Πώς η μεσαία τάξη έχασε το τρένο της ευημερίας

Πριν 50 χρόνια ακριβώς, την Κυριακή 15 Αυγούστου 1971, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Richard Nixon εμφανίστηκε στην τηλεόραση για ένα έκτακτο διάγγελμα. Η ευημερία χωρίς πόλεμο, εξήγησε, απαιτεί δράση σε τρία μέτωπα: ανεργία, πληθωρισμός και διεθνή κερδοσκοπία. The time has come (Ήρθε η ώρα) για μια νέα οικονομική πολιτική.

Οι αλλαγές προέβλεπαν φοροαπαλλαγές για ενθάρρυνση επενδύσεων, κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα εγχώριας κατασκευής αυτοκίνητα, εκπτώσεις φόρου εισοδήματος, περικοπές δαπανών. Ο Πρόεδρος συνέχισε με την επιβολή δασμών 10% σε όλες τις εισαγωγές και «πάγωμα» 90 ημερών σε όλες τις τιμές και τους μισθούς. Την μεγάλη «βόμβα» όμως την έριξε στο τέλος: εξαιτίας των κερδοσκοπικών επιθέσεων εναντίων του δολαρίου, αναστέλλεται προσωρινά η μετατρεψιμότητα του σε χρυσό. Μπαμ!

Με μια φράση εξαγγέλθηκε η μεγαλύτερη κλοπή πλούτου στην ιστορία, από το κράτος των ΗΠΑ. Ο Νίξον ούτε λίγο ούτε πολύ, ανήγγειλε πως αποφασίζουν μονομερώς να μην τηρήσουν την υπόσχεση που ανέλαβαν οι Αμερικανοί στο Bretton Woods, να ανταλλάζουν χρυσό σε μια σταθερή ισοτιμία 35 δολαρίων. Με άλλα λόγια, μαζέψανε από τους ξένους πραγματικό χρυσό, που είχε μεγάλες δαπάνες εξόρυξης και για αντάλλαγμα έδιναν χρωματιστά χαρτάκια που τύπωναν με μηδενικό κόστος. Όσο το χαρτί και το μελάνι. Θυμίζουμε πως μέχρι τότε για να τυπώσεις χρήμα έπρεπε να έχεις αντίκρισμα σε χρυσό.

Τι οδήγησε τους αμερικάνους να προβούν σε αυτή την ενέργεια;

Πολλοί λόγοι, με σημαντικότερο ότι δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς. Οι Ευρωπαίοι είχαν πάρει είδηση ότι προκειμένου να αντεπεξέρθουν στα έξοδα του πολέμου του Βιετνάμ, είχαν αρχίσει να τυπώνουν παραπάνω από το επιτρεπτό όριο. Για αυτό από τις αρχές του 1971 άρχισαν να αναζητούν απευθείας χρυσό ως αποθεματικό.

Κατόπιν, ο πληθωρισμός, το δημοσιονομικό και το εμπορικό έλλειμμα αυξανόταν σε μη επιτρεπτά όρια. Η οικονομία των ΗΠΑ έπαψε να είναι ανταγωνιστική. Για αυτό άρχισαν να απομακρύνονται από τα ιδεώδη του ελεύθερου εμπορίου που είχε υιοθετηθεί στο τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Έπαψαν να τους συμφέρουν και επέστρεψαν στον προστατευτισμό.

Λίγο πριν το διάγγελμα Νίξον, οι Γάλλοι υπό τον Πρόεδρο Nτε Γκολ, σε μια προκλητική κίνηση φόρτωσαν ένα πολεμικό πλοίο με δολάρια με προορισμό τις ΗΠΑ. Σκοπός; Να τους τα δώσουν και να επιστρέψουν με την αντίστοιχη ποσότητα χρυσού. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ. Λέγεται πως ένα τηλεφώνημα από τους οργισμένους Αμερικανούς αρκούσε. «Γυρίστε πίσω ή σας βυθίζουμε».

Ο τότε υπουργός Οικονομικών Τζον Κόναλι, ο οποίος δεν είχε κάποιο σοβαρό υπόβαθρο στα διεθνή οικονομικά, το εξέφρασε με τον πιο κυνικό τρόπο: «να πηδήξουμε τους ξένους πριν αυτοί πηδήξουν εμάς» (to screw the foreigners before they screw us). Η ανταγωνιστικότητα θα επανερχόταν με την υποτίμηση του δολαρίου. Στο ναδίρ του, το δολάριο είχε υποτιμηθεί κατά περίπου 50% σε σύγκριση με το ιαπωνικό γιεν και το γερμανικό μάρκο.

Αξίζει να σημειωθεί πως κάποιοι ήταν αρνητικοί. Επιθυμούσαν να ανασχεδιάσουν τη συμφωνία, όχι να την καταργήσουν. Ανάμεσα τους ήταν ο μετέπειτα πανίσχυρος διοικητής της FED, Paul Volcker. Εκείνη την περίοδο όμως ήταν ένας απλός υφυπουργός, δεν είχε την απαραίτητη ισχύ ώστε να επιβάλλει την άποψη του. Ένας λόγος που τάχθηκαν ενάντια, ήταν ότι κανείς πραγματικά δεν ήξερε τις επιπτώσεις της απόφασης, όπως πάλι κυνικά παραδέχτηκε ο Κόναλι στους δημοσιογράφους. Ο ίδιος ο Νίξον πίστευε πως η αποδέσμευση δολαρίου – χρυσού, θα ήταν προσωρινή. Μόνο αργότερα συνειδητοποίησε ολοκληρωτικά τις τεκτονικές επιπτώσεις που επέφερε η απόφαση του. Το κύριο μέλημα του ήταν εκείνη τη στιγμή να αποφύγει μια ύφεση που θα μπορούσε να του κοστίσει τις εκλογές του 1972.

Η συνέχεια του άρθρου του Βασίλη Παζόπουλου στο euroday.gr