(«…Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς»)
Αναρωτιέμαι αν έχει νόημα να παραμένουμε συνεχώς εγκλωβισμένοι στο ίδιο μοτίβο θλίψης. Αν αξίζει να μεταφέρουμε ο ένας στον άλλον την κατήφεια των καιρών. Αν πρέπει να απλώνουμε ή να μαζεύουμε τον φόβο για το αύριο που φωλιάζει ξεδιάντροπος στο στέρνο των ανθρώπων. Είναι οι τάσεις τέτοιες, όμως. Το άλμα χρειάζεται γυμνασμένους μυς, χρειάζεται όμως και γυμνασμένο πνεύμα. Κάποιοι παραμυθιάζονται με τη φυγή από το σπιτικό κέλυφος. Μια εκδρομή στην πατρίδα, τα στάχυα που ’χουν ψηλώσει, η παρηγορητική κουβέντα του χωρικού, τα μποστάνια, οι μυρωδιές από τα φρούτα, η πατάτα που ωριμάζει… όλα επιδρούν κατασταλτικά. Αλλά η επιστροφή είναι εκεί και θέλει θάρρος για να την αποδεχτείς. Κάποιοι άλλοι προτιμούν την κοντινή παραλία. Με γυμνά τα πόδια στο νερό. Με ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι. Το σέξι παρεό, το ανώδυνο φλερτ, η ψευδαίσθηση της καλοκαιρινής ευδαιμονίας. Η ζωή μπορεί αίφνης να γίνει ενδιαφέρουσα.
Υπάρχουν κι αυτοί που επιλέγουν την καταβύθιση στον εαυτό τους. Ενα βιβλίο, μια ποιητική συλλογή.Αρκεί η απόσταση ανάμεσα στο χαρτί και την ψυχή να σμικρύνεται ώρα την ώρα και στο τέλος να εξαφανίζεται. Τότε, ναι, θα ‘χει ηττηθεί ο φόβος και ο αναγνώστης θα ’χει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να παραμένει απλώς μια λογιστική μηχανή που γεννάει ελλείμματα και χρέη.
Λένε πως η εσωστρέφεια είναι καταστροφική για τον άνθρωπο. Τον απομυζά, όπως η ερωμένη τον πλούσιο, παντρεμένο εραστή της. Αλλά λειτουργεί και επουλωτικά, όταν είναι απόρροια ανατρεπτικών γεγονότων, σαν αυτά που ζούμε σήμερα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και όσες κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις ακολούθησαν συνέτειναν στην περαιτέρω ανάπτυξη της ήδη γνωστής και τότε εσωστρέφειας του Τ. Σ. Ελιοτ, αλλά με ένα εκπληκτικό τελικά αποτέλεσμα για τον κόσμο της ποίησης.
Το 1922 ο Ελιοτ γράφει την «Έρημη Χώρα», μεταφρασμένο από τον Σεφέρη. («…Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς»). Κι ενώ από την καθολική κατάθλιψη θα περίμενε κανείς την ολοκληρωτική απόρριψη εκείνου του κόσμου, ο Ελιοτ εκπλήσσει, επισημαίνοντας αρχικά το κενό και την ασημαντότητα της ύπαρξης, αλλά αντιπαραθέτοντας στη συνέχεια το στοιχείο της θρησκευτικής πίστης. Ερμηνεία που συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη του ανθρώπου να διακρίνει φως ακόμη κι εκεί που επικρατεί απόλυτο σκοτάδι. (Από το εισαγωγικό σημείωμα της ποιήτριας Παυλίνας Παμπούδη (φωτ.) T. S. Eliot – Ποιήματα. Εκδόσεις Ρrinta).
Βαθύς και στοχαστικός ο Ελιοτ θα χρησιμοποιήσει πλήθος ιστορικών και πολιτισμικών αναφορών, αποσπασματικές εικόνες, διακειμενικές αναφορές και διαφορετικές περσόνες για να διερευνήσει θέματα, όπως η ταυτότητα, η πνευματικότητα, η αποξένωση, η αλλοτρίωση και η λύτρωση. Θέματα διαχρονικά και συγκλονιστικά επίκαιρα στην εποχή μας, όπου ένα μεγάλο κομμάτι της οικουμένης αναζητεί το δικό της μερίδιο στη λύτρωση.
«Ο, τι ονομάζουμε αρχή συχνά είναι το τέλος/και το να δίνεις ένα τέλος είναι να κάνεις μια αρχή/Από το τέλος ξεκινάμε. Και κάθε φράση και κάθε πρόταση είναι ένα τέλος και μια αρχή/κάθε ποίημα ένα επιτάφιος… Ένας λαός χωρίς ιστορία δεν λυτρώνεται από τον χρόνο/γιατί η ιστορία είναι διάταξη άχρονων στιγμών…». (Από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» – εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του ποιητή Χάρη Βλαβιανού)
Ο Μπερκσόν, ο Μποντλέρ, ο Ρεμπό, ο Εζρα Πάουντυπήρξαν οι μύστες του Τ. Σ. Ελιοτ σε μια πορεία πάλης και συμφιλίωσης με το απομονωμένο άτομο, αλλά και με τα θραύσματα των άχρονων στιγμών. Και είναι οι άχρονες στιγμές αυτές που δίνουν στον Ελιοτ το μέσο να κυριαρχήσει στον χρόνο – στιγμές αιφνίδιας έκλαμψης, εντός και εκτός χρόνου.
Στην εκκλησία που φυλάσσονται οι στάχτες του ποιητή, στο Ιστ Κόκερ, υπάρχει μια πλακέτα με το όνομά του και ακριβώς από κάτω δύο στίχοι από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα»: «In the end is my beginning» και «In my beginning is my end».
Κι εμείς ως πολίτες μιας χώρας που δοκιμάζεται βαθιά οφείλουμε να αναλογιστούμε το δίπολο «αρχή – τέλος ή τέλος – αρχή», ως μοναδική απάντηση και ενδεχομένως διαφυγή από την κρίση.