45
Φώτης Κόντογλου: Πολλές φορές τρομάζω τη νύχτα, βλέποντας να κρέμεται από πάνω μας τούτη η μηχανή του κόσμου.
«… Οι δικοί μας άγιοι, ποὺ μαρτυρήσανε στὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι στοὺς Τούρκους, ἤτανε ταπεινοί, ἁπλοί, λιγομίλητοι, μὲ τὴ φωτιὰ τῆς πίστης στὰ στήθιά τους, ἀπονήρευτοι κι ἀγράμματοι,….
»“‘Ὤ! Τι ὕψος καὶ πόση πνευματικὴ εὐπρέπεια εἶχε ἡ φυλή μας, τὸν καιρὸ ποὺ θαρροῦμε ἐμεῖς πὼς ἤτανε ἀγράμματη καὶ βάρβαρη…. »
Πονεμένη Ρωμιοσύνη *1
Στο εορταστικό κλίμα των ποικίλων εκδηλώσεων μας για τα διακόσια χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, να που παρεμβαίνει και ο Φώτης Κόντογλου με τον δικό του ταπεινό στοχαστικό λόγο. Σαν να προαισθανόταν την παγκοσμιοποιημένη και τεχνολογική έπαρση του αιώνας μας, δεν χάθηκε. Συνεχίζει και σήμερα με τον ίδιο ζήλο κι ενθουσιασμό να μας θυμίζει τα παραδεδομένα και πατροπαράδοτα, για να μη ξεχνιόμαστε. Γιατί, η απώλεια μνήμης οδηγεί μοιραία στην απώλεια συνείδησης.
« Άνθρωπε πονηρέ, γύρισε και κοίταξε το χάος που’ ναι ολόγυρά μας! Εγώ πολλές φορές τρομάζω τη νύχτα, βλέποντας να κρέμεται από πάνω μας τούτη η μηχανή του κόσμου. Και τα σκληρά βουνά που πατάμε, και κείνα που στέκονται στον αγέρα, δεν έχουνε θεμέλιο, δεν ακουμπάνε πουθενά…» *2
Γεννήθηκε το 1895 στις Κυδωνίες ή Αϊβαλί, δεύτερο μετά τη Σμύρνη μεγάλο κέντρο του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Η οικογένεια του τον προόριζε για ναυτικό, ήταν κι ο πατέρας του. Εκείνος όμως, κατά βάθος στεριανός «στρατοκόπος», αφού τέλειωσε Σχολαρχείο και Γυμνάσιο στο Αϊβαλί, βρέθηκε με το ταλέντο του στο τρίτο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Πριν αποφοιτήσει, έφυγε για το Παρίσι να γνωρίσει τις δυτικές σχολές ζωγραφικής. Εκεί συνεργάστηκε με περιοδικά, βραβεύτηκε πρώτος σε διαγωνισμό εικονογράφησης βιβλίου, εργάστηκε ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος, ταξίδεψε στην Ισπανία και Πορτογαλία, γύρισε στο Παρίσι. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1919, επέστρεψε στη γενέτειρα του, όπου διορίστηκε καθηγητής «γαλλικών» και «τεχνικών» στο εκεί Παρθεναγωγείο. Το 1921 επιστρατεύτηκε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το ‘22 άφηνε πρόσφυγας τον τόπο του κι ένα χρόνο μετά ανέβαινε στο Άγιο Όρος να καλογερέψει. Δεν κλείστηκε τελικά σε μοναστήρι, αλλά στην εγκόσμια μοναξιά του, όχι για να ξεχάσει, αλλά για να αποκαλύψει κόσμο με το πινέλο και την πένα του.
«Μυστήριο μεγάλο είναι το πώς έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος. Εμένα το γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της τύχης, που γυρίζει ολοένα, ξερίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και μ’ έριξε στην ξενιτειά…
»Το πώς γεννήθηκα στα μέρη της Ασίας, τό ‘χω για πράμα βλογημένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μ’ όλα ταύτα βρεθήκανε άνθρωποι κακοί και κακογεννημένοι… Θέλανε ν’ αρνηστώ τη μάννα μου την Ασία….
» Αμαρτίαν ήμαρτεν Ιερουσαλήμ, δια τούτο εις σάλον εγένετο’ πάντες οι δοξάζοντες αυτήν, εταπείνωσαν αυτήν .*3
» Μα εγώ δεν θ σ’ αρνηστώ ποτές, Γερουσαλήμ! Να χάσω το φως μου αν σε ξεχάσω, να ψάχνω με το ραβδί και να μη βρεθεί τοίχος να μού δείξει το δρόμο, κι ούτε πονετικός διαβάτης να με χειροκρατήσει….
»…Σε μέρος πόχει τόσο μονάχα φως, όσο χρειάζεται στον ξενιτεμένον, εκεί σε συλλογιέμαι τη νύχτα. » *4
Και αυτή η υπόσχεση μνήμης του ξενιτεμένου διανοητή καλλιτέχνη εκπληρώνεται πιστά πότε με το καλέμι, το καπνισμένο δαδί και τις μπογιές, πότε με τα γράμματα. Κλείνεται ο Κόντογλου στη μοναξιά του, γράφει με πάθος βιβλία και δημιουργεί εικόνες, όχι για να αρνηθεί τον κόσμο γύρω του, αλλά για να τον αποκαλύψει, όπως ο ίδιος τον φέρει ζωντανό μέσα του. Η γεωγραφία αυτού του κόσμου, η ανθρώπινη φύση του, η ροή του στον χρόνο και οι αλήθειες του είναι πολιτιστικά ελληνικές. Γι αυτό εκείνος εναντιώνεται στον δυτικό πολιτισμό και την επιρροή του. Όχι από φανατικό εθνικισμό, αλλά από την αγάπη του για τη γενέτειρα του Ανατολή και τους ξεχασμένους θησαυρούς της. Από τον φόβο, μήπως η χαμένη πατρίδα χαθεί και στις ψυχές των ανθρώπων.
« …Δοξάζω τον Θεό που δώρησε στον άνθρωπο τα γράμματα, για να γράφει στο χαρτί τον αναστεναγμό του… Στα βουνά βούϊζε ο άνεμος, περνούσανε από πάνω μου νέφελα οργισμένα. Κι εγώ τρύπωνα στο θαλάμι μου και φχαριστούσα τον Θεό… Ακουμπούσα το κεφάλι στην απαλάμη μου και πήγαινα σε τόπους αγαπημένους…
Τα γραψίματά μου είναι χαρούμενα και φτυχισμένα. Ωστόσο σού λέγω πως δεν γράφω με μελάνι, παρά με δάκρυα γράφω. Κανένας δε με βοήθησε σε τούτον τον κόσμο, εχτός αν είναι βοήθεια τα λόγια…*5
Ο καημός γίνεται έργο. «…Ανάερα κρεμασμένος σαν πολυέλαιος της εκκλησιάς… με την παλέτα και το πινέλο στα χέρι….Λες τούτος δε θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή… Πιάνει την ζωή και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα ζωή και την κάνει αθανασία… Θαρρώ πως το βλέπω, πως θα μείνει αθάνατος. Γι’ αυτό τα μάτια του λάμπουν. Κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη… », γράφει για τον Κόντογλου ο Νίκος Καζαντζάκης (Ταξιδεύοντας, Μοριάς). Με τα χέρια, και με το νου και την καρδιά δουλεύει ο μαστρο-Φώτης, όπως τον αποκαλούν οι μαθητές του. Κι έτσι ξαναστήνονται παλιές εκκλησιές που κατέρρεαν, αποκαλύπτονται σπουδαίες τοιχογραφίες χαμένες κάτω από τον σοβά και το άλάτι, ξαναζωντανεύει το θαύμα του Μυστρά, ανασταίνεται η βυζαντινή τέχνη σε καινούριους ναούς… Όμως και στην πεζογραφία, πότε θαλασσινός, πότε άγιος, πότε κοσμοπολίτης, αφήνει ένα έργο έντεκα τόμων, εκτός από το άλλο διάσπαρτο σε διάφορα έντυπα.
Μακριά από κωδωνοκρουσίες και σαλπιγκτές, μια απλή ζωή προσηλωμένη με πίστη στον στόχο της. Να φέρει στην επιφάνεια μαρτυρίες του ελληνικού παρελθόντος, να βεβαιώσουν ότι τίποτα δεν έχει πεθάνει τίποτα δεν χάνεται. Αυτό το πολύ μεγάλο έργο ψυχής και τέχνης αφιερώνει σε κάθε παρόν της φυλής μας ο Φώτης Κόντογλου με μοναδική υπογραφή ένα σεμνό «χειρ Φ.Κ.» ή το πολύ «δια χειρός Φωτίου» ή μόνο «Φ.Κ.»
«Όπως η γης βγάζει στον καιρό της χορτάρια και λουλούδια, κι άμα ζήσουνε όσο είναι διορισμένο, ξεραίνουνται και γίνουνται χώμα…. έτσι περνάνε από τον ψεύτη τον κόσμο κ΄οι ανθρώποι, ο ένας πίσ’ από τον άλλον.
» Σε κάθε χώρα έτσι γίνεται. Μα τούτος ο μύλος της ζωής γυρνά πιο γρήγορα στις χώρες που ‘ναι πιο αρχαίες και πιο πολύ ακόμα στις μεριές του κόσμου που σταυρώνονται τα ρέματα. Γιατί, όπως έχει ρέματα η θάλασσα, η ατμοσφαίρα και τα ποτάμια, το ίδιο κ’ οι άνθρωποι κάνουνε κι αυτοί ρέματα παράξενα, και περιπλέκουνται τό΄να με τα’ άλλο, και χοχλαλακάνε, κ’ ύστερα πλημμάρουνε και σκεπάζουν τις στεριές και τα νησιά.»*6
Ο πολιτισμός και οι παραδόσεις των λαών είναι δυνάμεις φυσικές που επηρεάζουν την κίνηση του «μύλου της ζωής» τους. Η Ιστορία ως αφήγημα και η συλλογική μνήμη ως βίωμα επιμένουν να μεταδίδουν το υλικό τους από το παρελθόν προς το μέλλον. Συνδετικός κρίκος αυτής της μεταβίβασης είναι το παρόν. Το ερώτημα είναι εάν το παρόν του δικού μας πανάρχαιου λαού και τόπου, μέσα από τα τόσα «ρέματα» και «διασταυρώσεις» του, συντηρεί αυτή την κατά Κόντογλου «πνευματική ευπρέπεια». Ας απαντήσει ο καθένας μας ως γνώστης εαυτού.
*1. Πονεμένη Ρωμιοσύνη, Οἱ νεομάρτυρες, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας, Εκδόσεις Αστήρ 1963. *2. Θρηνητικός πρόλογος, Το Αϊβαλί η πατρίδα, Θ’ Έκδοση, Εκδόσεις Παπαδημητρίου 2001 σ.11 . *3. Θρήνοι Ιερεμίου, Κεφάλαιο 1,9. *4 Θρηνητικός πρόλογος, Το Αϊβαλί η πατρίδα,.. σσ.9-10, *5 σ. 10, *6 σ.11.
Μάρω Παπαδημητρίου στο ΠΕΡΙ ΟΥ