Ο Θωμάς Ταμβάκος και το δημιούργημά του, το Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών, συνομιλούν με το artpointview.gr

Ο Θωμάς Ταμβάκος είναι μουσικογράφος, κριτικός, ερευνητής, συγγραφέας, δημιουργός και κάτοχος του Αρχείου Ελλήνων Μουσουργών.

Το artpointview.gr μίλησε με τον μουσικογράφο, ο οποίος μεταξύ άλλων ανακοίνωσε ότι η εκδήλωση για τα σαράντα χρόνια του Αρχείου, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί πέρσι και αναβλήθηκε λόγω κορονοϊού, θα λάβει χώρα στις 25η Φεβρουαρίου 2022 στο Ωδείο Νάκας.

Το Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου (Α.Ε.Μ.Θ.Τ.) δημιουργήθηκε το 1980 από τον μουσικογράφο-κριτικό-ερευνητή-συγγραφέα Θωμά Ταμβάκο. Σε γενικές γραμμές, το έμψυχο δυναμικό του αφενός,  αποκτά, τεκμηριώνει, καταγράφει, καταχωρίζει, προβάλλει και δημοσιοποιεί, μέσω της επιλεκτικής χρήσης του και με διάφορους τρόπους (συναυλίες, εκθέσεις, διαλέξεις, συμμετοχές σε συνέδρια, δισκογραφικές/ραδιοφωνικές παραγωγές, αρθρογραφία/βιβλιογραφία, μελέτες κλπ.), υλικό (όπως παρτιτούρες μουσικών έργων, δισκογραφικές και βιβλιογραφικές εκδόσεις, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες, κλπ.) που αφορά την καλλιτεχνική δραστηριότητα και προσφορά των Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής μουσουργών λόγιας μουσικής και των συγγενικών προς αυτή μουσικών ιδιωμάτων, από τους πρώτους με χρονολογική σειρά έως τους νεότατους. Έως τις μέρες, στο Α.Ε.Μ.Θ.Τ. έχει τεκμηριωθεί η ύπαρξη 5.400 μουσικών δημιουργών. Από το 2012 έχει ενοποιηθεί ψηφιακά με το Αρχείο Ελληνικής Μουσικής του Γιώργου Κωνστάντζου. Απώτερος στόχος του είναι η μετεξέλιξη του Α.Ε.Μ.Θ.Τ. σε Ινστιτούτο ή Κέντρο Έρευνας, Μελέτης και Προβολής της Λόγιας Ελληνικής Μουσικής Δημιουργίας. 

—————

Κύριε Ταμβάκο, γνωρίζοντας την τεράστια προσπάθειά σας για τη δημιουργία του Αρχείου Ελλήνων Μουσουργών, μια προσπάθεια σαράντα και πλέον ετών που πλέον λαμπυρίζει στην κορυφή,  ήθελα να σας ρωτήσω ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα για να προχωρήσετε την ιδέα σας

Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ένα μόνο ερέθισμα αλλά συσσώρευση αρκετών σημαντικών γεγονότων, αρχής γενομένης από τη διάλεξη του Ιάννη Ξενάκη στην Εθνική Λυρική Σκηνή (1976), έως τη μικρή εκδήλωση για τον Γιάννη Χρήστου στο «ελληνικό στέκι» στο Λονδίνο (1980) για τα δέκα χρόνια από την εκδημία του, στις οποίες ευτύχησα να είμαι παρών. Η επίδρασή τους ήταν καθηλωτική και καθοριστική στη λήψη της απόφασής μου για τη δημιουργία του Αρχείου Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου (εφεξής Α.Ε.Μ.Θ.Τ.), αρχικά ως Συλλογή Θ.Τ. που στη συνέχεια πήρε τη σημερινή του μορφή.

Έχετε ταξιδεύσει στα πλάτη και τα μήκη της γης επιδιώκοντας να συγκεντρώσετε σπάνιο μουσικό υλικό Ελλήνων μουσουργών. Υποθέτουμε ότι από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή θα αναδύονται πολλές δυσκολίες στην εύρεση του υλικού. Ποιες ήταν οι σημαντικότερες εμπειρίες σας από την υπέροχη περιπέτεια αναζήτησης και πόσο πίσω έχετε φτάσει ;

Όντως η αναζήτηση και ο εντοπισμός των Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής μουσουργών ανά την υφήλιο, και του υλικού της μουσικής δημιουργίας τους, πέρα από τις πάμπολλες δυσκολίες και το οικονομικό κόστος, μου έδωσε ανείπωτες χαρές, ιδίως με την ανακάλυψη της ελληνικής καταγωγής κορυφαίων δημιουργών σε χώρες όπως η Κροατία (Μπόρις Παπαντόπουλο), η Ρουμανία, η Ρωσία, η Αργεντινή, η Νέα Ζηλανδία κ.ο.κ. Μου έδωσε όμως και αρκετές πίκρες όταν βρήκα «κλειστές πόρτες» και μηδενική διάθεση συνεργασίας (με την άρνηση της ελληνικής καταγωγής). Το ερευνητικό έργο πηγαίνει πολύ πίσω στον χρόνο, έως τις απαρχές της λόγιας μουσικής οι οποίες ξεκινούν από τον 9ο αιώνα με την Κασσιανή.

Θεωρείτε ότι η λεγόμενη λόγια ελληνική μουσική παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό; Ο κόσμος συνεχίζει να επιλέγει σταθερά  τα πολύ γνώριμα ακούσματα, αλλά με την πάροδο των χρόνων διακρίνετε μια τάση ή έστω μια έφεση όλο και περισσότερων φίλων της μουσικής προς την ακρόαση της ελληνικής λόγιας μουσικής;  Ισχύει κάτι που έχουν δηλώσει σπουδαίοι συνθέτες και πιανίστες ότι τη μουσική για να τη γνωρίσεις πρέπει να την οικειοποιηθείς, άρα να την ακούσεις.

Όχι, δεν νομίζω ότι η λόγια μουσική δημιουργία των Ελλήνων συνθετών είναι terra incognita στο ευρύ κοινό. Δεν είναι αποδεκτή ίσως γιατί ο τρόπος προβολής της δεν είναι ο σωστός ή είναι παραπλανητικός. Η μουσική επιτελεί πολλαπλούς σκοπούς. Διασκεδάζει, ψυχαγωγεί, προβληματίζει, καθηλώνει και συνεπαίρνει. Είναι όμως λάθος να πιστεύουμε ότι μόνο η παντοειδής «χορευτική» μουσική ψυχαγωγεί και άρα απευθύνεται σε ευρύ κοινό, που δεν γνωρίζει απαραίτητα τους στοιχειώδεις κανόνες της μουσικής θεωρίας. Το ίδιο αποτέλεσμα, προϊούσης της εξοικείωσης, επιτελεί θαυμάσια και η λόγια μουσική και σε όλα τα επίπεδα. Αρκεί να υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ δημιουργών και κοινού και θεμελίωση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Όσο περισσότερο ενδιαφέρον υπάρξει από το ανυποψίαστο –για την ποιότητα της λόγιας μουσικής δημιουργίας- κοινό τόσον περισσότερο θ’ αντιληφθεί πόσο σημαντική είναι αυτή η ποιότητα. Μπορεί μεν να μη διαθέτουμε δημιουργούς επιπέδου ενός Bach, ενός Mozart, ενός Beethoven, ενός Verdi, ενός Στραβήνσκη, όμως διαθέτουμε επίσης σημαντικούς, όπως τον Ξενάκη, τον Καλομοίρη, τον Σαμάρα, τον Δραγατάκη, τον Παπαντόπουλο, τον Αντωνίου (η αναφορά είναι δειγματοληπτική) που η ακρόαση έργων τους μπορεί να επιφέρει την επιζητούμενη ψυχική ανάταση και την ψυχαγωγία (με την ακριβή έννοια του όρου). Αν μάλιστα η ακρόαση είναι προϊόν καλής ερμηνείας, τότε το κέρδος είναι πολλαπλό για όλους, δημιουργό, ερμηνευτή, κοινό.

Πιστεύω πάντως ότι στα τελευταία χρόνια το κοινό που προσεγγίζει τη ελληνική λόγια μουσική δημιουργία έχει αυξηθεί, εξαιτίας και της ανάλογης αύξησης δημιουργών και ερμηνευτών. Είμαστε σε καλό δρόμο.

Πείτε μας, σήμερα, σαράντα και πλέον χρόνια μετά, πόσα είναι τα έργα που φιλοξενούνται στο Αρχείο σας κι αν αυτά είναι τρόπον τινά προσβάσιμα στους ενδιαφερόμενους αλλά και σε ανθρώπους που θα ήθελαν απλώς να τα αγγίξουν αλλά δεν είναι μυημένοι μέχρι τώρα στο είδος της μουσικής με την οποία ασχολείστε.

Στο Α.Ε.Μ.Θ.Τ. είναι καταχωρισμένοι σε βάσεις δεδομένων, μετά από την απαραίτητη τεκμηρίωση, 5.400 περίπου Έλληνες και ελληνικής καταγωγής μουσουργοί. Για τους 4.800 περίπου από αυτούς υπάρχει ποικίλο υλικό καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, όπως παρτιτούρες, δισκογραφία, βιβλία, άρθρα, προγράμματα συναυλιών, φωτογραφίες κλπ. Μέρος του υλικού, σε έντυπη μορφή, είναι πρωτότυπο και μοναδικό. Το υλικό δεν είναι προσβάσιμο, αλλά κάλλιστα μπορεί να επιδειχθεί σε όποιον ενδιαφερόμενο, είτε της μουσικής κοινότητας είτε όχι. Σημαντικό μέρος του Α.Ε.Μ.Θ.Τ. είναι οι 85.000 παρτιτούρες, έντυπες ή/και ψηφιοποιημένες.

 Θα μπορούσατε να μας πείτε πού φιλοξενείται όλος αυτός ο θησαυρός. Υπάρχει ψηφιοποίηση; Και η στάση της πολιτείας απέναντι σας; Είστε μόνος σε αυτήν την σπουδαία πορεία; Έχει επιδείξει ενδιαφέρον το υπουργείο Πολιτισμού,για παράδειγμα ή ίσως ένα χορηγός; Η συντήρηση ενός αρχείου δεν είναι απλό πράγμα.

Το υλικό του Α.Ε.Μ.Θ.Τ. είναι σε ιδιωτικούς αποθηκευτικούς χώρους, μη προσβάσιμους προς το παρόν. Ένα μέρος του, περίπου το 30%, έχει ψηφιοποιηθεί, κυρίως μέσω του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ε.Κ.Π.Α. και στο πλαίσιο μεταδιδακτορικού προγράμματος του Δρ. Αθανασίου Τρικούπη, μουσικολόγου, πανεπιστημιακού καθηγητή, συνθέτη, πιανίστα και βασικού συνεργάτη στο Α.Ε.Μ.Θ.Τ. και με την επίβλεψη του Νίκου Μαλλιάρα, πανεπιστημιακού καθηγητή και προέδρου –τότε- στο ΤΜΣ/ΕΚΠΑ. Μετά το πέρας της θητείας του η ψηφιοποίηση διακόπηκε. Επίσης, ένα μέρος –το 20%- έχει ψηφιοποιηθεί από μένα και τον Γιώργο Κωνστάντζο, μουσικολόγο, ερευνητή και επίσης, βασικού συνεργάτη και μέντορά μου. Εξάλλου ο Γ. Κωνστάντζος διαθέτει το δικό του ερικυδέστατο Αρχείο Ελληνικής Μουσικής (Α.Ε.Μ.) το οποίο, από το 2012, ενοποιήθηκε ψηφιακά με το Α.Ε.Μ.Θ.Τ. στο πλαίσιο του μεταδιδακτορικού προγράμματος που προανέφερα αλλά και με την αδιάλειπτη συνεργασία μας σε έντυπες και ψηφιακές εκδόσεις.

Ουδέποτε έχω αποτανθεί στους επίσημους κρατικούς φορείς για να ζητήσω την οποιανδήποτε βοήθεια. Ούτε κάποιος φορέας μου προσέφερε οικονομική ή άλλου είδους αρωγή. Προτιμώ να λειτουργώ αυτόνομα και ανεξάρτητα και να χρηματοδοτώ με ίδιους πόρους το ερευνητικό έργο που επιτελείται στο Α.Ε.Μ.Θ.Τ. καθώς και την απόκτηση υλικού. Εννοείται πως το υλικό του Α.Ε.Μ.Θ.Τ. μετά από μερικά χρόνια θα μεταφερθεί –με την επίβλεψη των συνεργατών μου- σε κάποιον αντίστοιχο επίσημο φορέα ούτως ώστε να είναι πλήρως προσβάσιμο σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο.

Κλείνοντας θα ήθελα να σας ρωτήσω για την έρευνά σας γύρω από τον Αλέξανδρο Ζηλωτή ή Ζηλώτη, αυτού του άγνωστου σε μας σπουδαίου πιανίστα και συνθέτη, ο οποίος γεννήθηκε προ πολλών πολλών ετών σε μια ελληνική οικογένεια αξιωματικών του ρωσικού στρατού ; Προ εβδομάδων στο artpointview.gr φιλοξενήσαμε άρθρο της πιανίστας Έφης Αγραφιώτη γι’ αυτόν με παραπομπή σε δικές σας αναφορές.

Ο ελληνισμός της Ρωσίας και βεβαίως οι αρκετοί ελληνικής καταγωγής μουσουργοί (περισσότεροι από 60) ήταν και είναι μία από τις βασικές προτεραιότητες του ερευνητικού έργου στο Α.Ε.Μ.Θ.Τ. Η έρευνα κατέδειξε την αδιαμφισβήτητη ελληνική καταγωγή του Ματθαίου Ζηλωτή, επιφανούς γαιοκτήμονα της περιοχής του πρώην Χάρκοβο της Ουκρανίας. Αναγράφεται εξάλλου στην έκδοση «Алфавитный список дворянским родам Бессарабской губернии» (Αλφαβητικός κατάλογος ευγενών οικογενειών της επαρχίας της Βεσσαραβίας) του 1934. Στο γενεαλογικό του δέντρο αναγράφονται οι εγγονοί του Αλέξανδρος και Σέργιος, με την ένδειξη «μουσικοί» (και «πιανίστας» ο πρώτος). Επίσης, σε ρωσικά κοινωνικά μέσα δικτύωσης, όπως το vk.com, υπάρχουν 4 τουλάχιστον αναφορές για την ελληνική καταγωγή του Αλέξανδρου και του Σέργιου Ζηλωτή. Ο Αλέξανδρος Ζηλωτής είναι μεν γνωστός στους ελληνικούς μουσικούς κύκλους ως Σιλότι αλλά αγνοείται παντελώς η ελληνική καταγωγή του. Ελπίζω, ότι τόσο οι δικές μου δημοσιεύσεις (στο fb), όσο και της αγαπητής φίλης Έφης Αγραφιώτη (στο artpointview) να προκαλέσουν το ενδιαφέρον της μουσικολογικής κοινότητας για το συνθετικό έργο του.

Σας ευχαριστούμε πολύ που εμπλουτίσατε τις γνώσεις μας σε έναν τόσο ενδιαφέροντα ξεχωριστό τομέα της μουσικής. Ευχόμαστε να γιορτάσετε τα σαράντα και πλέον χρόνια ζωής ενός μοναδικού μουσικού αρχείου και να συνεχίζετε να το εμπλουτίζετε πάντα με την ίδια αφιέρωση.

 Σας ευχαριστώ πολύ

‘Οσοι ενδιαφέρονται να διαβάσουν για το βιβλίο του Θωμά Ταμβάκου – ιδρυτικό μέλος και πρ. μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Φίλων Δραγατάκη – που  βεβαίως αφορά στον Δημήτρη Δραγατάκη μπορούν να πατήσουν εδώ /  κείμενο Εφη Αγραφιώτη