπερντέ ενός θεάτρου επιστημονικών σκιών. Αβάντι μαέστρο!
Πόσο σημαντικός είναι τελικά ο impact factor στην αξιολόγηση της επιστημονικής συνεισφοράς; Σήμερα παράγονται παγκόσμια εκατοντάδες χιλιάδες διδακτορικά (PhDs). Στην Ελλάδα μάλιστα πριν από αρκετά χρόνια μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, κοντά στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, ένα φορτηγό άδειαζε διδακτορικές διατριβές σε κάδους ανακύκλωσης. Πόσα από αυτά τα διδακτορικά αντιστοιχούν σε πραγματική καινοτομία στην επιστήμη; Το ίδιο συμβαίνει με χιλιάδες επιστημονικά περιοδικά όπου ο καθένας (εύκολα πλέον) δημοσιεύει ότι θέλει, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί με τα open access publications τελευταία. Υπάρχει μια βιομηχανία χρήματος πίσω από την βιομηχανία δημοσιεύσεων και την βιομηχανία παραγωγής τίτλων. Πόσο το φαινόμενο αυτό προσβάλλει ενδεχόμενα την επιστημονική αξιοπιστία; Μιλώ και με αφορμή βέβαια και τα δύο αξιοσημείωτα paper retraction-ζήτημα της χλωροκίνης-σε δύο τεράστιας –υποτιθέμενης-αξιοπιστίας περιοδικά.
Ο impact factor είναι ένας δείκτης που είχε κάποια αξία όταν προτάθηκε πριν από δεκαετίες από τον πρωτοπόρο Eugene Garfield, αλλά από τότε έγινε αντικείμενο τόσης εκμετάλλευσης και χειραγώγησης που έχασε πλήρως την όποια αξία του. Δείκτες υπάρχουν πλέον αμέτρητοι – η βιβιλιομετρία είναι μια ανθηρή επιστημονική ειδικότητα – και όλοι έχουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που πρέπει να γνωρίζει κάποιος, αν αποφασίσει να τους χρησιμοποιήσει. Όσο για τις αποσύρσεις εργασιών σε διάσημα περιοδικά, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, εκείνες που τραβάνε τα φώτα της δημοσιότητας. Οι περισσότερες διατριβές και επιστημονικές δημοσιεύσεις δεν αξίζουν ούτε καν να αποσυρθούν. Είναι απλώς ασήμαντα σκουπίδια. Το να αφιερώσεις χρόνο, ενέργεια και ψυχή για να αποσύρεις ένα συγκεκριμένο μονήρες σκουπίδι είναι τρομερή σπατάλη. Απλώς πρέπει να έχεις υπ’ όψη σου ότι σαν επιστήμονας κυκλοφορείς μέσα σε σκουπιδότοπους και προσπαθείς να τους αποφεύγεις όσο γίνεται. Χιλιάδες συγγραφείς εργασιών και διατριβών τρώγονται και πασχίζουν να γίνουν βασιλείς των σκουπιδιών και να στήσουν κάποιο ταλαίπωρο καθηγητικό έδρανο πάνω σε ένα σωρό απορρίματα. Δεν με ενδιαφέρει να τα βάλω προσωπικά με τον ιδιωτικό σκουπιδοσωρό κανενός -ο κάθε σκουπιδομονάρχης θα παλέψει εξάλλου να υπερασπιστεί την θλιβερή πραμάτεια του μέχρι αηδίας. Περισσότερο με ενδιαφέρει να χαρτογραφηθούν οι λόφοι των σκουπιδιών σε μεγάλη κλίμακα, ώστε να ξέρει κάποιος να τα αποφεύγει και να τα περιορίσει προληπτικά με ευρυγώνιες στρατηγικές κινήσεις.
Έχω την αίσθηση ότι η βιομηχανία παραγωγής δημοσιεύσεων και ακαδημαικών τίτλων, αναπόφευκτα, προάγει και αναπαράγει σήμερα μια χρυσή επιστημονική μετριότητα. Μέσα σε ένα τέτοια κλίμα πόσο εύκολο είναι να ανθήσει ένα πρωτοποριακό πνεύμα που συνήθως ταράζει τα ήσυχα νερά; Ποια είναι η δική σας άποψη;
Η μετριότητα ήταν πάντα πλειοψηφική και κυρίαρχη, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, απλώς η βιομηχανία παραγωγής δημοσιεύσεων την έχει κάνει πιο τυποποιημένη και μαζική και της προσφέρει και ένα μακιγιάζ-πασάλειμμα «αριστείας» (τι φρικτά κατακρεουργημένη λέξη, ήμαρτον!). Η πρωτοπορία που ταράζει τα ήσυχα νερά πάντα ήταν σπάνια. Συνήθως η πρωτοπορία συντρίβεται, καταστέλλεται, εκμηδενίζεται παραδειγματικά. Όμως τα λίγα θραύσματά της που επιβιώνουν και ξεφεύγουν από την απολυταρχία της μετριότητας είναι αυτά που τελικά πάνε μπροστά την ανθρωπότητα.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό σας (αυτοματικά) όταν ακούτε τις λέξεις Ελλάδα, Ποίηση, Πολιτική, Επιστήμη;
Ελλάδα = Ανάσα, πνοή αλλά και χιτώνας του Νέσσου, Ποίηση = Ποίηση (δεν αντικαθίσταται αυτή η λέξη με τίποτε), Πολιτική = Ναυτία, Επιστήμη = Στέμμα και Απόστημα
Γνωρίζω την μεγάλη σας αγάπη για την ποίηση αλλά και την ποιητική σας δημιουργία. Πως έχει επιδράσει, αν έχει, η ποίηση στο επιστημονικό σας έργο και πώς το αντίστροφο δηλ. η επιστήμη στο ποιητικό σας έργο;
Ο ίδιος άνθρωπος είμαι, σε μια άνιση μάχη που συνεχώς χάνω ενάντια στη φθορά, στην ατέλεια, και στη λήθη, τόσο στην ποίηση όσο και στην επιστήμη. Απλώς προσπαθώ να καταγράψω με ειλικρίνεια, με ακρίβεια, και χωρίς ψευδαισθήσεις αυτή την αναπόφευκτη ήττα.
Εγώ προσωπικά θεωρώ ότι η προτεραιότητα στα οικονομικά μεγέθη, ο διοικητισμός και βέβαια τα οικονομικά συμφέροντα γύρω από την υγεία έχουν τραυματίσει ανεπανόρθωτα τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της σύγχρονης ιατρικής. Αυτό φαίνεται και στο γεγονός ότι ενώ η τέχνο-επιστήμη της υγείας παρουσιάζει εκρηκτική πρόοδο οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη κυρίως στους γιατρούς τους αλλά και στις πολιτικές υγείας. Οι πολίτες θεωρούν ότι όλα αυτά γίνονται για εμάς χωρίς εμάς. Εσείς πιστεύετε ότι η συνολική κοσμοθεωρία παροχής υπηρεσιών υγείας θα διατηρήσει τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα στο μέλλον και με ποιους τρόπους θα μπορούσε ο κόσμος της υγείας να εκπαιδευτεί στην ανθρώπινη ιατρική-ανθρώπινη περίθαλψη (humane medicine);
Ιατρική χωρίς τον άνθρωπο στο επίκεντρο και χωρίς ανθρωπιά είναι ένα τέρας. Το τέρας κυκλοφορεί ήδη ελεύθερο και ασύδοτο ανάμεσά μας. Κάντε κάτι.
Ο Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης είναι τακτικός Καθηγητής Παθολογίας, Καθηγητής Επιδημιολογίας και Πληθυσμιακής Υγείας, και Καθηγητής Επιστήμης Βιοϊατρικών Δεδομένων στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Stanford καθώς και Καθηγητής Στατιστικής στην Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Θετικών Επιστημών του ίδιου Πανεπιστημίου. Είναι Διευθυντής του Κέντρου Καινοτομίας στην Μετα-Έρευνα στο Στάνφορντ (Meta-Research Innovation Center at Stanford, METRICS) καθώς και Einstein Fellow και Διευθυντής του αντίστοιχου κέντρου METRIC Berlin (METRIC – B) στο Ίδρυμα Υγείας του Βερολίνου (Berlin Institute of Health).
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1965 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε ως Valedictorian (1984) από το Κολλέγιο Αθηνών, έλαβε το Πρώτο Βραβείο της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας (1984), και αποφοίτησε πρώτος στο έτος του από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1990), από όπου έλαβε και διδακτορική διατριβή στη βιοπαθολογία. Εκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Harvard και Tufts στην εσωτερική παθολογία και στη λοιμωξιολογία, και ακολούθως κατέλαβε ερευνητικές και πανεπιστημιακές θέσεις στα Εθνικά Ιδρύματα Υγείας των ΗΠΑ και στα πανεπιστήμια Johns Hopkins και Tufts πριν επιστρέψει στην Ελλάδα όπου υπηρέτησε ως αναπληρωτής καθηγητής (1999-2003) και ως τακτικός καθηγητής (2003-2010), διευθύνοντας (1999-2010) το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα έχει διατελέσει πρόεδρος (adjunt) καθηγητής (πρώτης βαθμίδας από το 2002) στο Πανεπιστήμιο Tufts και Διευθυντής του Center for Genetic Epidemiology and Modelling στο ίδιο πανεπιστήμιο, πρόεδρος καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Harvard και επισκέπτης καθηγητής επιδημιολογίας και βιοστατιστικής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial College στο Λονδίνο.
Διετέλεσε μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Human Genome Epidemiology Network και Senior Advisor on Knowledge Integration στο Εθνικό Ίδρυμα Καρκίνου στα Εθνικά Ιδρύματα Υγείας των ΗΠΑ (2012-6). Εξελέγη Πρόεδρος της Society for Research Synthesis Methodology (SRSM) και έχει διατελέσει μέλος της συντακτικής επιτροπής πολλών κορυφαίων επιστημονικών περιοδικών στο χώρο της βιοϊατρικής και της δημόσιας υγείας (ανάμεσά τους τα PLoS Medicine, Lancet, Annals of Internal Medicine, Journal of the National Cancer Institute, Science Translational Medicine, Clinical Chemistry, Molecular and Cellular Proteomics, AIDS, International Journal of Epidemiology, Journal of Clinical Epidemiology, Clinical Trials, και PLoS ONE, και άλλα) καθώς και αρχισυντάκτης (Editor-in-Chief) του European Journal of Clinical Investigation (τη δεκαετία 2010-2019).
Έχει δώσει πάνω από 600 προσκεκλημένες και τιμητικές ομιλίες. Είναι κάτοχος πολλών βραβείων, όπως το European Award for Excellence in Clinical Science [2007], το Medal for Distinguished Service, Teachers College, Columbia University [2015], το Chanchlani Global Health Award [2017], το Epiphany Science Courage Award [2018], το βραβείο Einstein [2018], και το Albert Stuyvenberg Medal [2021]).
Έχει εκλεγεί τακτικό μέλος σε επτά ακαδημίες και τιμητικούς οργανισμούς όπου μόνο μέλη μπορούν να προτείνουν νέα μέλη. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται η Association of American Physicians (εκλογή 2009, μέλος του προεδρείου/συμβουλίου από το 2017), η SRSM (όπου διετέλεσε και πρόεδρος), η European Academy of Cancer Sciences (εκλογή 2010), η American Epidemiological Society (εκλογή 2015), η European Academy of Sciences and Arts (εκλογή 2015, τάξη ιατρικής), και η National Academy of Medicine (Εθνική Ακαδημία των ΗΠΑ, τάξη της ιατρικής, εκλογή 2018) και η Ακαδημία Επιστημών της Bologna (2021). Έχει λάβει τιμητικούς τίτλους από το Ίδρυμα Τεχνολογίας Έρευνας (ΙΤΕ, επίτιμο μέλος 2014) και από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (ομότιμος καθηγητής 2015), και επίτιμους διδακτορικούς τίτλους από τα πανεπιστήμια Erasmus University Rotterdam (2015), Πανεπιστήμιο Αθηνών (2017), University of Tilburg (2019), University of Edinburgh (2021). Έχει δώσει επίσης πλήθος τιμητικών επώνυμων διαλέξεων σε κορυφαία ιδρύματα όπως Caltech, Oxford, London School of Hygiene and Tropical Medicine, Yale, University of Utah, University of Connecticut, University of California Davis, University of Pennsylvania, Washington University St. Louis, National Institutes of Health και πολλά άλλα.
Το άρθρο του στο PLoS Medicine που δημοσίευσε από το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων το 2005 με τίτλο “Why most published research findings are false” στο PLoS Medicine είναι το άρθρο με τον μεγαλύτερο αριθμό προσβάσεων ανάμεσα σε όλα τα άρθρα της επιστημονικής βιβλιογραφίας (~3 εκατομμύρια προσβάσεις) και το πλέον συχνά χρησιμοποιημένο άρθρο στη βάση Mendeley που καλύπτει όλες τις επιστήμες και είναι επίσης το πλέον αναφερόμενο άρθρο της επιστημονικής βιβλιογραφίας που δημοσιεύτηκε ποτέ με κύρια διεύθυνση αλληλογραφίας από την Ελλάδα.
Πάνω από 80 μαθητές τους κατέχουν ήδη καθηγητικές και ηγετικές ερευνητικές θέσεις σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα σε πολλές χώρες (Ελλάδα, Κύπρο, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Ελβετία, Ισπανία, Βέλγιο, Γερμανία, Καναδά, Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βραζιλία, Σαουδική Αραβία, Αμπού Ντάμπι, Ρουμανία, Νότιο Αφρική και αλλού).
Έχει συγγράψει επίσης 8 λογοτεχνικά βιβλία στα Ελληνικά, τρία από τα οποία (Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο, Κέδρος 2012 – Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ, Κέδρος 2014 – Μετά τα αφύσικα, Κέδρος 2018) βρέθηκαν στις βραχείες λίστες του Αναγνώστη για τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς.
Ο ρυθμός νέων ετεροαναφορών στο Google Scholar τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους 10 επιστήμονες με τον μεγαλύτερο αριθμό νέων αναφορών σε όλη την επιστήμη και είναι ο υψηλότερος ρυθμός νέων ετεροαναφορών από όλους τους γιατρούς παγκοσμίως.