Μια επίσκεψη στο Ζωγραφείο Εικόνων

Ο καρδιολόγος του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, συνθέτης και συγγραφέας Θανάσης Δρίτσας συνομιλεί με τον αγιογράφο Δημήτρη Χατζηαποστόλου 

Τελευταία έψαχνα με μανία και αγωνία στον χώρο της λειτουργικής τέχνης να συναντήσω έναν σύγχρονο ζωγράφο ο οποίος να διαθέτει στίγμα, άποψη και να παράγει έργο που βρίσκεται σε ζωντανό διάλογο με το εκκλησίασμα και το κοινωνικό σύνολο. Το ένστικτο μου, οι απόψεις ορισμένων πολύ ψαγμένων στην εικονογραφία φίλων μου αλλά και μια σειρά από μαγικές συμπτώσεις έβαλαν στην παλάμη μου ένα χαρτάκι πάνω στο οποίο είχε γραφτεί ένας αριθμός τηλεφώνου και ένα όνομα. Δεν έχει σημασία ποιος ήταν ο τηλεφωνικός αριθμός αλλά το όνομα στο οποίο είχε καταχωρηθεί ο αριθμός, ήταν: Δημήτρης Χατζηαποστόλου . Δεν είχα έρθει ποτέ πριν σε επαφή με το έργο του Δημήτρη Χατζηαποστόλου και αμέσως πληκτρολόγησα το όνομα του στο Google. Άρχισα να εντυπωσιάζομαι από την ομορφιά κάποιων εικόνων του που βρήκα στο διαδίκτυο και τότε το ένστικτο μου με έπεισε να επικοινωνήσω με τον Δημήτρη Χατζηαποστόλου και να μάθω περισσότερα πράγματα για εκείνον και το έργο του.

Εκ των υστέρων έμαθα ότι σε παλαιότερα κείμενα του-στο ιστορικό περιοδικό «Σύναξη»-ο αξιόλογος  ζωγράφος και ιατρός π. Σταμάτιος Σκλήρης είχε χαρακτηρίσει τον νεαρό ζωγράφο Δημήτρη Χατζηαποστόλου ως «νέο Θεοφάνη» (ο Θεοφάνης ο Κρής υπήρξε ιστορικά ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους εικόνων στον οποίο αποδίδεται και η εισαγωγή ενός ξεχωριστού ύφους στην ιστορία της συγκεκριμένης τέχνης).Η πρώτη τηλεφωνική μου επικοινωνία με τον Δημήτρη μου αποκάλυψε έναν άνθρωπο σεμνό, ευγενή και πρόθυμο να σε ξεναγήσει στην τέχνη του. Κανονίστηκε την επομένη κιόλας ημέρα, κυριακάτικο μεσημέρι, το ραντεβού μας στο εικαστικό του εργαστήρι στο Μαρούσι, στο «Ζωγραφείον Εικόνων».

Ο Δημήτρης Χατζηαποστόλου με καλωσόρισε με ένα αυθεντικό χαμόγελο, αμεσότητα και ένα μερακλίδικο ελληνικό καφεδάκι, έτοιμος για τη συζήτηση μας. Ανάμεσα στις εξαιρετικές εικόνες και άλλες εικαστικές του δημιουργίες με ενθουσίασε η παρουσία πολλών παραδοσιακών ελληνικών μουσικών οργάνων. Το εργαστήρι του προδίδει έναν άνθρωπο πολυτάλαντο και πολυεπίπεδο, μου αποκάλυψε μάλιστα στη διάρκεια της συζήτησης μας ότι υπήρξε και διακεκριμένος αθλητής, πρώην μέλος της εθνικής μας ομάδας του Τae Kwon Do. Μετά το καφεδάκι φάρμακο που έφτιαξε ο σπιτονοικοκύρης και λίγο δροσερό νεράκι προχωρήσαμε με ενθουσιασμό στη συζήτηση μας την οποία κατάγραψε πλήρως το ψηφιακό μου εργαλείον ηχογράφησης.

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, πως αποφάσισες να ασχοληθείς με την ζωγραφική των εικόνων;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: θυμάμαι πως από πολύ μικρός, όταν έβλεπα εικόνες με ενθουσίαζαν και με ενδιέφεραν και η ιδέα φαίνεται πως είχε στηθεί από τότε στο μυαλό μου. Με το που τελείωσα το λύκειο ξεκαθάρισα ότι εγώ ανήκω στη ζωγραφική και θέλω οριστικά να γίνω ζωγράφος-τότε είχα και μουσικές και αθλητικές δραστηριότητες. Προέρχομαι και από πολύτεκνη οικογένεια με πατέρα ιερέα, και καταγωγή των παπούδων μου μικρασιάτικη. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Σχολή Καλών Τεχνών, μπήκα στο εργαστήριο του Κεσσανλή για το πτυχίο της ζωγραφικής και παράλληλα στο εργαστήρι φορητής εικόνας και τοιχογραφίας με τον Κ. Ξυνόπουλο. Ο Ξυνόπουλος μετά την αποφοίτηση μου από την Καλών Τεχνών με πρότεινε να διδάξω Εικονογραφία σε κάποια σχολή, στο Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού στην Πλάκα. Μετά από κάποια χρόνια δουλειάς εκεί αποφάσιασα να φτιάξω έναν δικό μου χώρο σπουδής στην Ορθόδοξη Εικονογραφία που να λειτουργεί με τον τρόπο που θα ήθελα. Ξεκίνησα λοιπόν το Ζωγραφείο Εικόνων, λίγο πιο κάτω από την Ομόνοια, απέναντι από τον αρχαίο  Κεραμεικό στην οδό Μυκάλης στον τέταρτο όροφο, βλέπαμε από την μια μεριά το Γκάζι και από την άλλη την Ακρόπολη. Όταν ξεκίνησα να παριστάνω τον  δάσκαλο σε αυτή την ευλογημένη τέχνη, δεν ήθελα  να δώσω έτοιμες«συνταγές» στους μαθητές μου αλλά να τους βοηθήσω να  σπουδάσουν με μέθοδο την ζωγραφική της εικόνας, αυτό δηλαδή που κανένας δεν μου έδειξε και χρειάστηκε να το βρω μόνος μου. Δεν είναι δυνατόν να μαγειράψεις φαγητό της προκοπής  διαβάζοντας τα συστατικά αν δεν έχεις δει πως γίνεται, αν δεν το γευτείς. Άποφάσισα λοιπόν να δείξω στους μαθητές την πλήρη διαδικασία βήμα προς βήμα, αρχίζοντας από τον τρόπο σχεδιασμού, την υποζωγράφηση, τους διάφανους προπλασμούς, την λειτουργία των γραψιμάτων, την κορύφωση των φώτων, δουλεύοντας μπροστά τους ολόκληρες εικόνες.

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, ξεκίνησες αποκλειστικά φτιάχνοντας εικόνες ή έκανες και άλλης φύσης εικαστικά έργα;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Ξεκίνησα δουλεύοντας ως σκηνογράφος για παραστάσεις σε θέατρο και τηλεοπτικές παραγωγές. Μου πρότεινε την δουλειά αυτή ένας συνθέτης με τον οποίο είχε συνεργαστεί ο αδελφός μου σαν μουσικός, ο Χριστόδουλος Χάλαρης. Εγώ θυμάμαι στην αρχή δίστασα και είπα στον Χάλαρη τους ενδοιασμούς μου. Αυτός όμως με πήγε στον Βασίλη τον Φωτόπουλο, τον διάσημο ζωγράφο και σκηνογράφο, ο οποίος δέχτηκε να με βοηθήσει στα σκηνικά του Χάλαρη και εγώ θα τον βοηθούσα στο βιβλίο που ετοίμαζε τότε της Εμπορικής Τράπεζας για τον Μόραλη. Ο Βασίλης Φωτόπουλος είχε πάρει τα Οσκαρ για σκηνικά και κοστούμια στις θρυλικές ταινίες που είχε κάνει την δεκαετία του ’60, το Αμέρικα-Αμέρικα με τον Ελία Καζάν, τα έργα του Κακογιάννη κλπ., και ήταν ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, δώρα του έχω μέχρι σήμερα. Έτσι, τα πρώτα μου σκηνικά για την βυζαντινή όπερα του Χάλαρη, αριστοφανικού τύπου, με τίτλο «Ο Πουλολόγος», τα δούλεψα στο σπίτι του Φωτόπουλου, στην Παιανία. Πήρα και έναν φίλο μου για παρέα, τον Βαγγέλη τον Γλάρο και δούλεψα εκεί κάπου δυο μήνες σκηνικά και κοστούμια. Η παραστάσεις ανέβηκαν στο θέατρο Καζαντζάκη στο Ηράκλειο τον Αύγουστο του ’87. Σκηνικά έκανα και την επόμενη χρονιά για την Ειρήνη Παππά και εκείνη την εποχή σύχναζα στις παρέες και τα πάρτυ που οργάνωνε στο σπίτι της με όλους αυτούς τους ανθρώπους του θεάτρου και του κινηματογράφου. Μάλιστα η Ειρήνη Παππά, η οποία με είχε κάπως σαν παιδί της, με φώναζε «Δημητράκη» και «παπαδοπαίδι». Ανάμεσα σε αυτούς τους επωνύμους και διάσημους αισθανόμουν κάπως περίεργα και φαντάζομαι πως ίσως και γω τους φαινόμουν κάπως αταίριαστος. Γρήγορα συνειδητοποίησα πάντως πως δεν μου άρεσε η ατμόσφαιρα στο συγκεκριμένο συνάφι, το ατελείωτο καμάκι και το θάψιμο, δεν μου άρεσε αυτό το χαζό κυνηγητό που παίζανε. Τους παράτησα λοιπόν και στράφηκα αποκλειστικά στον χώρο της εικονογραφίας και της λειτουργικής τέχνης της εκκλησίας. Κάπου εκεί παντρευτήκαμε με την Λυδία, δούλεψα πολλά χρόνια τοιχογραφίες και φορητές εικόνες για εκκλησίες και μοναστήρια και παράλληλα δίδασκα την εικονογραφία στο Ζωγραφείο. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν μπορώ να κάνω και τον ζωγράφο και τον δάσκαλο και θα είμαι ή παππάς ή ζευγάς. Αποφάσισα λοιπόν να σταματήσω την διδασκαλία και να πέσω με τα μούτρα στην ζωγραφική που μου έδινε χαρά, στην ζωγραφική του Χριστού και των Αγίων Του.

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, σε επηρέασε ο Κόντογλου ή οι μαθητές του όπως ο Τσαρούχης ή ο Εγγονόπουλος;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Ο Κόντογλου άφησε μεγάλη προίκα μέσα από το έργο του και μέσα από τους μαθητές του. Περισσότερο με γοήτευσε ο Ράλλης Κοψίδης και ο Τσαρούχης, μάλιστα η περισσότερο ανατολίτικη και βυζαντινότροπη πλευρά του. Κάποια έργα του Τσαρούχη έχουν μέσα τους κάτι από Καραβάτζιο και κάποια άλλα κάτι από λαική τέχνη της ανατολής, εμένα αυτός ο Τσαρούχης με άγγιξε, ο ανατολίτης Τσαρούχης και ο Κοψίδης.

Θανάσης Δρίτσας: Ζωγραφίζεις φορητές εικόνες αλλά και τοιχογραφίες σε εκκλησίες ή μοναστήρια. Πόσο προκαθορισμένο είναι το έργο του εικονογράφου; Μπορεί κάποιος να αυτοσχεδιάσει ή είναι απόλυτα προκαθορισμένο τί θα κάνει στις τοιχογραφίες πχ ενός ναού;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Το στυλ, δηλαδή ο ρυθμός αλλά και το χρώμα  εξαρτώνται από πολλά πράγματα πχ το δάπεδο ή το τέμπλο ενός ναού μπορούν να σε καθοδηγήσουν στο τι χρώματα θα βάλεις και ποιο θα είναι το γενικό ύφος. Υπάρχουν κάποια σταθερά πράγματα στο εικονογραφικό πρόγραμμα ενός ναού αλλά σε κάποια πράγματα μπορεί να δουλέψει ελεύθερα ο ζωγράφος επηρεαζόμενος από την αρχιτεκτονική, το κλίμα του ναού, ακόμα και από το τοπίο. Όταν είσαι πάνω στη σκαλωσιά και ζωγραφίζεις μια τοιχογραφία τότε οι επιλογές σου επηρεάζονται από πολλά δεδομένα, παρακολουθείς την ψαλμωδία, τις αλλαγές του φωτισμού και πολλές άλλες παραμέτρους που μπορούν να επέμβουν στο αποτέλεσμα.

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, ο εικονογράφος υποτίθεται ότι πρέπει να προετοιμάζεται πνευματικά πριν ξεκινήσει να ζωγραφίζει και πόσο αυτό αντανακλά στο έργο του;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Είναι αυτονόητο ότι ο πιστός ζωγράφος μετέχει στο εκκλησιαστικό βίωμα και κάνει αυτό που κάνει κάθε μέλος της εκκλησίας.  Δεν νηστεύει ας πούμε πριν φτιάξει μια εικόνα και τον υπόλοιπο καιρό πάει η νηστεία περίπατο! Η παράδοση αναφέρει ότι οι εικονογράφοι πλένονται, κάνουν λουτρό και καθαρίζονται πριν αρχίσουν μια εικόνα αλλά το νόημα νομίζω είναι η προετοιμασία και η νήψη πριν την εικονογραφία η οποία είναι τελικά προσευχή με πινέλο. Επίσης υπάρχει το στοιχείο της λαικής ευλάβειας που δεν προέρχεται από την εκκλησία αλλά είναι προσωπική αντίληψη πχ η γιαγιά μου όταν ξεντύνονταν σκέπαζε την εικόνα της Θεοτόκου από ντροπή, για να μην την βλέπει η Θεοτόκος χωρίς ρούχα, αυτό όμως δεν το επέβαλλε η εκκλησία και βεβαίως έχει να κάνει με αυτό που λέγεται λαική ευσέβεια.

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, είναι η βυζαντινή τέχνη της εικονογραφίας συνέχεια της αρχαίας τέχνης; Θα ήθελα επίσης να σχολιάσω ότι η αρχαία ελληνική τέχνη συχνά απεικόνιζε αφηρημένες ιδέες πχ η ελευθερία ή η άπτερος νίκη ή ο έφηβος των αντικυθήρων ή ο ηνίοχος των Δελφών. Αυτή η κοσμοθεωρία ανατρέπεται από τους Ρωμαίους οι οποίοι αρχίζουν να απεικονίζουν συγκεκριμένα πρόσωπα πχ αυτοκρατόρων ή κάνουν πορτραίτα. Απασχολεί αυτό το ζήτημα την βυζαντινή τέχνη;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Σαφώς οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο παρέλαβαν από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πολλά στοιχεία και αυτό είναι αυτονόητο αφου είναι η συνέχεια του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Είναι θετικό στοιχείο οπωσδήποτε το ότι η απεικόνιση έγινε περισσότερο προσωπογραφική από τους Ρωμαίους διότι έτσι προέκυψε ευκολότερα  το πορτραίτο του Χριστού σε σχέση με μια απεικόνιση ενός θεού εξιδανικευμένου ή συμβολικού. Μετά την περίοδο της εικονομαχίας και αφού τότε λύθηκε το ζήτημα της σχέσης μας με την εικόνα, μετά την 7η οικουμενική σύνοδο, η εικονογραφία αρχίζει να μπαίνει σε μια περίοδο που μορφοποιείται στα στοιχεία και τις μορφές που βλέπουμε στην συνέχεια μέχρι σήμερα. Είναι δεδομένο  πως υπήρξαν πολλές φάσεις αλλά και διαφορετικοί καλλιτέχνες και δημιουργοί. Αποτελούν όμως όλοι αυτοί ένα θαυμαστό οικοδόμημα, με θαυμαστή συνέχεια και συνέπεια. Σήμερα πάντως βλέπουμε αυτά τα έργα με αμηχανία. Τα τακτοποιούμε σε ράφια και κουτάκια και χάνουμε το αληθινό τους νόημα. Αν πχ δείς τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου στο Αγιον Όρος που είναι υποτίθεται έργο του περίφημου Μανουήλ Πανσέληνου (περίοδος περίπου 1290) μπορείς να ξεχωρήσεις τουλάχιστον τρία διαφορετικά χέρια. Υπήρξε άραγε ένας Πανσέληνος ή μήπως ο Πανσέληνος είναι ένα θρυλικό και όχι τόσο ξεκάθαρο πρόσωπο; Οι Ελληνες από την άλλη είχαν γενικά τη μαγική αυτή ιδιότητα, να ενσωματώνουν στην τέχνη τους πολλά ξένα στοιχεία αλλά να τα αφομοιώνουν και να τα κάνουν δικά τους, Για παράδειγμα σε κάποια κομνήνεια βυζαντινά μπορεί κανείς να βρει στοιχεία περσικής τέχνης. Πάντα έτσι έκαναν οι Έλληνες, μόνον τα τελευταία 180 χρόνια, με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους  και ιδιαίτερα μετά τους Βαυαρούς έγιναν μεταπράτες της τέχνης του Βερολίνου και των Παρισίων ή φωτοτυπικοί αντιγραφείς των παλαιών μαστόρων.

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, μέσα σε αυτή την εποχή της μεγάλης οικονομικής δυσκολίας του κόσμου βλέπουμε χολυγουντιανές σπάταλες υπερπαραγωγές ναών με πολυτέλεια, πάρκα, συντριβάνια κλπ. Πως το σχολιάζεις αυτό;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Το χειρότερο από όλα είναι η απουσία του κάλλους και εν τέλει το κιτς που κυριαρχεί σε πολλούς ναούς. Από μόνη της η ιδέα της σπατάλης είναι κιτς. Αν για παράδειγμα αυτό το μικρό κινητό τηλέφωνο το φτιάξεις να είναι πέντε μέτρα αυτό είναι κιτς! Το κιτς στους ναούς περιλαμβάνει τον ακατάλληλο φωτισμό, την κακότεχνη και ανάρμοστη ψαλμωδία, τα οχληρά μεγάφωνα, τον ανόητο εντυπωσιασμό, σε λίγους ναούς μπορεί να βρεθεί κανείς πλέον και να αισθανθεί κατάνυξη.

Θανάσης Δρίτσας: Πες μου κάποια στοιχεία για τη σχέση σου με τη μουσική;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Η σχέση μου με τη μουσική αρχίζει με το πιάνο και τα πλήκτρα, στο σπίτι μας θυμάμαι κάποια στιγμή είχαμε δύο πιάνα. Στη συνέχεια έμαθα όργανα της μπάντας, τρομπέτα, κλαρίνο, σαξόφωνο. Όταν τελείωσαν αυτά τα ταραταζούμ με τα χάλκινα και αρκετά χρόνια μετά, ήρθα σε επαφή με τη μαγική παρουσία του ανθρώπου που λέγεται Ross Daly. Ο Ross είναι ένας ιρλανδός με πάθος για την κρητική μουσική, ο οποίος γύρισε όλη την Κρήτη με ένα γαιδούρι και μια λύρα για να βρεί παλιούς λυράρηδες και να κλέψει την τέχνη τους. Έχει μελετήσει την λεγόμενη «τροπική» μουσική, από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία και έχει φτάσει σε ένα προσωπικό μουσικό ιδίωμα με το οποίο ερμηνεύει όλες αυτές τις μουσικές παραδόσεις με τρόπο θαυμαστό. Είχα την χαρά και την ευτυχία, μαζί με πολλούς άλλους, να μαθητεύσω δίπλα του για περίπου πέντε χρόνια και να σπουδάσω την ανατολική τροπική μουσική. Ήταν ο δάσκαλός μου στη λάφτα, δηλαδή το πολίτικο λαούτο και όχι μόνον…

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, είσαι αισιόδοξος ότι θα ξεπεράσουμε ως λαός αυτή τη μεγάλη δυσκολία που ζούμε σήμερα;

Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Εγω διατηρώ πάντα αισιοδοξία και πιστεύω ότι από όλες τις κρίσεις μπορείς τελικά να βγείς με κάτι πολύ καλό. Αυτή τη στιγμή ίσως βλέπουμε ένα κέντημα από το πίσω μέρος χωρίς να ξέρουμε τι γίνεται στην άλλη πλευρά. Οπωσδήποτε όμως είναι πολύ απογοητευτικό πράγμα όλη αυτή η οικονομική δυσπραγία που ταλανίζει πολλούς συνανθρώπους  μας και ιδιαίτερη θλίψη νοιώθω γιά όλους εκείνους τους οποίους δεν γνωρίζουμε καν το πρόβλημά τους και μένουν αβοήθητοι. Βέβαια ακούμε απο τους πιο ηλικιωμένους ότι είχαν ζήσει πολλά δεινά και μεγάλη πείνα την περίοδο της Κατοχής και στα πρώτα μεταπολεμικά  χρόνια. Όμως εκείνη την εποχή η δυσκολία αφορούσε όλους τους ανθρώπους της χώρας και τελικά ζούσαν μέσα σε ατμόσφαιρα αλληλεγγύης και ανάκαμψης. Σήμερα, με αυτή την άδικη ψαλίδα που υπάρχει, στο ένα σπίτι γίνεται τρελό και σπάταλο πάρτι και στο ακριβώς διπλανό υπάρχει πείνα δυσκολία και κατήφεια. Αυτή είναι η διαφορά με τα παλαιότερα δεινά μας.

Θανάσης Δρίτσας: Δημήτρη, η τελευταία μου ερώτηση είναι η εξής: είναι μια σύγχρονη και ζωντανή τέχνη η εικονογραφία σήμερα;

 Δημήτρης Χατζηαποστόλου: Είναι ζωντανή στον βαθμό που είναι ζωντανή η εκκλησία.  Η σχέση του ζωγράφου με τον Χριστό, με την ευχαριστία, με το εκκλησιαστικό βίωμα είναι το τελικό κριτήριο. Όταν ο ζωγράφος έχει έρωτα για τον Χριστό και την εκκλησία Του, τότε και η ζωγραφική του είναι μια ζωντανή προσευχητική τέχνη. Όταν ξεκόβεται η εικονογραφία από το εκκλησιαστικό βίωμα τότε είναι σίγουρα μια νεκρή τέχνη.

 Οι φωτογραφίες του κειμένου δια χειρός Θανάση Δρίτσας