Όταν εμφανίστηκε η πανδημία της Covid-19 στις αρχές του 2020, ο φόβος άρχισε να αυξάνεται σχετικά με τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Οι ελλείψεις στα σούπερ μάρκετ στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσαν τους πρώτους φόβους για αύξηση των τιμών των τροφίμων.

Ωστόσο παρά τους φόβους αυτούς, το παγκόσμιο γεωργικό εμπόριο δεν σταμάτησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19 και οι τιμές βασικών τροφίμων όπως ο αραβόσιτος, το σιτάρι και το ρύζι παρέμειναν σταθερές στις περισσότερες παγκόσμιες αγορές. Οι τιμές των τροφίμων μειώθηκαν ακόμη και ελαφρώς στις αρχές της πανδημίας, και οι περιορισμοί στις εξαγωγές κορυφώθηκαν σε περίπου 22 κράτη, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 5% του παγκόσμιου εμπορίου σιτηρών – ένα κλάσμα της διαταραχής που παρατηρήθηκε περισσότερο από μια δεκαετία πριν.

Σήμερα, δεν υπάρχει έλλειψη τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην πραγματικότητα, οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν σοδειές σιτηρών ρεκόρ για το 2021. Ωστόσο, τους τελευταίους 12 μήνες, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν σταδιακά. Ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) -ένας δείκτης μέτρησης της τιμής των κοινώς διακινούμενων τροφίμων παγκοσμίως- αυξήθηκε σχεδόν κατά 5% από τον Απρίλιο στον Μάιο, φθάνοντας σε επίπεδα σχεδόν 40% υψηλότερα από ό,τι πέρυσι τέτοια εποχή. Αυτό αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη αύξηση από μήνα σε μήνα και από έτος σε έτος εδώ και μια δεκαετία.

Οι τιμές των δημητριακών σημειώνουν αξιοσημείωτη άνοδο

Όπως αναφέρει η παγκόσμια εταιρεία έρευνας Oxford Business Group, οι τιμές του σιταριού έχουν αυξηθεί έως και 40%. Βασική αιτία είναι η αυξημένη χρήση του σιταριού για ζωοτροφές, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τις υψηλότερες τιμές των χονδρόκοκκων σιτηρών. Οι τιμές του καλαμποκιού επίσης σημειώνουν αύξηση κατά 38%, εν μέρει λόγω των ασθενέστερων προοπτικών της σοδειάς στη Λατινική Αμερική. Αναμένεται όμως να μειωθούν με την έναρξη της περιόδου συγκομιδής στις ΗΠΑ και την Ουκρανία.

Για δισεκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, τα σιτηρά όπως το σιτάρι, ο αραβόσιτος, το κριθάρι και το ρύζι παρέχουν την πιο προσιτή μορφή ενέργειας. Μόνο το σιτάρι καλύπτει το 18% των συνολικών διαιτητικών θερμίδων στον κόσμο και το 19% των πρωτεϊνών.

Επομένως, οι υψηλές τιμές θα επιδεινώσουν τα συνεχιζόμενα προβλήματα που σχετίζονται με την επισιτιστική ασφάλεια που πυροδότησε η πανδημία. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ εκτιμά ότι μέχρι το τέλος του 2020, 272 εκατ. άνθρωποι σε 79 χώρες θα βιώνουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια, από 149 εκατ. στο τέλος του 2019.

Παρατεταμένα σοκ στην αλυσίδα εφοδιασμού εξαιτίας της Covid-19

Οι παρατεταμένες επιπτώσεις της πανδημίας στις εφοδιαστικές αλυσίδες εξακολουθούν να ταλαιπωρούν το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων. Αυτά τα προβλήματα δεν κατάφεραν να σταματήσουν εντελώς το εμπόριο τροφίμων, ωστόσο οι καθυστερήσεις συνεχίζονται στις συνοριακές διαβάσεις λόγω των αυξημένων περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία. Έτσι, το κόστος των εμπορευματικών μεταφορών αυξάνεται.

Η αύξηση της ζήτησης (κυρίως για κρέας και τα σιτηρά που απαιτούνται για την παραγωγή του) από τις μεγάλες χώρες εισαγωγής τροφίμων έχει ασκήσει ανοδικές πιέσεις στις τιμές των σιτηρών ζωοτροφών, όπως το καλαμπόκι και η σόγια. Η Κίνα, για παράδειγμα, ανακάμπτει από μια επιδημία αφρικανικής πανώλης των χοίρων που αφάνισε μεγάλο μέρος των χοίρων της πέρυσι και εκτόξευσε τις τιμές του χοιρινού.

Οι ενδείξεις της αγοράς για σταθερή ζήτηση σε καθέναν από αυτούς τους τομείς των τροφίμων, των ζωοτροφών και των καυσίμων, υποδηλώνουν ότι ενδέχεται να υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις των τιμών, γεγονός που έχει οδηγήσει σε έκρηξη της κερδοσκοπικής δραστηριότητας.

Διαταραχές στην προσφορά λόγω καιρικών συνθηκών

Αυτές οι οικονομικές δυναμικές εξελίσσονται εν μέσω μιας εντεινόμενης κλιματικής κρίσης. Υπάρχουν κάποιοι φόβοι για απώλειες αποδόσεων και παραγωγής λόγω ξηρασίας. Η Βραζιλία μείωσε πρόσφατα τις προβλέψεις της για την καλλιέργεια καλαμποκιού κατά σχεδόν 10% εν μέσω της χειρότερης ξηρασίας του τελευταίου σχεδόν αιώνα, η οποία δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης.

Οι τιμές των τροφίμων για τους Αμερικανούς καταναλωτές δεν έχουν ακόμη επιστρέψει στα προ της πανδημίας επίπεδα και παραμένουν σχεδόν 2,5% υψηλότερες από ό,τι πέρυσι τέτοια εποχή, κυρίως εξαιτίας των αυξημένων τιμών του κρέατος.

Οι αναδυόμενες χώρες κινδυνεύουν περισσότερο

Το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει παγκόσμια έλλειψη αυτών των αγαθών, αλλά ότι πολλά από αυτά βρίσκονται σε λάθος μέρος, αγκυροβολημένα σε λιμάνια χωρών εισαγωγής, αφού η πανδημία ακινητοποίησε πολλά πλοία. Ορισμένοι ειδικοί μιλούν για «διπλό χτύπημα» αναφερόμενοι στις χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές τροφίμων.

Για παράδειγμα, οι χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής εισάγουν περισσότερο από το 90% των τροφίμων τους, ενώ η υποσαχάρια Αφρική είναι επιβαρυμένη με έναν ετήσιο λογαριασμό εισαγωγών τροφίμων ύψους σχεδόν 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η παγκόσμια ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία επηρέασε δυσανάλογα τα αναπτυσσόμενα έθνη που στηρίζονται σε εξορυκτικούς πόρους όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή τον τουρισμό για να τροφοδοτήσουν τις οικονομίες τους. Οι κακές μακροοικονομικές συνθήκες επηρέασαν το ΑΕΠ πολλών αναπτυσσόμενων εθνών και οδήγησαν στην υποτίμηση των τοπικών νομισμάτων και σε υψηλότερες τιμές εισαγωγής τροφίμων.

Η Νιγηρία, για παράδειγμα, αντιμετωπίζει ήδη εκτεταμένους περιορισμούς στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και στην πρόσβαση σε τρόφιμα, που επιδεινώνονται από τις συγκρούσεις στα βορειοανατολικά της χώρας. Αν και αυτό θα αμβλυνθεί κάπως από την επερχόμενη περίοδο συγκομιδής, η εσωτερική εκτόπιση και το υψηλό κόστος των εισροών – μια περαιτέρω συνέπεια της διαταραχής της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού – αναμένεται να περιορίσουν το δυναμικό της συγκομιδής.

Στην Κόστα Ρίκα, εν τω μεταξύ, το κόστος των εισαγωγών δημητριακών ήταν 34,8% υψηλότερο τους πρώτους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2020, παρόλο που ο όγκος των εισαγωγών αυξήθηκε μόλις κατά 5%.

Λύσεις για την ανασφάλεια των δημητριακών

Ως απάντηση, διεθνείς οργανισμοί και εθνικές κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση της εξάρτησης των αναπτυσσόμενων χωρών από τις εισαγωγές δημητριακών και άλλων τροφίμων.

Οι προσπάθειες αυτές τείνουν να επικεντρώνονται στην αξιοποίηση της καινοτομίας για την ενίσχυση των αποδόσεων και της ανθεκτικότητας στις εθνικές και περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού, με έμφαση στην υιοθέτηση νέων τεχνολογικών λύσεων και πρακτικών που προσαρμόζονται στα τοπικά αγρο-οικολογικά πλαίσια.

Στη Γουατεμάλα, για παράδειγμα, το χρηματοδοτούμενο από την Παγκόσμια Τράπεζα πρόγραμμα «Αντιμετωπίζοντας την COVID-19: Σύγχρονες και ανθεκτικές αγροδιατροφικές αλυσίδες», που ξεκίνησε νωρίτερα φέτος, είναι μια στρατηγική αγροβιομηχανοποίησης που αποσκοπεί στη μείωση της σπατάλης των τροφίμων και στην υιοθέτηση τεχνολογιών ανθεκτικών στην κλιματική αλλαγή.

Παρομοίως, το εν εξελίξει έργο της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο «Ανθεκτικό παραγωγικό τοπίο» στην Αϊτή, κινητοποίησε χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης για να βοηθήσει περισσότερους από 16.000 αγρότες να αποκτήσουν πρόσβαση σε σπόρους και λιπάσματα.

Ορισμένες χώρες επεξεργάζονται στρατηγικές ευρείας κλίμακας για την ανάπτυξη πιο ανεξάρτητων, βιώσιμων εθνικών οικοσυστημάτων τροφίμων. Το Κατάρ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση από την άποψη αυτή. Η εμπορική διαμάχη μεταξύ του Κατάρ και ορισμένων γειτόνων του που ξεκίνησε το 2017, το ώθησε να αυξήσει την εγχώρια παραγωγική του ικανότητα. Έτσι μπόρεσε να αντέξει πολλές από τις χειρότερες διαταραχές της πανδημίας, ενώ παράλληλα, εφάρμοσε μια σειρά ολοκληρωμένων στρατηγικών και προγραμμάτων με στόχο την ενίσχυση της αυτάρκειας σε βασικά είδη.

Μια άνευ προηγουμένου κρίση

Οι συνεχιζόμενες προκλήσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η αυξημένη ζήτηση από τις μεγάλες αγορές και οι απώλειες στην παραγωγή που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες, απειλούν τους ευάλωτους πληθυσμούς σε όλο τον πλανήτη.

Ένα τοξικό μείγμα συγκρούσεων, κλιματικής αλλαγής και Covid-19 προκάλεσε την αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν χρόνια πείνα κατά 161 εκατομμύρια τον τελευταίο χρόνο, ενώ 2,37 δισεκατομμύρια άνθρωποι -ένας στους τρεις στον πλανήτη- δεν είχαν πρόσβαση σε επαρκή τρόφιμα το 2020.

Με σχεδόν 41 εκατομμύρια ανθρώπους να κινδυνεύουν από υποσιτισμό, το επόμενο έτος θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνο σημείο καμπής για την παγκόσμια ευημερία και σταθερότητα.

ΠΗΓΗ: CSIS

Εύη Τσιριγωτάκη,ΕΡΤ