Έντβαρντ Μουνκ: Μαγνητίζει το νέο μουσείο που φιλοξενεί τη συλλογή του στο Όσλο
Το επιβλητικό οικοδόμημα, που χρειάστηκε δέκα και πλέον χρόνια για να ολοκληρωθεί εξαιτίας διαφόρων εμποδίων που προέκυψαν, μαζί και η πανδημία, βασίστηκε στην ιδέα ενός «τεθλασμένου» πύργου ύψους 60 μέτρων, οι κύριες λειτουργίες του οποίου οργανώνονται κάθετα.
Επενδυμένο με ανακυκλωμένα, διάτρητα πάνελ αλουμινίου διαφορετικών βαθμών ημιδιαφάνειας, και έχοντας διακριτικά κεκλιμένο το επάνω τμήμα του, το συνολικού εμβαδού 26.313 τ.μ. συγκρότημα διαθέτει δεκατρείς ορόφους, με μεγάλες διακυμάνσεις στα ύψη της οροφής και στα μεγέθη των έντεκα αιθουσών που θα φιλοξενούν τόσο τις μόνιμες όσο και τις προσωρινές εκθέσεις.
Από τα μεγαλύτερα μουσεία παγκοσμίως που αφορούν σε έναν μόνο καλλιτέχνη, φιλοξενεί γύρω στα 26.700 εκθέματα – σχέδια, σκίτσα, πίνακες, φωτογραφίες (ο Μουνκ συνήθιζε μάλιστα να τραβά αυτοπορτρέτα, τις σημερινές σέλφι, με την Kodak Brownie που είχε αποκτήσει), λάδια, λιθογραφίες, ξυλογραφίες, υδατογραφίες, επιστολές, σημειώσεις, πλήθος προσωπικά αντικείμενα του Έντβαρντ Μουνκ και άλλο αρχειακό υλικό, μέχρι και την αναπνευστική συσκευή που χρησιμοποιούσε λόγω της πνευμονοπάθειάς του.
Τα πολυτιμότερα «διαμάντια» της συλλογής είναι δύο από τα πιο εμβληματικά έργα τέχνης στον κόσμο: «Ο Ήλιος» (1911) και βέβαια «Η Κραυγή» σε τρεις εκδοχές της, ανάμεσά τους εκείνη του 1910, η οποία είχε κλαπεί μαζί με την επίσης διάσημη «Μαντόνα» από το παλιό Μουσείο του Μουνκ το 2004 αλλά εντοπίστηκαν και επιστράφηκαν δυο χρόνια αργότερα – η διεύθυνση του νέου μουσείου διαβεβαίωσε ότι δόθηκε η δέουσα προσοχή ώστε όλα τα εκθέματα να είναι στο εξής απολύτως ασφαλή.
To μουσείο περιλαμβάνει πλήθος προσωπικών αντικειμένων του Έντβαρντ Μουνκ, μεταξύ των οποίων και την αναπνευστική συσκευή που χρησιμοποιούσε λόγω της πνευμονοπάθειάς του. Φωτ.: Μunch
«Μόνο ένας τρελός θα ζωγράφιζε κάτι τέτοιο!», παραδεχόταν και ο ίδιος σε μια τόση δα σημείωση που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στο πίσω μέρος της πλέον διάσημης εκδοχής της, αυτής του 1893.
Είναι γνωστό ότι έπασχε από κρίσεις πανικού και άγχους τις οποίες προσπαθούσε να κατευνάσει με το αλκοόλ, ενώ είχε σίγουρα επηρεαστεί τόσο από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του από φυματίωση όσο και από την επιβαρυμένη ψυχική κατάσταση της αδελφής του στην οποία αφιέρωσε τον πίνακα «Μελαγχολία-Λάουρα» (1899) – η Λάουρα Μουνκ είχε νοσηλευτεί επί μακρόν σε ψυχιατρείο, όπου εξάλλου χρειάστηκε να εισαχθεί κι εκείνος μεταξύ 1908-9.
Αντλούσε, εντούτοις, μια δημιουργική πνοή από την κλονισμένη σωματικά και ψυχικά από μια ηλικία και μετά υγεία του και το στρες που σχεδόν μόνιμα τον διακατείχε. Δίχως αυτά θα ήταν, καθώς έλεγε, «καράβι χωρίς πηδάλιο». Η «Κραυγή» του γνώρισε, έκτοτε, άπειρες ανατυπώσεις και παραλλαγές: έγινε αφίσα, εξώφυλλο δίσκων, γραμματόσημο, στάμπα, μιμίδιο, ενέπνευσε από καλλιτεχνικά πρότζεκτ (με διασημότερη την ομώνυμη σειρά μεταξοτυπιών του Άντι Γουόρχολ), κόμικ και ταινίες μέχρι emoticon στο Facebook, εξακολουθεί δε να παραμένει σημείο αναφοράς για την ποπ κουλτούρα.
Η πιο «ψυχεδελική» εκδοχή της, αυτή του 1895, που είναι η ζωηρότερη και λαμπρότερη χρωματικά, συγκαταλέγεται στους ακριβότερους πίνακες στην ιστορία της τέχνης: ο πρώην ιδιοκτήτης της, ο Νορβηγός επιχειρηματίας Πίτερ Όλσεν, την έβγαλε το ’12 σε δημοπρασία στο Sotheby’s για να καταλήξει στον περιώνυμο Αμερικανό «ομόλογό» του Λίον Μπλακ έναντι 120 εκατ. δολαρίων – συγκριτικά, η ανέγερση του νέου μουσείου στοίχισε 260 εκατ. δολάρια.
Θέλοντας να τονίσει τη δραματικότητα του γνωστότερου έργου του Μουνκ, η διεύθυνση χρησιμοποίησε ένα θεατρικό τρικ: οι τρεις διαφορετικές εκδοχές της «Κραυγής» που διαθέτει –ζωγραφική, κραγιόν και λιθογραφία– είναι αναρτημένες σε ένα υποβλητικά φωτισμένο «προσκύνημα» στον 7ο όροφο, αλλά μόνο μία είναι ορατή κάθε φορά. Οι άλλες δύο παραμένουν κρυμμένες πίσω από μαύρες πόρτες, με την καθεμιά να αποκαλύπτεται στο κοινό ανά μία ώρα.
Στο νέο Μουσείο Έντβαρντ Μουνκ (Munchmuseet), που είναι πέντε φορές μεγαλύτερο από το παλαιότερο, θα τιμηθούν στις 12/12 τα 158 χρόνια από τη γέννηση του ιδιοφυούς καλλιτέχνη που υπήρξε επίσης πρωτοπόρος δυο μεγάλων καλλιτεχνικών ρευμάτων, του συμβολισμού και του εξπρεσιονισμού.
Από τους δημιουργούς που έγιναν διάσημοι όσο ακόμα ζούσαν, έκανε μεγάλη περιουσία, πέρασε όμως τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπό τη διαρκή ανησυχία ότι οι ναζί, που είχαν απαγορεύσει τα έργα του στη Γερμανία ως «εκφυλισμένη τέχνη», κατάσχοντας 71 από αυτά –11 εκ των οποίων παραμένουν άφαντα–, θα έπρατταν το ίδιο και με τη μεγάλη συλλογή έργων που διατηρούσε στο σπίτι του στο προάστιο Σκέγιεν του Όσλο, όταν κατέλαβαν τη Νορβηγία.
Μην έχοντας κάνει οικογένεια, οι καλλιτεχνικές του δημιουργίες ήταν το παν γι’ αυτόν. Τελικά οι φόβοι του ευτυχώς δεν δικαιώθηκαν. Όταν, μάλιστα, απεβίωσε στις 23/1/44 σε ηλικία 81 ετών, οι κατοχικές αρχές οργάνωσαν επίσημη κηδεία ώστε να δείξουν ότι συμμερίζονται το κοινό αίσθημα, μιας και ο Μουνκ είχε ήδη αναγνωριστεί ως εθνικός καλλιτέχνης. Ακόμα, πάντως, και στην προοπτική του θανάτου αντλούσε έμπνευση: «Από το σάπιο σώμα μου/άνθη μεγαλώνουν/και είμαι μέσα τους/και αυτή είναι η αιωνιότητα», είχε γράψει.
Η Τρέισι Έμιν, πρώην «τρομερό παιδί» του κινήματος των Νέων Βρετανών Καλλιτεχνών τη δεκαετία του ’80 και νυν καθηγήτρια στη Royal Academy, είναι η πρώτη «guest star» του νέου μουσείου. Η έκθεσή της «Loneliness of the Soul» που συνόδευσε τα εγκαίνια και θα διαρκέσει μέχρι τις 2/1/22 έχει σαφείς επιρροές από το έργο του Μουνκ και συνδιαλέγεται μαζί του. Δηλωμένη θαυμάστριά του, επέλεξε προσωπικά τους 19 πίνακες του Μουνκ που πλαισιώνουν 25 δικά της έργα (πίνακες, γλυπτά και εγκαταστάσεις, ανάμεσά τους το περίφημο «My Bed»).
Στα «συν» του νέου μουσείου περιλαμβάνονται ένα μπαρ-ρεστοράν στον τελευταίο όροφο με πανοραμική θέα του Όσλο, εγκαταστάσεις έρευνας και συντήρησης, χώροι συνάντησης, καφέ και art shops, είναι δε εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.
«Ξεχάστε ό,τι γνωρίζατε μέχρι τώρα για τα μουσεία – αυτό εδώ είναι κάτι διαφορετικό», βεβαιώνει ο διευθυντής του Στάιν Όλαφ Χένρικσεν. Εκτός των άλλων, θα φιλοξενούνται εκεί διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και δρώμενα, θα οργανώνονται επίσης εκπαιδευτικά προγράμματα.
Οι επικριτές, πάλι, του έργου –γιατί πάντα και παντού θα υπάρξουν και «γκρίνιες» κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό– εξανίστανται ότι στην πόλη έπεσε μια «μαύρη απειλητική σκιά». Τους κακοφαίνονται η αλουμινένια επένδυση, οι ψυχροί γκρίζοι τόνοι από γυαλί και μέταλλο που κυριαρχούν εντός και η όλη «mall» λογική του, μερικοί μάλιστα παρομοιάζουν την αισθητική του με αυτή ενός αεροδρομίου.
Ομολογώ ότι προσωπικά δεν έχω καταλήξει αν μου αρέσει ή όχι αυτό που βλέπω –αν κάποτε το επισκεφθώ θα γνωμοδοτήσω πιο ολοκληρωμένα!– και σίγουρα θα με ενοχλούσε μια υπέρμετρη εμπορικοποίηση, για τον επιπλέον λόγο ότι κάποιες ιδιαίτερες μνήμες μου συνδέθηκαν με συγκεκριμένους πίνακές του, έστω κι αν επρόκειτο για πόστερ. Όπως όμως όλα τα καινοφανή αρχιτεκτονήματα, έτσι κι αυτό θα δοκιμαστεί και θα αξιολογηθεί στην πράξη.
Σε κάθε περίπτωση, το «ειδικό βάρος» που έχει το έργο του τιμώμενου καλλιτέχνη είναι τέτοιο και τόσο για τους πολυάριθμους λάτρεις του διεθνώς, ώστε να βάζει τη συζήτηση για το μουσείο σε δεύτερη μοίρα. Η φήμη του Μουνκ και το διαχρονικό trend του έργου του –άσχετα πόσο το κατανοούν πραγματικά όλοι οι όψιμοι fan του– εγγυώνται από μόνα τους τη διαφήμιση και την αυξημένη προσέλευση επισκεπτών, προβλέπεται άλλωστε να λειτουργεί σε καθημερινή βάση.