Ένας Βασιλιάς χωρίς πρωτόκολλο.

Γράφει η `Εφη Αγραφιώτη 

«Νικίτα Μαγκάλοφ, ένας Βασιλιάς χωρίς πρωτόκολλο». Είναι ο τίτλος ενός παλαιότερου ελβετικού ραδιοφωνικού αφιερώματος στον διαπρεπή πιανίστα που έφυγε στις 26 Δεκεμβρίου 1992 στα ογδόντα του χρόνια, στο νοσοκομείο του Vevey, της ελβετικής πόλης όπου ζούσε.

Θα τον χαρακτήριζα, αν και τον γνώρισα, για μερικές λίγες συναντήσεις για μαθήματα, κάτι που οφείλω  στη φίλη του Ρένα Κυριακού, ως έναν καλλιτέχνη άλλης εποχής, αλλά όχι χωρίς πρωτόκολλο. Ο Nikita Magaloff ήταν πάντα ένας seigneur.Τιμούσε τους συναδέλφους του, τους φίλους, τους μαθητές του, την πόλη του και τους κανόνες της, ήταν πάντα απόλυτα κόσμιος. Όλοι του ανταπέδιδαν την τιμή, ακόμη κι όσοι δεν εκτιμούσαν τον ήχο του, το ρεπερτόριο ή την σταδιοδρομία του, ακόμα και αυτοί που τον σχολίαζαν για την γριούλα με τα πολύ ακριβά αξεσουάρ τζάγκουαρ με την οποία κυκλοφορούσε.

Η ρωσική προφορά, παρέμενε αισθητή όταν μιλούσε γαλλικά, παρότι ζούσε πενήντα χρόνια στις όχθες της λίμνης της Γενεύης. Επιστρατεύοντας το όμορφο χιούμορ του την χαρακτήριζε ακαταμάχητης αξίας και χαμογελούσε. Μέχρι που μου ζήτησαν κάποτε να διδάξω προφορά τους γερμανόφωνους της Ζυρίχης… χάχα! Τέτοια γαλλικά μιλάω! Όχι εγώ δεν δέχτηκα, αντιστάθηκα.


Έζησε μια ζωή πιο καλή από πολλούς άλλους μουσικούς της εποχής του. Γεννημένος στις 28 Φεβρουαρίου 1912 στην Αγία Πετρούπολη, είχε την τύχη να μελετήσει από την αρχή πιάνο με τον ελληνικής καταγωγής Αλέξανδρο Ζιλοτι, ξάδερφο του Ραχμάνινοφ, μαθητή του Λιστ και του Τσαϊκόφσκι. Το 1918, βλέποντας η οικογένειά του την αλλαγή των πολιτικών καταστάσεων, καταφεύγει στη Φινλανδία και στη συνέχεια φτάνει στη Γαλλία. Μελετά περιστασιακά με τον Prokofiev, συναντά τον Ravel. Αν και δεν τον εκτιμούσε ως πιανίστα, επαναλάμβανε συχνά ότι έμαθε πολλά από αυτόν: «Δεν έπαιζε καλά, αλλά ήξερε να εξηγήσει πολύ καλά το πώς πρέπει να κάνεις κάθε τι».

Ο Magaloff  δήλωνε ότι δεν ήταν δάσκαλος αλλά ήταν μόνον πιανίστας και από αυτό το επάγγελμα κέρδιζε τα απαραίτητα χρήματα για να ζει, άρα δεν θα ήταν σωστό να πληρώνεται για τα μαθήματα. Τα  προσφέρει, όταν μπορεί, σε όσους μπορεί.

Αμέτρητοι νέοι μουσικοί έχουν ακούσει το Νικίτα Μαγκάλοφ στα πολλά σεμινάρια και τα καλοκαιρινά μαθήματα που έδινε για δεκαετίες, σε πολλές μουσικές γεωγραφικές κουκκίδες της Ευρώπης, Ταορμίνα, Κόμο, Σάλτσμπουργκ, Παρίσι, Σιένα κλπ. Ήταν πάντα χαμογελαστός, έδειχνε κατανόηση σε όσους προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τις συμβουλές του αλλά ήταν εμφανώς είρων με τους επηρμένους. Ένα ανέκδοτο που κυκλοφορούσε, είναι ότι σε αυτά τα σεμινάρια περισσότερο μιλούσε παρά άκουγε…

Ήταν βαθύτατα μορφωμένος μουσικός, γνώριζε ιστορία, αισθητική, γνώριζε εντυπωσιακές λεπτομέρειες για συνθέτες, χειρόγραφα, συνθήκες γραφής έργων, είχε την τύχη να γνωρίσει την ψυχοσύνθεση πολλών συγχρόνων συνθετών, επομένως να προσεγγίσει πιο άμεσα και αυθεντικά την ερμηνευτική τους επιθυμία, επίσης ήταν σοβαρός “τεχνίτης” του πιάνου, πίστευε πολύ στην τεχνική ολοκλήρωση κάθε μουσικού, συνιστούσε σε όλους πολλά γενικά και ειδικά για την περίπτωση τους τεχνικά βιβλία και τα υποστήριζε με πάθος. Σε βοηθάει η τεχνική μελέτη, έλεγε, να φτάσεις γρήγορα στο να ξεχάσεις την ύπαρξη του μηχανήματος και την βιολογική σου επίσης υπόσταση για να παράγεις μουσική, με άλλα λόγια να μπεις στην ουσιαστική φάση της προσέγγισης ενός έργου. Χωρίς τεχνική θα είσαι πάντα μαθητευόμενος μάγος κι αυτό μόνον στην καλύτερη περίπτωση.


Το πεντάλ με τον τρόπο που οι νέοι μουσικοί το χρησιμοποιούσαν τον θύμωνε, ενίοτε γινόταν πικρόχολος και μάλλον κακός. Ο συνδυασμός τυχαίου τρόπου συνεργασίας πλήκτρων-δακτύλων και ποδιών-πεντάλ ήταν μουσικός θάνατος, όπως έλεγε.

Εγώ δεν είμαι δάσκαλος τόνιζε. Αγαπώ να μιλάω με νέους και να συμβουλεύω επειδή έχω μεγάλο απόθεμα πείρας. Πάρτε πείρα και κάντε την ό,τι θεωρείτε σωστότερο. Δεν είναι όμως σοβαρό θέμα συζήτησης ποιος είναι καλύτερος ανάμεσά μας και ποιος χειρότερος. Όλοι κάνουμε απλώς κάτι σίγουρα καλό…Μόνον ένας βλάξ μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι καλύτερος από τους άλλους, έλεγε, υπερασπίζοντας την μετριοφροσύνη του και ρίχνοντας βέλη κατά του Αρθούρου Ρουμπινστάιν που δεν… φημιζόταν για την  ίδια αρετή.

Συστατική ιδιόγραφη επιστολή

Ο Νικίτα Μαγκάλοφ (Maghalashvili είναι το επίσημο όνομα της σπουδαίας του οικογένειας, με καταγωγή από τη Γεωργία) αγαπούσε το να συναναστρέφεται με ανθρώπους κι αυτό το δικαιολογούσε αναφέροντας ότι στην πατρίδα του, την Αγία Πετρούπολη, το σπίτι του ήταν μουσικό.. κέντρο. Ο μαθητής του Λιστ Alexander Siloti ήταν στενός φίλος της μητέρας του, που κι αυτή ήταν εξαιρετική πιανίστρια. Ο Ζιλότι όμως ήταν δάσκαλος του Ραχμάνινοφ και του Προκόφιεφ, έτσι λοιπόν άνοιγε ο κύκλος. Από την άλλη πλευρά άνοιγε ο κύκλος και από την οικογένεια του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Σκριάμπιν, που τόσο ιδανικά ερμήνευσε την μουσική του!

Το 1918 έγινε μαθητής του Isidor Philipp στο Παρίσι και φίλος δεκάδων ακόμα συνθετών, ποιητών, ηθοποιών, για τους οποίους του άρεσε να διηγείται τις αναμνήσεις του. Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα πεθερό του, τον θαυμάσιο βιολονίστα Joseph Szigeti που τον ονόμαζε μάλιστα ουσιαστικό του δάσκαλο, βάζοντας έτσι σε δεύτερη θέση τον Isidor Philipp . Θυμόταν την διδασκαλική του εμπειρία από τον Ιsidor Philipp στο Παρίσι που δεν είχε μόνον καλές πλευρές αλλά και αρνητικές, τις οποίες πέρασε καιρός για να εντοπίσει. Δήλωνε τυχερός που άκουσε με προσοχή κάποια στιγμή μια απλή άσημη δασκάλα από την Πορτογαλία που του συνέστησε να μη παίζει με την τεχνική αυτή γιατί διαφαίνονται επιπτώσεις. Ήταν τότε στα πρώτα επιτυχημένα χρόνια της σταδιοδρομίας του, στη δεκαετία του 1930. «Ευτυχώς διόρθωσα πολλά προσαρμόζοντας τα στα δικά μου δάχτυλα». Αλλού είχε πει: είδα το πόσο ωφελήθηκα και γι αυτό και το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε έκτοτε ακούγοντας έναν νέο πιανίστα ήταν αν παίζει με την σωστή τεχνική γι αυτόν, όχι γενικά.

 

Αυτός ο σπουδαίος πιανίστας διάβηκε τον εικοστό αιώνα παίζοντας Schumann, Chopin, Rachmaninoff, Ravel, Debussy, Prokofiev, Scriabin, ερμηνεύοντας το κλασικό και ρομαντικό ρεπερτόριο με αυστηρότητα ύφους αλλά και ποίηση, συμβουλεύοντας ενίοτε τους σύγχρονους του συνθέτες. Η εκπληκτική του μνήμη και ο σεβασμός στο κείμενο ήταν παροιμιώδεις. Ο Σοπέν και ο Λιστ που ηχογράφησε σε δίσκους ο Μαγκάλοφ επαινέθηκαν πολύ θερμά. Ο ίδιος μιλούσε κυρίως για την επιτυχία του στα έργα του Σκριάμπιν και του Ραβέλ. Του άρεσε πάντως και ο τελευταίος δίσκος του με Βάλς συνθετών – πιανιστών όπως οι Moskowski, Levitzki, Godowsky. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο Magaloff γενικώς δεν αγαπούσε τους δίσκους και τα στούντιο ηχογραφήσεων. Λάτρευε τις αίθουσες συναυλιών όπως κι αν αυτές ήταν. Ταξίδευε με την σύζυγό του Irene, που «ήταν η υπεύθυνη επί των συναυλιακών πρακτικών θεμάτων».
Τον θυμάμαι να λέει: αν με ρωτήσει ο διάβολος «τι να σου πάρω και τι να σου αφήσω» θα του πω ακόμα κι αν πάρεις το πολυτιμότερο που είναι το κοινό μιας συναυλίας, άσε μου σε παρακαλώ την αίθουσα!


Ήταν περίπου εβδομήντα ετών όταν δήλωσε έτοιμος να ξαναπαίξει, σαν να είναι πρώτη φορά, έργα μουσικής ποιητικής. Εννοούσε προφανώς τα κοντσέρτα του Ραχμάνινοφ που ξαναέπαιξε με την Φιλαρμονική του Βερολίνου και την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας. Διατηρούσε αξιοζήλευτη έως τότε φυσική κατάσταση, δίψα για το καλύτερο, νεύρο, χαμόγελο, άποψη! Ξανάρχιζε, πιο ώριμος καθώς έλεγε, να ερευνά την ποίηση της κάθε αρμονίας, να τραγουδάει και να προσφέρει στον ακροατή συγκίνηση. Επιστρέφοντας από την Αμερική δήλωσε ότι τώρα θέλει το χρόνο του για να μελετήσει «νέα έργα». Τον ρώτησαν, τι είναι επιτέλους αυτό που δεν έχετε μελετήσει; πιστεύοντας ότι μιλάει για το γνωστό ρομαντικό ή κλασικό ρεπερτόριο, επομένως για νέα στην προσέγγιση πλην όμως παλιάς γραφής μουσικά κείμενα. Αυτός μιλούσε για νέα μουσική, ατονική κυρίως!

Μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα του 1992 μια φίλη από τη Γενεύη μου ανακοίνωνε τηλεφωνικά ότι ο Μαγκάλοφ έφυγε για πάντα, μη μπορώντας να αντισταθεί άλλο στον σκληρό και επίμονο αντίπαλο των τελευταίων ετών, τον καρκίνο.