Home Πολιτισμος Ο Νίκος Βατόπουλος αφουγκράζεται τη Βικτώρια

Ο Νίκος Βατόπουλος αφουγκράζεται τη Βικτώρια

by bot

Ο Νίκος Βατόπουλος αφουγκράζεται τη Βικτώρια

«Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις τα ερείπια της παλιάς αθηναϊκής ζωής σε συμβίωση με μια πολύ ζωντανή σύγχρονη πραγματικότητα»

«Μεγάλωσα με άλλες εικόνες και άλλα βιώματα εδώ», λέει ο Νίκος Βατόπουλος, ενώ βαδίζουμε προς την κάτω πλευρά της πλατείας Βικτωρίας. Είναι νωρίς το μεσημέρι της Κυριακής και ένας υπέρλαμπρος ήλιος δεσπόζει στο αθηναϊκό τοπίο. Κοιτώντας τα κτίρια που περιβάλλουν την πλατεία ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνώστης της Αθήνας όσο λίγοι, επισημαίνει ότι έτσι μπορούμε να ιχνηλατήσουμε το εύρος της φιλοδοξίας που υπήρχε στην περιοχή.

Ένας περίπατος με τον Νίκο Βατόπουλο σε μια συνοικία της πρωτεύουσας είναι πάντα μια εμπειρία. Θα περιπλανηθούμε στους δρόμους κάτω από τη Βικτώρια, τους οποίους μεγάλο μέρος των Ελλήνων αποφεύγει πλέον. Ο συνομιλητής μου μεγάλωσε στην περιοχή και την επισκέπτεται συχνά – την αφουγκράζεται, μετράει τους παλμούς της. Η αλήθεια είναι ότι περπατώντας, παρατηρώντας και συνομιλώντας, ξετυλίγεται μπροστά μας μέρος της σύγχρονης ιστορίας της πόλης, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα…

«Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις τα ερείπια της παλιάς αθηναϊκής ζωής σε συμβίωση με μια πολύ ζωντανή σύγχρονη πραγματικότητα, που έχει πάρα πολλές ζωντανές πτυχές, με πάρα πολλές αναγνώσεις και πάρα πολλά πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς γίνεται εδώ, εικάζουμε», τονίζει. Στο μεσοδιάστημα, σταματάμε μπροστά σε νεοκλασικά που παραπέμπουν στον «καλό κόσμο» της παλιάς αστικής Αθήνας, αξιολογούμε την οικιακή οικονομία της εργατικής τάξης μιας άλλης εποχής, περιπλανιόμαστε στον ιστορικό χρόνο και στην ανθρωπογεωγραφία που άλλαξε σε κύματα, που έσκασαν στην περιοχή ανά περιόδους.

«Η ανθρωπογεωγραφία δίνει έναν νέο χαρακτήρα, αλλά κάθε κτίριο μας λέει το πώς και το γιατί του παρελθόντος». Όσο κατεβαίνουμε προς την Αχαρνών και πέρα προς τη Λιοσίων, το τοπίο αποκτά χαρακτήρα πολυπολιτισμικό. Οι ταμπέλες στα καταστήματα είναι στα αραβικά, στα παστούν, στα ινδικά, στα ρωσικά, σπανίως στα ελληνικά. Ακόμα και το περιεχόμενο στις βιτρίνες είναι διαφορετικό. Τα πάντα κυλάνε διαφορετικά, ο ήχος της πόλης δεν αλλάζει, αλλάζει όμως το ηχόχρωμα. Και τα βλέμματα.

«Οι οδοί τριγύρω από την πλατεία Βικτωρίας συγκροτούν ένα βασικό κομμάτι της παλιάς αστικής Αθήνας, που εδώ και πολλά χρόνια έχει μεταμορφωθεί». Όσο μπαίνουμε πιο βαθιά, νιώθουμε μια υποδόρια ανησυχία – όχι τόσο φόβο, μα εγρήγορση. Τα βλέμματα των περιοίκων μάς χτενίζουν, εμείς πλέον είμαστε «οι ξένοι», μοιάζουμε διαφορετικοί στο υπάρχον πλαίσιο. Συχνά πυκνά σταματάμε, κατεβαίνοντας αρχικώς τη Φερρών με τα ζιγκ ζαγκ της, και παρατηρούμε τα κτίρια. Ο Βατόπουλος έχει βαθιά γνώση αλλά και παρθένα οπτική – κοιτάζει τα κτίρια σαν να είναι η πρώτη φορά, πάντα κάτι καινούριο ανακαλύπτει, μια λεπτομέρεια τον ενθουσιάζει.


«Ήμουν παρών στη διαδικασία εξόδου», λέει και μνημονεύει τη στιγμή εκείνη που η περιοχή άρχισε σταδιακά να αλλάζει χαρακτήρα. Στην αρχή οι παλιοί Αθηναίοι έφυγαν προς τα προάστια λόγω της πτώσης στην ποιότητας ζωής στην πρωτεύουσα. «Η πρώτη έξοδος των παλιών αστών έγινε λίγο πριν από τη μεταπολίτευση, στις αρχές του ’70. Υπήρχε μια συζήτηση για το νέφος και την τεράστια κίνηση στους δρόμους». Σταματάμε συνέχεια, και παρατηρεί πόσο προσεγμένες και ακριβές ήταν οι είσοδοι των πολυκατοικιών τότε. Όσο κατεβαίνουμε, συναντάμε όλο και περισσότερο καχύποπτα βλέμματα και εγκαταλελειμμένα κτίρια, που πολλά εξ αυτών ρημάζουν. Μέσα από ερειπιώνες –που κοιτάμε λάθρα ανάμεσα στα κενά των εισόδων– βλέπουμε την κοινωνική οργάνωση της εποχής, ακόμα και πριν από 100 χρόνια. «Βλέπεις την παρακμή του αστικού ιστού», λέει.

Μου δείχνει τη βίλα Εμπειρίκου, αλλά παράλληλα επισημαίνει την ανθρωπογεωγραφία. «Η πλειονότητα είναι Ασιάτες και Αφρικανοί, υπάρχουν παλιοί Αθηναίοι, ηλικιωμένοι, που δεν βγαίνουν. Τα καταστήματα είναι τελευταίων ετών, τα έχουν Ασιάτες. Λες και είσαι στην Ανατολή, είναι πολύ ενδιαφέρον». Απέναντί μας στη μαρκίζα γράφει «Χαλιμά», δίπλα μας στέκεται ένας άνδρας από το Μπαγκλαντές που ακούει από το κινητό του μουσική της χώρας του.


Στεκόμαστε δίπλα σε μια art nouveau κατοικία, δίπλα μας κάποιος ουρεί κι έτσι η παρατήρηση διακόπτεται. «Τα παλιά σπίτια είναι ενός πολύ υψηλού επιπέδου μιας άλλης εποχής, των αρχών του 20ού αιώνα, υψηλών εισοδημάτων. Το ’50-’60 αντικαταστάθηκαν από καλές πολυκατοικίες, μετά το ’70-’80 υπάρχει πτώση και στις οικοδομές», λέει, ενώ κατεβαίνουμε, παρατηρώντας συστοιχίες κατοικιών από το 1900 έως το 1920 με βαρύ αστικό αποτύπωμα.

Εδώ ήταν μία από τις πολύ βασικές περιοχές της αστικής Αθήνας. «Από το Αρχαιολογικό Μουσείο και πέρα, τεράστια τετράγωνα, ήταν οι επεκτάσεις της νέας πόλης για το 1900. Εκεί έγινε συσπείρωση αστών, στις περιοχές αυτές έως το 1970 έβλεπες γιατρούς, δικηγόρους, υψηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους».

Φτάνουμε στη Μιχαήλ Βόδα, «ένας δρόμος που σφραγίζεται από καταπληκτική δεντροστοιχία, επίσης είναι ένας δρόμος που είναι συνυφασμένος με την παλιά αστική φυσιογνωμία της περιοχής». Στη Χορμοβίτου ανοίγεται μπροστά μας «μία πιο λαϊκή εκδοχή της παλιάς φυσιογνωμίας της περιοχής καθώς υπήρχε και μια διαστρωμάτωση – δεν ήταν όλοι μεγαλοαστοί». Έχουν διασωθεί μικρές κατοικίες του 1910 και 1920 σε άθλια κατάσταση, ερειπωμένες, πολύ δύσκολο να διασωθούν. Είναι απλά σπίτια, φτωχικά.

Ο Νίκος Βατόπουλος λέει ότι «από την προπολεμική αστική αρχιτεκτονική έχει κατεδαφιστεί χονδρικά το 75% σε όλη την Αθήνα. Έχουν διασωθεί τόσα όσα για να μας δείξουν πώς ήταν η περιοχή». Πρόκειται για διαφορετικά κτίρια, άλλων εποχών: «Θέλουν χρόνο για να ξεκλειδώσεις την περιοχή, τόσο έντονη είναι η ανομοιομορφία». Προσθέτει ότι το τόξο ανάμεσα στην Πατησίων και την Αχαρνών μπορεί να περιγράψει τους κύκλους της αστικής ζωής στην Αθήνα. «Έχει πυκνότητα κτιρίων κι έχει σηκώσει όλο το βάρος της μεταβολής της ανθρωπογεωγραφίας, σε αντίθεση με το Παγκράτι και το Μετς». Ένας από τους λόγους που το σημείο αυτό βίωνε μια έντονη κινητικότητα ήταν η εγγύτητά του με τον Σταθμό Λαρίσης. Αρχικά τη δεκαετία του ’50 και κατόπιν στα 90s. «Πάντα έπαιζε έναν ρόλο στη διαμόρφωση της περιοχής, μετά ήταν μια βολική πολιτική επιλογή», τονίζει.

«Βλέπεις πλούσια με πιο ταπεινά σπίτια μαζί. Περιοχή που πάντα είχε μεροκαματιάρηδες, από τον 19ο αιώνα, κοντά στη Λιοσίων. Όσο κατέβαινες πιο κάτω από την Πατησίων, άλλαζε η κοινωνική διαστρωμάτωση», αναφέρει ενώ βαδίζουμε προς την οδό Μερσίνης, ένα μικρό και άσημο δρομάκι, που δεν το γνωρίζεις αν δεν είσαι περίεργος. «Είναι μια τομή στην κοινωνιολογία της Αθήνας, μας δείχνει την ταπεινή καθημερινότητα μιας περιοχής που ήταν συγκροτημένη γύρω από τον άξονα μονώροφων σπιτιών που έμεναν εργάτες, μοδίστρες, παπλωματάδες, τσαγκάρηδες. Ήταν η απλή εργατική τάξη της Αθήνας, αρχές 1900-1920».

Παρατηρεί πώς στέκονται τα περιστέρια στα γείσα, «αυτό σίγουρα θα ήταν καφενείο ή μπακάλικο», λέει δείχνοντάς μου ένα άλλο εγκαταλελειμμένο κτίριο, και προσπαθεί να διαβάσει ό,τι μένει από τη φθορά του χρόνου. Εκεί ρίχνει και μια ιδέα: «Θα μπορούσε να ένα είναι ένα open air museum».


Τον ρωτάω αν είναι δυνατόν να αλλάξει εκ νέου η ανθρωπογεωγραφία, να επιστρέψει η μεσαία τάξη: «Προς το παρόν, δεν βλέπω καμία τέτοια τάση, παρότι κάποιοι έχουν επιχειρήσει και έχουν αγοράσει, η περιοχή ακόμη είναι πολύ πίσω».

Στη διασταύρωση των οδών Εϋνάρδου και Αλκαμένος σταματάμε και θυμάται μια ιστορία, όταν κάποτε –σ’ έναν δικό του μοναχικό περίπατο– συνάντησε έναν ηλικιωμένο. Έπιασαν την κουβέντα, καθώς ο κύριος απόρησε με την παρουσία του. «Μου περιέγραψε πώς έπαιζε στην Κατοχή ακριβώς εδώ. Τα παιδιά έσκαβαν το χώμα και έκρυβαν τα παιχνίδια τους. Είναι φοβερές μαρτυρίες που δίνουν τις στρώσεις του χρόνου».

Ο Βατόπουλος μεγάλωσε εδώ, κι όμως τώρα μοιάζει να είναι επισκέπτης. Τον ρωτάω αν εντοπίζει στοιχεία ενσωμάτωσης των ανθρώπων που ζουν στην περιοχή. «Αρκετοί, ειδικά όσοι έχουν μαγαζιά, όσοι έχουν παιδιά που πάνε σχολείο, έχουν αρχίσει να ενσωματώνονται. Τα παιδάκια μιλάνε ελληνικά – τα αφγανάκι με το μπαγκλαντεζάκι μιλάμε ελληνικά μεταξύ τους». Μπροστά μας μια εικόνα που σπανίως πλέον βλέπεις αλλού: κρεμασμένα ρούχα σ’ ένα μπαλκόνι, απ’ έξω, σε κοινή θέα. «Παλαιότερα τα κρεμούσαν από μέσα, στον ακάλυπτο». Λίγο πιο κάτω θα δούμε μια ταμπέλα με το σήμα του ΠΑΣΟΚ – το κτίριο αυτό στέγαζε κάποτε μια τοπική οργάνωση του άλλοτε κραταιού κόμματος.


Στην οδό Παιωνίου παρατηρούμε δύο σπίτια των αρχών του 20ού αιώνα. Στην οδό Μαμάη διασώζεται ένα εκπληκτικό σύνολο κτιρίων. Ο Ν. Βατόπουλος επισημαίνει μια λεπτομέρεια: το ένα έχει τρεις εξώθυρες, γεγονός που φανερώνει ότι υπήρχαν τρία οροφοδιαμερίσματα. Στην παρατήρηση ότι ως σύνθεση θυμίζει αρκετά τη Ρώμη ή το Παρίσι, σχολιάζει: «Έτσι ήταν η περιοχή, τώρα έχουμε αισθητική έκπτωση».

Απέναντί μας βλέπουμε τη Βίλα Αμαλία, που έχει γίνει δημόσιο σχολείο. Ακριβώς δίπλα υπάρχει ένα εστιατόριο που ονομάζεται Kabul. «Πώς ενημερώνονται αυτοί οι άνθρωποι για την πανδημία, πώς μπαίνουν στον κοινωνικό ρυθμό;», διερωτώμαι, και ο συνομιλητής μου απαντά: «Δεν μπαίνουν, έχουν τον δικό τους, μια παράλληλη ζωή».

Αυτή η παράλληλη ζωή στην περιοχή έχει κι αρκετά σκοτεινά σημεία. Στη Φωκαίας και τη Φυλής το περιβάλλον είναι καταθλιπτικό. Υπάρχουν οίκοι ανοχής, που πολλαπλασιάστηκαν το τελευταίο διάστημα. Μέρα μεσημέρι μπαινοβγαίνουν άνδρες – ενδεχομένως εργάτες, που τώρα βρήκαν χρόνο… Ο κ. Βατόπουλος τονίζει ότι, δυστυχώς, υπάρχει sex trafficking με ανήλικα κορίτσια και αγόρια. Παρατηρούμε ένα γκράφιτι: «Support your local sex worker».

Όσο προχωράμε, ρωτάει ο ένας τον άλλο: «Θα έμενες εδώ;». «Πώς νιώθει μια κυρία 70 ετών, να γυρίζει σπίτι της, μπορεί;», απορεί ο Ν. Βατόπουλος. «Είναι γκετοποιημένη η περιοχή;», ρωτάω, και απαντά: «Είναι λίγο βαριά η λέξη, αλλά ναι – όχι όμως υπό την έννοια που σε εμποδίζει ή αποκλείει κανείς να ζήσεις».

Η κατεύθυνσή μας είναι προς την πλατεία Βικτωρίας, αυτό το σύντομο ταξίδι στον χρόνο και στην ανθρωπογεωγραφία τελειώνει. «Πιστεύω ότι ένας άνθρωπος που γράφει για την Αθήνα, πρέπει να την περπατάει», σημειώνει, υπογραμμίζοντας το βίωμα της εμπειρίας. Πρέπει να αφουγκράζεται τους ήχους της πόλης, κι αυτό κάναμε με τον Νίκο Βατόπουλο.

 

athensvoice.gr

 

You may also like

artpointview.gr @ 2024