Sofia Asgatovna Gubaidulina
Η μουσική μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε το μη συνειδητό
Συνθέτρια εμβληματική, στο Πάνθεο των προσωπικοτήτων του εικοστού αιώνα, χωρίς αμφιβολία.
Γεννήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1931 σε μια μικρή πόλη που οι κάτοικοι της ζούσαν από τον Βόλγα, στη Χριστόπολη της Δημοκρατίας του Tαταρστάν της ΕΣΣΔ. «Σήμερα τα πράγματα ευτυχώς έχουν αλλάξει», λέει η Γκουιμπαντούλινα. «Οι κάτοικοι ζουν καλά χάρη στην ωρολογοποιία. Απεδείχθη κι αυτό που έλεγαν πάντα για μας: είναι άψογοι οι Τάταροι, όταν πρόκειται για δουλειά με λεπτομέρειες»…
Ο πατέρας της ήταν Τάταρος, αλλά η μητέρα της ήταν Ρωσίδα. Όταν η Sofia ήταν ενός έτους, η οικογένεια μετακόμισε στο Καζάν, την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ταταρστάν και εκεί αργότερα μελέτησε θεωρητικά και πιάνο.
Το 1949 αποφασίζει να μελετήσει πιο σοβαρά πιάνο με τον μουσικολόγο, συγγραφέα, πιανίστα και μουσικό κριτικό Grigory Kogan (1901–1979). Είχε περίφημους φίλους, θυμάται η Γκουμπαιντούλινα: Emil Gilels, Sviatoslav Richter, Heinrich Neuhaus, Tatiana Nikolaeva τον θεωρούσαν αυθεντία, τον συμβουλεύονταν και περνούσαν φιλικές ώρες μαζί. « Εγώ είχα όμως ανακαλύψει τον δρόμο μου τότε, δηλαδή τη σύνθεση». Δάσκαλος της στη σύνθεση μέχρι την αποφοίτηση της (1954) ήταν ο συνθέτης Albert Semionovich Leman, που οι επιρροές στα έργα του από την παραδοσιακή μουσική των Τατάρων στάθηκαν κίνητρο για τους μαθητές του.
Μετά η οικογένεια της μετακόμισε στη Μόσχα όπου η Σοφία γράφτηκε ως μεταπτυχιακή σπουδάστρια σύνθεσης στην τάξη του Vissarion Yakovlevich Shebalin. Μέχρι το 1959 ήταν βοηθός του Dmitri Shostakovich. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της το 1961. Το πρώτο σημαντικό έργο της ήταν το κουιντέτο με πιάνο που ολοκλήρωσε το 1958
Από το 1963 ήταν ήδη μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών αλλά κατά διαστήματα η ζωή της γινόταν δύσκολη εξ αιτίας τη ανεξάρτητης συνθετικής πορείας που ακολουθούσε και που ελάχιστα υπάκουε στις κατευθυντήριες γραμμές της Ένωσης και του πολιτικού διευθυντηρίου. Eκείνη την εποχή η ταλαντούχα συνθέτρια, ανακάλυψε «τους μεγάλους ποιητές και διανοητές, από τους οποίους δανείστηκε κατευθύνσεις για τη λειτουργία της σκέψης», όπως έχει δηλώσει. Στη σοβιετική εποχή κέρδιζε τα προς το ζην με διαφορετικούς τρόπους αλλά υπήρξε πολύ τυχερή καταφέρνοντας να συνθέσει μουσική για 19 ταινίες, εισπράττοντας θετικά σχόλια και μπαίνοντας στο επαγγελματικό σινάφι. Την ενδιέφερε πολύ η μουσική των πρωτοπόρων της εποχής, του Schnittke και του Denisov κι αυτό της στερούσε ευκαιρίες να υποστηριχτούν οι παρουσιάσεις των έργων της, αφού οι δύο αυτοί δεν ήταν αρεστοί, αλλά δεν στενοχωριόταν γιατί την ενθουσίαζε κάθε τι νέο που ανακάλυπτε στον ήχο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δημιούργησε ένα κύκλο φίλων ερμηνευτών με τους οποίους επιχειρούσε να παρουσιάσει συνθέσεις με έντονο στοιχείο αυτοσχεδιασμού και πειράματος πάνω στη σχέση των ήχων. Αυτές οι ωραίες εμπειρίες της ενέπνευσαν πολλά εξαιρετικά έργα, όπως τα κομμάτια για πιάνο Chaconne (1963), Μουσικά παιχνίδια (1969), 14 κομμάτια για πιάνο, Σονάτα (1965), -Toccata-Troncata (1971) και Invention (1974). Το 1970 είχε ιδρύσει ένα εργαστήρι πειραματικής και ηλεκτρονικής μουσικής με συνεργάτη τον Viatcheslav Artiomov το οποίο αγωνίστηκε να το κρατήσει και να πείσει για την αξία τέτοιων πειραματισμών. Λίγο αργότερα συνεργάστηκε με τον Viktor Sousline, πάνω στην κοινή τους επιθυμία να ανακαλύψουν τα άγνωστα όργανα της Ευρώπης και να τα αξιοποιήσουν στη μουσική τους. Το 1972 η Gubaidulina ολοκλήρωσε τη Συμφωνία σε επτά μέρη με τίτλο Stufen (μτφ. Επίπεδα) και τρία χρόνια μετά τα χορωδιακά τραγούδια σε ποίηση της Μαρίνα Τσβεντάιεβα με τίτλο «Η Ώρα της Ψυχής», που παίχτηκε αρκετά χρόνια μετά. Τα έργα αυτά πέρασαν επίσης από τα σαράντα κύματα..
Το 1981 ο Gidon Kremer παίζει στο κοινό το κοντσέρτο της για βιολί με τίτλο Offertorium, που την κάνει γνωστή σε όλο τον κόσμο. Επεξεργάστηκε στη συνέχεια δυο φορές το έργο της αυτό, το 1982 και το 1986. Σε όλο τον κόσμο θαύμασαν “με το έργο αυτό το συνθετικό φαινόμενο που ακούει στο δύσκολο όνομα Sofia Gubaidulina”. Θα έχει στη συνέχεια συνεργασίες με το Κουαρτέτο Kronos, το κουαρτέτο Arditti και τον περκουσιονίστα Mark Pekarski, τον Mtslav Rostropovich και εξέχοντες διευθυντές ορχήστρας. Ακολούθησαν διεθνή βραβεία και τιμές.
Από το 1992 επιλέγει να εγκατασταθεί κοντά στο Αμβούργο, κρατώντας τη ρωσική υπηκοότητα: «η υπηκοότητα ή στην στερήσουν ή την αλλάξεις για κάποιο λόγο με ένα τυπικό χαρτί, δεν πρόκειται να αλλάξει την ουσία. Είσαι αυτό που ήσουν πάντα. Εγώ δεν θέλω να γίνω κάτι που δεν ήμουν, σε κάθε περίπτωση λοιπόν δεν με ενδιαφέρει η υπηκοότητα».
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, η θρησκευτική ιδιοσυγκρασία της Gubaidulina έγινε πιο εμφανής στα έργα της. Στη σοβιετική εποχή, η δημόσια έκφραση θρησκευτικών αναζητήσεων δεν ήταν αρεστή αλλά εκείνη δεν φοβήθηκε να συνθέσει κομμάτια όπως το Introitus για πιάνο (1978), το κονσέρτο για βιολί και το Seven Words (1982), που εκδόθηκε στην ΕΣΣΔ με τον τίτλο «Partita».
Την εποχή του Introitus (λατινικά: Εισαγωγή), που παρέπεμπε στους μοναχούς Βενεδικτίνους, επιθύμησα και προσπάθησα να τη συναντήσω. Έμενε τότε στην περιοχή Preobrazhenskoye, βορειοανατολικά της Μόσχας, εκεί που πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Μεγάλος Πέτρος. Από το 1672 η μικρή αυτή πόλη είχε επαγγελματική θεατρική μονάδα. Το όνομα της περιοχής, προέρχεται από την όμορφη, ιστορική τοπική εκκλησία της μεταμόρφωσης. Η Σοφία και ο σύζυγος της έμεναν σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα, μαζί με τα αμέτρητα βιβλία τους από όπου μάθαινε φιλοσοφία, ποίηση, ιστορία των ανατολικών θρησκειών, σε μια τεράστια κτιριακή εγκατάσταση της δεκαετίας του 70. Ζήτησα από τον Θεόδωρο Κρίτα να με βοηθήσει να τη συναντήσω, για να μη μπλέξω με τις αρχές και το Ωδείο. Του φάνηκε εύκολο.
Χάρη στη συνεργάτρια του Θεόδωρου Κρίτα εκεί, την γλυκιά και αξιαγάπητη Μαριάννα, καταφέραμε να γνωρίσουμε την σπουδαία συνθέτρια. Ειδοποιήσαμε την Sofia, αποδέχτηκε τη συνάντηση και φτάσαμε στο σπίτι. Μας άνοιξε, ρώτησε με την ευγενική κελαηδιστή φωνή της την ηλικία μου και μου ευχήθηκε καλή δύναμη στην παντρειά με το πιάνο. Αυτό ήταν όλο. Χρειάστηκα μερικές εβδομάδες να δεχτώ ότι είχα ζήσει αυτό το… χάπενινγκ!
Στα τέλη του 1998 είχα την χαρά να την ξανασυναντήσω και της θύμισα το περιστατικό. Είδες; μου είπε. Μπορούμε να προσθέσουμε σήμερα άλλες εκατό λέξεις στην επικοινωνία μας και μάλιστα μουσικές! Μη ξεχάσεις να μου στείλεις το Invention μου! Ήταν το έργο της που θα έπαιζα τότε μεταξύ άλλων στο Αμβούργο.
Από την εποχή του Γκορμπατσόφ, οι ευρωπαίοι δημοσιογράφοι και οι καλλιτεχνικοί πράκτορες προσπαθούσαν να την συναντήσουν στη Μόσχα. Οι συνθήκες δεν ήταν υπέρ της αλλά ούτε πια εναντίον της. Η ίδια απαιτούσε ανέκαθεν αλλά και τώρα απαιτεί αυστηρά να περιστρέφονται οι συνεντεύξεις σε μουσικά πάντα ζητήματα και επιθυμεί να γνωρίζει και να εγκρίνει τα θέματα της συζήτησης. Το 1985 επιτέλους ταξίδεψε εκτός Σοβιετικής Ένωσης.
Ακολουθούν αποσπάσματα απόψεων που εξέφρασε κατά διαστήματα.
Ένα έργο γράφεται αφότου συναντήσω τον καλλιτέχνη που θα το παίξει. Αυτός θα το δει, θα το μελετήσει και όταν κατασταλάξει σε μια άποψη θα το συζητήσει μαζί μου. Υπάρχει η ανάγκη να μπουν στο κείμενο μου στοιχεία της αντίληψης του μουσικού. Τότε το έργο ολοκληρώνεται, ενεργοποιείται.. Αλλιώς είναι σαν να μιλάω μόνη μου. Συναντώ λοιπόν τον μουσικό, γνωρίζοντας ότι δεν έχω ακόμα γράψει αυτό που θα παιχτεί. Έχω από πολύ νέα την αίσθηση ότι ο συνθέτης δεν κάνει όλη τη δουλειά, αλλά τη μισή. Βέβαια η πιο προσωπική δουλειά του συνθέτη είναι η γέννα του μωρού, η στιγμή που πονάει για να το βγάλει..
Πολλές φορές σου αντιστέκεται η σύνθεση, αλλά εκεί χρειάζεσαι τη διαίσθηση και την πνευματικότητα για να βρεις την ισορροπία. Τέλειο δεν μπορεί να είναι κανένα ανθρώπινο δημιούργημα. Άρα ούτε η σύνθεση, ούτε και η ερμηνεία της. Η ζωή μας δεν είναι τέλεια και κάνουμε ό,τι καλύτερο, αυτό μόνο μπορούμε. Μόνο ο Θεός είναι τέλειος. Η ζωή βασίζεται στην αρχή ότι είναι ατελής. Η μουσική μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε το μη συνειδητό. Αυτό είναι η πιο χαρακτηριστική δύναμη για όλες τις τέχνες. Η ανθρωπότητα είναι μισή επειδή κατά κανόνα χρησιμοποιεί μόνο το συνειδητό. Η επιθυμία να γράψω μουσική εμένα με βοήθησε να επιβιώσω σε μια πολύ δύσκολη πολιτική και ιδεολογική κατάσταση. Να ανακαλύψω το μη συνειδητό σαν έναν καλό φίλο μου.
Δεν νομίζω να μπορώ να συμβουλεύσω τους νέους όπως μια δασκάλα. Είμαι κουρντισμένη αλλιώς… Κι αυτό γιατί είμαι χαμένη σε κυκεώνα ερωτημάτων στα οποία προσπαθώ να απαντήσω. Δεν προλαβαίνω να βρω μια άξια λόγου απάντηση κι έρχεται νέος κυκεώνας… αλλά και η σύνθεση είναι κι αυτή μια σειρά από ερωτήσεις, δεν είναι απάντηση.
Κανένα έργο δεν γράφτηκε για όλους. Μου αρέσει να το επισημαίνω αυτό. Ας παρηγοριόμαστε. Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα ανταποκριθούν θετικά στον καλλιτέχνη και θα υπάρξει συνύπαρξη μεταξύ του ακροατή και του καλλιτέχνη, αλλά είναι σπάνιο. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι το τάδε έργο μου είναι για όλους. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχω καμία προκατάληψη απέναντι σε ένα ακροατήριο που δεν είναι μουσικά «γραμματισμένο» ώστε να καταλάβει το έργο μου. Νομίζω ακόμη ότι το ακροατήριο που δεν είναι μουσικά γραμματισμένο μπορεί μερικές φορές να δεχτεί το άγνωστο ή ανοίκειο κομμάτι ευκολότερα γιατί αφήνεται πιο χαλαρά στη ροή της μουσικής, χωρίς να ζητάει τη σίγουρη πολυθρόνα του αναγνωρίσιμου για να καθίσει. Πάντως, ένα έργο γεννιέται αποκλειστικά για χάρη της μουσικής. Ο καλλιτέχνης αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στη ζωή του, αυτό δεν το καταλαβαίνουν πολλοί, αλλά είναι πολύ σημαντικό, το παραδέχομαι, να νιώσει την αντίδραση, τη συμμετοχή του ακροατή, αυτό είναι σαν να του βάζει δύναμη στα χέρια. Όλες οι πλευρές λοιπόν… έχουν ένα δίκιο!
Από το 1985 που ήρθε στην Ευρώπη η μουσική της, το ανάστημα της Gubaidulina εκτοξεύτηκε στον δυτικό κόσμο. Έχει παραλάβει τιμητικά διπλώματα και βραβεία από το φεστιβάλ του Βερολίνου, τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου, τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και πολλά άλλα φεστιβάλ και θεσμούς. Η Gubaidulina πραγματοποίησε την πρώτη επίσκεψή της στη Βόρεια Αμερική το 1987 και έκτοτε τα έργα της παίζονται συχνά από μεγάλες ορχήστρες. Το 2004 εξελέγη ως επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το πολυπόθητο βραβείο Koussevitzky International Recording Award.
Ο σημαντικότερος θρίαμβος της στην εικοσαετία 2000-2020 ήταν η πρεμιέρα (2002) του «Πάθους και της Ανάστασης του Ιησού Χριστού σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη», που παίχτηκε από τη διεθνή Ακαδημία Μπαχ της Στουτγάρδης και το Ραδιοφωνικό σταθμό του Αμβούργου.
Είναι μέλος της Akademie der Künste στο Βερολίνο και της Freie Akademie der Künste στο Αμβούργο, της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής στη Στοκχόλμη. Έχει τιμηθεί με το Prix de Monaco (1987), το Premio Franco Abbiato (1991), το Heidelberger Künstlerinnenpreis (1991), το ρωσικό κρατικό βραβείο (1992) και το Spohr Preis (1995). Τα πιο πρόσφατα βραβεία της είναι το περίφημο Premium Imperiale στην Ιαπωνία (1998), το βραβείο Sonning στη Δανία (1999), το Πολικό Μουσικό Βραβείο στη Σουηδία (2002), ο Μεγάλος Διακεκριμένος Σταυρός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (2002) και το βραβείο Living Composer των Κλασικών Βραβείων των Καννών το 2003.