`Οταν ο Θανάσης Δρίτσας συναντήθηκε με το Νίκο Κούνδουρο και συζήτησαν για την τέχνη και την Ελλάδα

* Η συνέντευξη του Νίκου Κούνδουρου συνοδεύεται από τη ζωγραφική δουλειά του σκηνοθέτη, την οποία φωτογράφισε ο καρδιολόγος και συνθέτης Θανάσης Δρίτσας

Ο Νίκος Κούνδουρος έφυγε στις 22 Φεβρουαρίου 2017

  •  Ήταν ένα βράδυ του Φλεβάρη του 2012 που έγραφα ένα επιστημονικό  κείμενο στον υπολογιστή μου όταν χτύπησε το κινητό μου και στην αναγνώριση έβλεπα έναν άγνωστο μου αριθμό. Απάντησα στην κλήση και στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσα μια βαθειά αντρίκια φωνή που μιλούσε με καθαρότητα και σιγουριά. Μου είπε απλά:«Είσαι ο Θανάσης Δρίτσας;» και απάντησα μάλλον ξερά «μάλιστα, εγώ είμαι». Συνεχίζει χωρίς σχεδόν καθόλου παύση και μου λέει: «περνάω τελευταία με αποκλειστική συντροφιά την μουσική σου και σε πήρα για να δηλώσω θαυμαστής του μουσικού σου έργου και να σε ευχαριστήσω για το δώρο που μου έχεις κάνει!». Τη στιγμή εκείνη άρχισε να με ενδιαφέρει το περίεργο αυτό τηλεφώνημα και αμέσως ρώτησα τον άγνωστο συνομιλητή μου ποιός είναι. Μου απάντησε λοιπόν: «είμαι ο Νίκος Κούνδουρος και ίσως κάτι να έχεις ακούσει για μένα». Δεν μπορέσα να κρύψω τότε τον ενθουσιασμό μου και ξέσπασα: «Κύριε Κούνδουρε! Μα είναι μεγάλη μου τιμή που με πήρατε να μου πείτε ότι σας αρέσει τόσο η μουσική μου και θέλω να σας ρωτήσω ποιος είναι ο δίσκος μου που σας άρεσε;». Μου απαντά: «είναι ο δίσκος με τα τραγούδια σου για φωνή και πιάνο με τίτλο Στην Άκρη των Παραμυθιών και σε προσκαλώ να έρθεις στο σπίτι μου οπωσδήποτε, να σε γνωρίσω από κοντά και να μιλήσουμε».
  • Από τότε το τηλεφώνημα αυτό δεν έφυγε απο το μυαλό μου και μετά από μια νέα τηλεφωνική μας επικοινωνία τον επισκέφτηκα για πρώτη φορά στο υπέροχο σπίτι του, ένα καλόγουστο σπίτι της τέχνης που προδίδει αμέσως την υψηλή αισθητική και την μοναδική καλλιτεχνική ταυτότητα του Νίκου Κούνδουρου. Για να είμαι ειλικρινής δεν ήξερα πολλά πράγματα για την ουσία του έργου του Κούνδουρου, οι ταινίες του που θυμόμουν ότι είχα δεί ήταν μόνον «Ο Δράκος» και «Η μαγική πόλη», ίσως και οι «Μικρές Αφροδίτες». Δεν ήξερα ότι ο Κούνδουρος είναι επίσης εξαιρετικός ζωγράφος με διαμορφωμένο προσωπικό στύλ και επίσης δεν ήξερα ότι ξεκίνησε σπουδάζοντας ζωγραφική και αρχιτεκτονική στην Σχολή Καλών Τεχνών πολύ πριν συναντηθεί με το σινεμά. Με ξενάγησε στο εικαστικό του εργαστήρι μέσα στο σπίτι του και μου έδειξε πολλούς πίνακες του, ο χρωστήρας του με κατέπληξε, με ενθουσίασε ο τρόπος που πλάθει το ανθρώπινο πρόσωπο και το σώμα, ένα εικαστικό στυλ εντελώς ξεχωριστό που δείχνει να έχει τις ρίζες του στα φαγιούμ πορτρέτα των ελληνιστικών χρόνων και την βυζαντινή τέχνη.

`Εργο του Νίκου Κούνδουρου, φωτογραφία Θανάσης Δρίτσας

  • Εκείνη την μαγική ημέρα της πρώτης μου επίσκεψης στο φιλόξενο σπιτικό Νίκου Κούνδουρου κατάλαβα ότι είναι άνθρωπος που διαθέτει μεγάλη αμεσότητα, αφοπλιστική ειλικρίνεια, ευθυκρισία, ουσιαστική σεμνότητα, βάθος σκέψης αλλά και απίστευτη γενναιοδωρία ψυχής. Ο Κούνδουρος είναι  – ήταν- ο καλλιτέχνης που λάτρευε τον «άνθρωπο» από όλες τις πλευρές. Με συγκίνησε εξαιρετικά ότι ένας τόσο καταξιωμένος καλλιτέχνης είχε απορροφήσει για τα καλά τη μουσική μου και μου μιλούσε με λεπτομέρειες για (ένα προς ένα) όλα τα τραγούδια του δίσκου μου «Στην Άκρη των Παραμυθιών». Εκείνη την αξέχαστη βραδυά μου χάρισε ένα σωρό εκδόσεις αφιερωμένες στο έργο του, μου προσέφερε απλόχερα υλικό για μελέτη μέσα στο οποίο βυθίστηκα με πάθος τις επόμενες εβδομάδες μετά την πρώτη μας συνάντηση. Αξέχαστη θα μου μείνει η ευγένεια που είχε να με συνοδέψει μέχρι το αυτοκίνητο μου (ένας άνθρωπος ηλικίας 87 ετών με κάποια προβλήματα στην κίνηση του) εκείνη την αποκαλυπτική για μένα βραδυά της πρώτης μας συνάντησης. Ήμουν βέβαιος όταν έκλεινα την πόρτα του αυτοκινήτου πίσω μου, έβαζα μπρος τη μηχανή και παρακολουθούσα τη φιγούρα του Κούνδουρου να απομακρύνεται αργά-αργά ότι ένα μαγικό κλίκ επρόκειτο πλέον να μας συνδέσει σε μια βαθύτερη φιλία.

`Εργο του Νίκου Κούνδουρου, φωτογραφία Θανάσης Δρίτσας

  • Πραγματικά η επικοινωνία μας συνεχίστηκε αδιάλειπτα και κάποια στιγμή, εντελώς αυθόρμητα, του ζήτησα την άδεια να τον επισκεφθώ και να καταγράψω τον διάλογο μας σε μορφή συνέντευξης. Είχα ήδη ενθουσιαστεί με τη μελέτη του έργου του και της ζωής του και είχα διαμορφώσει ήδη μέσα μου κάποιες ερωτήσεις στις οποίες ανυπομονούσα να μάθω τις απαντήσεις του. Ο Νίκος Κούνδουρος δεν μου το αρνήθηκε και έτσι πριν από λίγες ημέρες όρμησα στο σπίτι μου με μια φωτογραφική μηχανή και μια συσκευή ψηφιακής ηχογράφησης ανά χείρας. Στη συνέχεια αποτυπώνονται γραπτώς κάποια πολύ χαρακτηριστικά αποσπάσματα του πολύωρου διαλόγου μας. Ο Κούνδουρος είναι σαν ένα μεγάλο ορμητικό ποτάμι που δεν μπορείς να σταματήσεις, ανεξάντλητος, γενναιόδωρος στο να μεταδώσει γνώση και εμπειρία, αποκαλυπτικός επι παντός επιστητού. Ο Νίκος μου επέτρεψε να τον φωτογραφήσω όπως και να φωτογραφήσω κάποια έργα του που εκτίθενται σε καμβάδες στο εικαστικό του εργαστήρι προκειμένου να συνοδεύσουν ως φωτογραφικό υλικό το παρόν κείμενο.

`Εργο του Νίκου Κούνδουρου, φωτογραφία Θανάσης Δρίτσας

  • Θανάσης Δρίτσας: Νίκο, ξεκίνησες ως ζωγράφος και με σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πότε ξεκαθάρισες μέσα σου ότι ήθελες να κάνεις κινηματογράφο και τι επέδρασε στην απόφαση σου να κάνεις πλέον σινεμά;
  • Νίκος ΚούνδουροςΣτην ουσία ήταν η Μακρόνησος η αιτία, αλλά η αιτία που βρέθηκα στη Μακρόνησο ήταν μια διπλή γροθιά που έδωσα θυμωμένος σε κάποιον συνταγματάρχη κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 25ης Μαρτίου 1949. Η ενέργεια με έστελνε σε Στρατοδικείο αλλά λόγω της γνωστής οικογενειακής μου καταγωγής και της σχέσης της οικογένειας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο (ο Ιωσήφ Κούνδουρος πατέρας ήταν πολιτευτής με τον Βενιζέλο)  και τον Σοφοκλή Βενιζέλο κατόπιν παρεμβάσεων βρέθηκα τελικά στη Μακρόνησο εξόριστος. Εκεί στη Μακρόνησο δεν υποβλήθηκα στα φοβερά βασανιστήρια που υποβλήθηκαν άλλοι εξόριστοι αλλά αναζοπυρώθηκε η σχέση μου με την αρχιτεκτονική που είχα σπουδάσει, έγινα αρχι-κτίστης ενός θεάτρου που χτίστηκε από χίλιους κρατούμενους που κουβαλούσαν τα υλικά. Εκεί μέσω του θεάτρου ανακάλυψα τη μαγεία του λόγου, του θεατρικού λόγου. Εγώ ήμουνα παιδί πολυτελείας από το Κολωνάκι και στη Μακρόνησο έρχομαι για πρώτη φορά σε επαφή με τον γνήσιο λαό.
  • Όταν κάποια στιγμή βγήκα από την Μακρόνησο είχα υποσχεθεί ότι θα μεταφέρω κρυφά γράμματα από τον κρατούμενο Άρη Αλεξάνδρου στη μητέρα του. Περιμένοντας τη μητέρα του συνεξόριστου Αρη να γυρίσει από τη δουλειά της ήρθα σε επαφή με την μαγική ντενεκεδούπολη. Εκεί πολύ κοντά στον Παρθενώνα έμεναν άνθρωποι σε παράγκες απο ντενεκέδες και ξύλα, από λάσπη και χαρτόνια. Περνούσα τις χαμηλές πόρτες των σπιτιών τους σκυφτός και συζητούσα τα προβλήματα τους, τις μνήμες που κουβαλούσαν στη πορεία τους μέσα στο χρόνο και στο χώρο. Εκεί γεννήθηκε η ιδέα της πρώτης μου ταινίας που ήταν «Η μαγική πόλη» (1955), επί στρατηγού Παπάγου. Ο Παπάγος και η εξουσία της εποχής ήθελαν να κρύψουν αυτές τις πλευρές της μιζέριας και της φτώχειας, ήθελαν να δείχνουν μια άλλη ψεύτικη όψη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η ταινία μου «Η μαγική πόλη» μιλάει για πρώτη φορά για αυτόν τον δυστυχούντα κόσμο της εποχής εκείνης. Θανάσης Δρίτσας: Νίκο, είναι ενδιαφέρον ότι μπήκες με μια πολύ καλή ταινία στο χώρο του σινεμά χωρίς να είχες καθόλου τεχνικές γνώσεις ή σπουδές πάνω στο σινεμά, πως το κατάφερες αυτό λοιπόν;
  • Νίκος ΚούνδουροςΗ αλήθεια είναι ότι είχα όμως δεί και ρουφήξει πάρα πολλές ταινίες, είχα δεί πάρα πολλές ταινίες από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, είχα δεί πολύ τον  καλό ιταλικό κινηματογράφο της εποχής και όχι μόνο τον Ιταλικό. Επίσης είχα πολύ καλούς φίλους που με βοήθησαν όπως πχ ο Μάνος Χατζιδάκις που έγραψε και τη μουσική της Μαγικής Πόλης και εκείνη την εποχή απολάμβανε μεγάλου σεβασμού. Ακόμη υπήρξα την εποχή εκείνη και ένας θα έλεγα ωραίας εμφάνισης νεαρός, κουκλάκι ήμουνα τότε, αυτό σίγουρα είχε βοηθήσει επίσης στην επικοινωνία και τη συναναστροφή με τους ανθρώπους της τέχνης και του σινεμά τότε.
  • Θανάσης Δρίτσας: Νίκο, τι ουσιαστικά ζητήματα έβαλε «Ο Δράκος» στην ελληνική κοινωνία τότε; μια ταινία που αρχικά δεν είχε γίνει αποδεκτή αλλά στη συνέχεια απέσπασε βραβεία και έτυχε παγκόσμιας αναγνώρισης. Νίκο, θεωρώ ότι ίσως ο Δράκος περιέχει επίκαιρα μηνύματα και για την περίοδο που διανύουμε σήμερα, μια περίοδο που το χρέος προς τους δανειστές και οι εξαρτήσεις απειλούν την εθνική μας ανεξαρτησία. Και σήμερα η πολιτική ηγεσία (μέσω των ΜΜΕ) θέλει τον λαό να επιδεικνύει μάλλον υποτέλεια στους δανειστές.
  • Νίκος Κούνδουρος: Ο Δράκος είναι η φοβερή φιγούρα του κυρίου τίποτα, ενσαρκωμένη από τον Ντίνο Ηλιόπουλο, που στοιχειώνει το ελληνικό σινεμά. Ο Δράκος είναι μια πρώτη αντι-αμερικανική θέση και μια καταγγελία για τις εξαρτήσεις από την θεά Αμερική σε μια εποχή που η μεταπολεμική Αμερική υποτίθεται ότι σώζει με την Ούντρα και την αμερικανική βοήθεια. Η Αμερική επιφανειακά υποστήριζε τη φτώχεια και τη δυστυχία σε παγκόσμιο επίπεδο προκειμένου να βάλει τις βάσεις για μια μελλοντική εξάρτηση. Σε κάποιο στιγμιότυπο της ταινίας κάποιοι ετοιμάζονται να πουλήσουν μια από τις κολώνες (τις στήλες του Ολυμπίου Διός) και αναρωτιέται ο ηθοποιός «μα να πουλήσουμε την κολώνα μας; Την κολώνα μας;», μητέρα-πατρίδα, μην κατηγορείς τα παιδιά σου που ετοιμάζονται να πουλήσουν τις αρχαίες κολώνες στους Αμερικανούς, εσύ έφερες τους Αμερικανούς με την Ούντρα και πήγε το μάτι τους στις κολώνες. Πατρίδα συγχώρησε τα παιδιά σου, δεν είναι κακοί άνθρωποι, για μια άδεια ταξί, μια άδεια περιπτέρου, έστω για ένα ψυγείο παλεύουν. Και οι άλλοι, απέναντι, ξεχάστηκαν στις φυλακές  και στα ξερονήσια, σε μίζερες παράγκες να ρωτάνε το «πότε θα έρθει η επανάσταση». Σε κάποιο σημείο της ταινίας τονίζεται η υποτέλεια και η εξάρτηση από την Αμερική και ο θαυμασμός προς την Αμερική, κάποια στιγμή σε ένα μουσικό στιγμιότυπο αφιερώνεται στους αμερικανούς φίλους μας το ελληνικό τραγουδάκι «Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι» αλλά διασκευασμένο σε μορφή μπούγκι-γούγκι (boogie-woogie)!
  • Θανάσης Δρίτσας: Νίκο, εσύ ποια ταινία σου ξεχωρίζεις και για ποιο λόγο; Σε ρωτώ γιατί πολύ συχνά είναι διαφορετικές οι προτιμήσεις του κοινού ή των κριτικών από εκείνες του ίδιου του δημιουργού.
  • Νίκος Κούνδουρος: Η ταινία που εγώ ξεχωρίζω είναι η ταινία μου αφιερωμένη στον Μπάυρον, με τίτλο Μπάυρον-μπαλάντα για ένα δαίμονα, παραγωγή του 1992. Αφενός είμαι λάτρης της προσωπικότητας του Λόρδου Μπάυρον, ο Μπάυρον ήταν ένας ξεχωριστός νέος με τον οποίο ήσαν ερωτευμένες όλες οι ευρωπαίες πριγκήπισσες εκείνη την εποχή. Ο Μπάυρον ασκούσε πάνω μου μια γοητεία από τότε που ήμουν πιτσιρίκος, υπέρμαχος της παν-ελευθερίας, μου άρεσε ο αναρχισμός του, μου άρεσε ο ουμανισμός του, ο ρομαντισμός του, ακόμη και ο θάνατος του. Επίσης για τον Μπάυρον είχα πολύ μεγάλες οικονομικές ενισχύσεις όταν γύριζα την ταινία και μπορούσα να κάνω ότι ήθελα κυριολεκτικά. Όμως η ταινία αν και πολυβραβευμένη και πολυδιαφημισμένη έκοψε ασήμαντο αριθμό εισιτηρίων.
  • Θανάσης Δρίτσας: Νίκο, υπάρχει επί της ουσίας σχολή σκέψης στον ελληνικό κινηματογράφο, υπάρχει παράδοση στο ελληνικό σινεμά; Μπορούμε να μιλάμε για ελληνικό σινεμά;
  •  Νίκος Κούνδουρος: Στην ουσία με το κλείσιμο και της ζωής του σπουδαίου Θόδωρου Αγγελόπουλου που έφυγε πρόσφατα μπορούμε να μιλάμε για ελληνικό κινηματογράφο. Ο Ελληνικός κινηματογράφος άρχισε με τον Μιχάλη Κακογιάννη και τον Νίκο Κούνδουρο και φτάνει μέχρι τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Πριν από τον Κακογιάννη (του οποίου Κακογιάννη οι ταινίες είχαν πρόσβαση και στο εξωτερικό βλ. Αγγλία) και τις δικές μου ταινίες υπήρχε μόνον λαικός ελληνικός κινηματογράφος με πολύ ευχάριστες ταινίες που βασίστηκαν όμως σε θεατρικές επιτυχίες (πχ επιθεώρηση) σε κείμενα του Τσιφόρου και του Σακελλάριου. Πριν από τον Κακογιάννη και τον Κούνδουρο δεν υπήρχε αυτούσιος ελληνικός κινηματογράφος αλλά κινηματογράφος βασισμένος στο θέατρο.
  •  Θανάσης Δρίτσας: Νίκο, υπάρχει σήμερα όραμα της αριστεράς για τον κόσμο; Υπάρχει η αριστερά με την έννοια που εσύ πιστεύεις και πόσο μπορεί αυτή η αριστερά να αλλάξει τα δεδομένα για τον άνθρωπο και την κοινωνία σήμερα;
  •  Νίκος ΚούνδουροςΔυστυχώς σήμερα βιώνουμε μια εποχή μεγάλης σύγχυσης από την οποία δεν ξέρω αν και πως θα βγούμε. Η μεταπολεμική εποχή άλλαξε εντελώς τα δεδομένα και σήμερα στις μάχες δεν έχει κανείς να αντιμετωπίσει πλέον τα κανόνια και τα γερμανικά άρματα Πάντσερ αλλά τα οικονομικά όπλα και τα χρηματιστήρια, εκεί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και βρίσκονται σε απόλυτο πανικό, γιατί δεν ξέρουν πως να αντιμετωπίσουν τα χρηματιστήρια, πιθανά να βρισκόμαστε σε μια μεταβατική εποχή στην οποία όμως επικρατεί το απόλυτο χάος. Κάποτε οι όροι αριστερός και κομμουνιστής είχαν απόλυτη ταύτιση, σήμερα υπάρχουν κάποιοι αριστεροί που δεν πιστεύουν όμως στον Μάρξ και τον Ενγκελς. Το χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η σύγχυση και η σύγχυση αυτή επικρατεί και στον κόσμο της αριστεράς. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κανείς δεν περίμενε ότι θα έρθει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η φρίκη που προκάλεσε ο Χίτλερ και ο ναζισμός, η φρίκη δυστυχώς εξακολουθεί να υπάρχει όπως και η μαζική βία ακόμη και μετά το τέλος του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου. Εχω μια ιδιαίτερη τάση να μελετάω και να απασχολούμαι με τα φαινόμενα του φασισμού και του νεοναζισμού, υπήρξε μια τρέλα αν σκεφτεί κανείς ότι ο γερμανικός λαός ακολούθησε τον Χίτλερ στη φρίκη. Γιατί ο γερμανικός λαός ακολούθησε τους Ναζί; Έχω καταλήξει ότι η απογοήτευση των λαών (από την κοινωνική πίεση, από την ανεργία, από τη φτώχεια, από την πολιτική ηγεσία) τους οδηγεί συχνά στο στόμα του φασισμού και του νεοναζισμού και ανάλογα φαινόμενα έχουμε σήμερα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην τελευταία μου ταινία με τίτλο «Το πλοίο για την Παλαιστίνη» σχολιάζω όλους αυτούς τους παράγοντες που γεννούν την σύγχυση σε όλους μας σήμερα, Εβραίοι, Μασόνοι, χρηματιστές, πολιτικοί κλπ. Η ταινία, που συγκέντρωσε αρκετές αντιδράσεις, έκανε μόνο μια προβολή αλλά θα παιχτεί σε αναθεωρημένη μορφή από τον Νοέμβριο του 2013, με αυτήν την ταινία ασχολούμαι αυτή την περίοδο.
  •  Θανάσης Δρίτσας: Νίκο, πριν σε ευχαριστήσω για την τόσο δημιουργική συζήτηση, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις μετανοιώσει για κάτι μέσα στο διάβα της ζωής και της δημιουργικής σου πορείας και αν θα άλλαζες κάτι σε αυτή την πορεία ζωής και τέχνης;

`Εργο του Νίκου Κούνδουρου, φωτογραφία Θανάσης Δρίτσας

  •  Νίκος Κούνδουρος: Δεν θα άλλαζα απολύτως τίποτα, άλλωστε προχωρούσα και έκανα ταινίες και άλλα πράγματα όπως ήθελα και όπως τα είχα στα μυαλό μου. Δεν με σταμάτησαν ποτέ ούτε οι κριτικές, ούτε οι αντιδράσεις, ούτε και κάποιες φορές τα λίγα εισιτήρια. Εγω ήξερα ότι αυτό θέλω να δώσω στον κόσμο να δεί και αυτό ακριβώς έκανα.

* Ο Θανάσης Δρίτσας είναι καρδιολόγος στο Ωνάσειο ΚΚ, συνθέτης και συγγραφέας