Η Ελλάδα σκηνικό για διεθνείς παραγωγές
Πολιτισμός του Γιώργου Βαϊλάκη
Σε μια κρίσιμη συγκυρία όπως η σημερινή υπάρχει μια αναξιοποίητη βιομηχανία που μπορεί να αποφέρει τεράστια έσοδα: η κινηματογραφική παραγωγή – είτε με τη μορφή ξένων ταινιών και διαφημίσεων που γυρίζονται στην Ελλάδα, είτε με τη μορφή εγχώριων φιλμ. Αυτό είναι ένα θέμα που κατά καιρούς έχει απασχολήσει τις κυβερνήσεις, αλλά και την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, αφού υπάρχει η πεποίθηση ότι τα οφέλη θα είναι πολλαπλά εάν η έβδομη τέχνη αξιοποιήσει την Ελλάδα. Μάλιστα, πριν από μερικά χρόνια, το 2014, είχε γίνει μια εμπεριστατωμένη έρευνα με τίτλο «Παραγωγή Κινηματογραφικών Ταινιών στην Ελλάδα: Επιδράσεις στην Οικονομία» από το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), για λογαριασμό της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που υλοποιήθηκε χάρη στην υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση. Η συγκεκριμένη μελέτη εκτιμά ότι το ΑΕΠ της χώρας μπορεί να αυξηθεί κατά 39 εκατ. ευρώ για τα γυρίσματα μίας μόνο σχετικά μεγάλης ξένης παραγωγής στην Ελλάδα. Και αυτό, ανεξάρτητα από τα παράλληλα οφέλη της τουριστικής αύξησης λόγω της ταινίας.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ελάχιστες ήταν οι σημαντικές ξένες παραγωγές που επέλεξαν τη χώρα μας: «Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» (2001), «Mamma Mia!» (2008), «Πριν τα Μεσάνυχτα» (2013) και «Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου» (2013) υπήρξαν οι εξαιρέσεις στον κανόνα που ήθελε τις διεθνείς παραγωγές να επιλέγουν να ταξιδέψουν σε άλλες χώρες, εξαιτίας της τερατώδους γραφειοκρατίας, της απουσίας οικονομικών κινήτρων και της ανυπαρξίας κατάλληλων υποδομών στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, η «Τροία» γυρίστηκε στη Μάλτα και στο Μαρόκο! Όσο για τον «Ηρακλή» ολοκληρώθηκε στην Ουγγαρία. Κι όμως, τα πράγματα πριν από μερικές δεκαετίες ήταν εντελώς διαφορετικά.
Από τη δεκαετία του ’60 και τον “Ζορμπά”, μέχρι την πρόσφατη επιτυχία “Μάμα Μία” κσι τη σειρά “Τεχεράνη”, η Ελλάδα έχει υπάρξει το σκηνκό για πολλές κινηματογραφικές παραγωγές.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 η ελληνική πρωτεύουσα και, φυσικά, τα νησιά θα αναδεικνύονταν ως το ιδανικό μέρος για να γυριστούν εντελώς διαφορετικές, κλασικές πια ταινίες, από τον «Ζορμπά» και το «Ποτέ την Κυριακή» μέχρι «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε».
Η ταινία «Ζορμπάς» (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη, που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ.
Πάνω απ’ όλα, όμως, πρόκειται για την ταινία με την αξεπέραστη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη που έκανε το συρτάκι και την Ελλάδα… μόδα. Απ’ την άλλη, το «Ποτέ την Κυριακή» (1959) είναι η ταινία που θα καθιέρωνε τη Μελίνα Μερκούρη ως διεθνή σταρ. Ο Ζιλ Ντασέν κινηματογραφεί την αισιοδοξία και το φιλότιμο ενός φτωχού λαού, μέσα από την ιστορία ενός Αμερικανού που προσπαθεί να αναμορφώσει μια πόρνη του Πειραιά. Δύο βραβεία (Γυναικείας Ερμηνείας στις Κάννες για τη Μελίνα Μερκούρη και Όσκαρ Τραγουδιού για τον Μάνο Χατζιδάκι και τα «Παιδιά του Πειραιά») συνόδευσαν αυτήν την ταινία, που έμελλε να γίνει παγκόσμια επιτυχία. Και, βέβαια, ξεχωρίζουν «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» (1961) – ένα ορόσημο πολεμικής ταινίας όλων των εποχών. Πρωταγωνιστεί ο Γκρέγκορι Πεκ και μια πλειάδα διάσημων ηθοποιών που έχουν να φέρουν εις πέρας μια σχεδόν αδύνατη αποστολή: να καταστρέψουν τις πυροβολαρχίες των Γερμανών στο νησί Ναβαρόνε της Μεσογείου, που δεν είναι άλλο από τη Ρόδο. Ήταν ταινίες που έκαναν την Ελλάδα τουριστικό προορισμό.
Ο νόμος Κρέτσου
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει προσπάθεια να αρθούν τα πολλά γραφειοκρατικά εμπόδια που δυσχεραίνουν τα γυρίσματα ξένων παραγωγών στην Ελλάδα, όπως η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αδειοδότησης, η αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων φορέων, οι χρονοβόρες διαδικασίες, οι ασάφειες στη νομοθεσία και η μη ύπαρξη ενιαίου κοστολογίου. Το 2017 δημιουργήθηκε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την ενίσχυση των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο τότε Γενικός Γραμματέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, Λευτέρης Κρέτσος, επισκέφτηκε το Λος Άντζελες των ΗΠΑ για να το γνωστοποιήσει στα γραφεία σημαντικών εταιρειών παραγωγής στον τομέα του κινηματογράφου και της τηλεόρασης και να το παρουσιάσει αναλυτικά σε επιλεγμένα υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής οπτικοακουστικής βιομηχανίας.
Πρόκειται για τον Νόμο 4487/2017, ο οποίος προβλέπει την επιστροφή του 35% των επιλέξιμων δαπανών σε όσους πραγματοποιούν παραγωγές στην Ελλάδα (cash rebate). Μάλιστα, αυτό το νέο θεσμικό πλαίσιο παρέχει νέα κίνητρα και διευκολύνσεις για τον κινηματογράφο και την οπτικοακουστική παραγωγή – φορολογική ελάφρυνση διαφόρων δαπανών 30%, εργόσημο για βοηθητικούς ηθοποιούς, αναπτυξιακό νόμο. Από τότε κάτι κινείται και, αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία του κορονοϊού, ενδεχομένως να παρατηρούσαμε μεγάλη ζήτηση για την Ελλάδα ως σκηνικό μεγάλων διεθνών παραγωγών.
Σκηνικό για ταινίες
Προς το παρόν, τα μηνύματα είναι κάτι παραπάνω από θετικά: στην Κεντρική Μακεδονία θα αρχίσουν περί τα τέλη Ιουνίου τα γυρίσματα παραγωγής του Χόλιγουντ για την κινηματογραφική ταινία «Barracuda», με πρωταγωνιστή τον Αντόνιο Μπαντέρας. Η παραγωγή είναι ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ όλα τα γυρίσματα θα γίνουν εκεί. Ο παραγωγός του «Barracuda», Ρόμπερτ Βαν Νόρντεν, δήλωσε ότι η παραγωγή βρίσκεται στο στάδιο της ανίχνευσης τοποθεσίας, ενώ ανέφερε ότι επισκέψεις γίνονται σε διάφορα μέρη, στην Περαία, τη Θέρμη, τη Θεσσαλονίκη και τις γύρω περιοχές. Τόνισε ότι χρησιμοποιούνται εσωτερικές και εξωτερικές τοποθεσίες, καθώς και ο χώρος του στούντιο στη Θέρμη.
Ακόμη, τον τελευταίο χρόνο, η Αθήνα δείχνει ότι εντάσσεται στον παγκόσμιο χάρτη των οπτικοακουστικών παραγωγών χάριν και του Γραφείου Εξυπηρέτησης Κινηματογραφικών Παραγωγών (Athens Film Office). Από την αρχή της λειτουργίας του, τον Μάρτιο του 2020, έχει προσελκύσει περισσότερες από 40 οπτικοακουστικές παραγωγές, διευκολύνοντας τα γυρίσματά τους στο κέντρο και τις συνοικίες της πρωτεύουσας.
Πρόκειται για παραγωγές μεσαίου αλλά και μεγάλου μεγέθους, σε πολλές από τις οποίες έχουν πρωταγωνιστήσει σημαντικά ονόματα του διεθνούς κινηματογράφου. Ήδη, για τη χρονιά που διανύουμε, στην πόλη έχουν επενδυθεί περίπου 60 εκατομμύρια ευρώ από κινηματογραφικές παραγωγές, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος αναμένεται να ενδυναμώσει την ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία.
Μεταξύ αυτών ήταν η διεθνής παραγωγή «Τεχεράνη». Η ισραηλινή σειρά που επί τρεις μήνες έκανε τα βασικά γυρίσματά της στην Αθήνα με συνεργείο 100 μελών γνωρίζει τεράστια επιτυχία σε παγκόσμια κλίμακα από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν έκανε πρεμιέρα.
…αλλά και διαφημίσεις
Στην ελληνική πρωτεύουσα στράφηκαν επίσης τα φώτα και κάποιων μεγάλων διαφημιστικών παραγωγών. Η διεθνής καμπάνια του προϊόντος Perrier, με ένα εντυπωσιακό βίντεο ταξιδεύει την Αθήνα ανά τον κόσμο. Πάντως, το κατά πόσο είναι θεμιτό να χρησιμοποιούνται αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία ως σκηνικό για ταινίες, διαφημιστικές καμπάνιες και επιδείξεις μόδας είναι κάτι που επανέρχεται με κάθε αφορμή στις συζητήσεις, ενώ απασχολεί κατά περίσταση το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (Κ.Α.Σ.).
Όπως έγινε με την πρόσφατη πολυσυζητημένη επίδειξη του γαλλικού οίκου Dior, ο οποίος επέλεξε την ελληνική πρωτεύουσα για να παρουσιάσει την επίδειξη μόδας στο Καλλιμάρμαρο με τίτλο «Dior celebrates Greece», με σκοπό να τιμήσει τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Επιπλέον, το Κ.Α.Σ. ενέκρινε το αίτημα του οίκου για φωτογράφιση στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης – πολλές ήταν οι φωνές που διατύπωσαν έντονα τη δυσαρέσκειά τους, αλλά και τη διαφωνία τους. Στο παρελθόν ο οίκος Dior είχε κάνει φωτογράφιση μπροστά από τον Παρθενώνα, ενώ δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε αρχαιολογικούς χώρους να χρησιμοποιούνται ως σκηνικό για επιδείξεις μόδας, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό.
Σταύρος Μπένος
Πρόεδρος του σωματείου Διάζωμα, πρώην Υπουργός Πολιτισμού
Είναι σημαντικό να ξαναζήσουμε αυτή τη μαγεία. Μόνο ο φέρων πολιτισμός και η φυσική και πνευματική επαφή μπορούν να προκαλέσουν αυτά τα αισθήματα και τα συναισθήματα. Οι άνθρωποι του πολιτισμού πέρασαν πάρα πολύ δύσκολα, υπέφεραν πιο πολύ από όλους τους κλάδους. Η σπουδαιότητα του πολιτισμού είναι η προφανής πλευρά. Υπάρχει όμως και μία αφανής, που θεωρώ ότι είναι η σημαντικότερη. Ξεκινάει μια περίοδος ενός σχεδίου Μάρσαλ για τη χώρα – κάτι τέτοιο είναι αυτό που πρόκειται να συμβεί. Υπάρχουν τρία μεγάλα διαφορετικά προωθητικά προγράμματα. Το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης και το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, με συνολικά 70 δισεκατομμύρια ευρώ. Η χώρα πρέπει να ξεπεράσει τρεις φορές τον εαυτό της για να ανταποκριθεί ποσοτικά. Ποσοτικά, να το υπογραμμίσετε αυτό. Πρέπει, δηλαδή, αντί να απορροφάει 5 δισεκατομμύρια να μπορεί να απορροφάει 15 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Και το πιο κρίσιμο είναι το πνευματικό υπόβαθρο που κρύβει αυτή η προσπάθεια. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για την επόμενη μέρα της πατρίδας μας. Εδώ, ο πολιτισμός κρύβει μία λεξούλα μαγική: τις συνέργειες. Τις συνέργειες ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Η Ευρώπη μάς προσφέρει απλόχερα το πνευματικό της κεφάλαιο και τους πόρους της για να πετύχουμε ολοκληρωμένες χωρικές επενδύσεις. Πρέπει να προσπαθήσουμε να συνδέσουμε τρεις μεγάλους πυλώνες της πατρίδας μας που είναι εδώ, υπάρχουν, είναι σπουδαίοι ο καθένας από αυτούς. Αλλά δεν συνομιλούν μεταξύ τους. Είναι ο πυλώνας του πολιτισμού, της αγροδιατροφής και βεβαίως η ατμομηχανή της οικονομίας της χώρας, το τουριστικό της προϊόν. Για φανταστείτε, λοιπόν, όλα αυτά να συλλειτουργήσουν!
Πέτρος Θέμελης
Ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Διευθυντής προγράμματος Αρχαίας Μεσσήνης
Είμαι αισιόδοξος για την επόμενη μέρα. Θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως ήταν πριν από την πανδημία. Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς τους αρχαιολογικούς χώρους άδειους, όπως την Αρχαία Μεσσήνη, η οποία δεν έχει πια τον κόσμο που είχε, αλλά γεμίζει σταδιακά. Βλέπεις κάθε μέρα όλο και περισσότερους και αισιοδοξώ ότι μέχρι το τέλος του έτους θα έχει αποκατασταθεί πλήρως η ροή των επισκεπτών. Έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια εγκλεισμού, ο κόσμος διψάει για θέαμα, ακρόαμα και επίσκεψη σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Θα πάμε πολύ καλύτερα. Οικονομικά η ΕΕ θα μας βοηθήσει πολύ με αυτό το τεράστιο ποσό που θα μας δώσει και πιστεύω ότι η οικονομία μας όχι μέχρι το 2022, αλλά μέχρι το 2023 θα αποκατασταθεί. Τα οικονομικά των αρχαιολογικών χώρων εξαρτώνται από την επισκεψιμότητα. Αλλά πιστεύω ότι δεν αρκεί αυτό. Η πολιτική του Υπουργείου Πολιτισμού πρέπει να στραφεί στην αύξηση των εσόδων από τα πωλητήρια. Η Αρχαία Μεσσήνη δεν έχει καν πωλητήριο, δεν πουλάμε τίποτα! Και εκτός από κάρτες και βιβλία, θα μπορούσαμε να πουλάμε μπλουζάκια, ακόμα και το λάδι του αρχαιολογικού χώρου, ως κάτι ιδιαίτερο. Αυτά μπορεί να τα πετύχει με μια νέα πολιτική το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, το οποίο ακόμα καθυστερεί κατά τη γνώμη μου.
Το διαβάσαμε στο ECONOMIA