Η Χριστίνα Κόλλια* γράφει για τον Νίκο Καββαδία
[…Θεέ μου! Είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών
Κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει
Θεέ μου! Έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά
Αλλά πολύ έχω πλανηθεί κι έχω πολύ αμαρτήσει…]
Από το ποίημα «Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου» της συλλογής «Μαραμπού»
Φύση ιδιαίτερη και απ’ αλλού φερμένη όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, ο Νίκος Καββαδίας, ή Νίκος Κόλιας κατά την υπογραφή του, αναζήτησε τους χαμένους θησαυρούς του «ταξιδιού» μέσα από τους απρόβλεπτους δρόμους της θάλασσας και της ποίησης.
Γεννημένος, 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Nικόλσκι Oυσυρίσκι της Ματζουρίας, από γονείς Κεφαλλονίτικης καταγωγής, συναντήθηκε με τις «φάλτσες πορείες» του βίου, μόλις επτά ετών, όταν με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πλούσια οικογένειά του καταρρέει οικονομικά κι επιστρέφει στην Ελλάδα. Στα σχολεία του Πειραιά, όπου και ολοκλήρωσε την εγκύκλια εκπαίδευσή του, θα καθίσει στα ίδια θρανία με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και θα γνωριστεί με τον συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα. Στα δεκαεπτά του δημοσιεύει τα πρώτο του ποίημα στην πειραϊκή εφημερίδα «Σημαία», με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βαλχάλας», συνεχίζοντας τις δημοσιεύεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, όπως το περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
[…Η μόνη μου παράκληση όμως θάτανε
Τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε
Κι όπως εγώ για έν’αδελφό εδεήθηκα
Για έναν τρελό εσείς προσευχηθείτε….]
Από το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» της συλλογής «Μαραμπού»
Επιχειρεί να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών για να καταλήξει, σύντομα, υπάλληλος σε ναυτιλιακό γραφείο εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών. Το 1929, μετά το θάνατο του πατέρα του, κάνει το πρώτο του μπάρκο. Ταξιδεύει ως ναυτόπαις, στις θάλασσες του κόσμου και του «είναι» του, αποτυπώνοντας τις εξερευνήσεις του στη γραφή του, την τόσο βιωματική και ιδιότυπη. Εμφατικός στις υπερβάσεις και τις κατά συνθήκη αλήθειες, ψυχογραφεί την ανθρώπινη ανάγκη για ζωή κι επιβίωση ακροβατώντας από την ευαισθησία στον υπερθετικό ρεαλισμό.
[…Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου
Για μια στιγμή αν με λύγισε, τώρα δεν με ορίζει…]
Από το ποίημα «Γυναίκα» της συλλογής «Τραβέρσο»
Το 1932 δημοσιεύει σε συνέχειες, στο Πειραϊκόν Βήμα, το αφήγημα «Η απίστευτη ιστορία του Λοστρόμου Νακαχαμόκο», μέχρι και την αναστολή της κυκλοφορίας της εφημερίδας. Το 1933 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Μαραμπού» ανατρέποντας τις μέχρι τότε ισχυρές επιρροές του Κώστα Καρυωτάκη στη λογοτεχνική κοινότητα. Ο πνευματικός κόσμος αιφνιδιάζεται και σύντομα αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Νίκου Καββαδία τη νέα ποιητική εποχή, ενώ εκείνος συνεχίζει να ταξιδεύει, από το πόστο του ασυρματιστή, στα ανοιχτά πέλαγα και τις ρίμες.
Μετά τον πόλεμο της Αλβανίας, στον οποίο συμμετείχε, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και την περίοδο 1945-1946 διετέλεσε επικεφαλής των Ποιητών-Λογοτεχνών του ΕΑΜ. Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου κι έχοντας χαρακτηριστεί από τις αρχές «κομμουνιστής άνευ δράσεως» μπαρκάρει ξανά με διαβατήρια περιορισμένης χρονικής ισχύος και ειδική άδεια. Το 1947 γράφει την ποιητική συλλογή «Πούσι». Από το 1954, όπου και έγραψε το πεζό «Βάρδυα», μέχρι και το 1974, συνεχίζει να ερωτεύεται μέσα από τα μπάρκα του «τα μακρισμένα ταξίδια και τους γαλάζιους πόντους», κάνοντας μόνο μικρά διαλείμματα. Το 1959 η «Βάρδυα» εκδίδεται στα γαλλικά. Το 1968 επισκέπτεαι την πατρίδα του Κεφαλλονιά μετά από πολλά χρόνια απουσίας και γράφει το πεζό «Λι». Στη διάρκεια της δικτατορίας συμμετέχει σε αντιστασιακές οργανώσεις και το 1972 γράφει το ποίημα «Γκουεβάρα».
[…Θα κοινωνήσω με νερό θαλασσινό
Στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
Με τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό
Που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν…]
Από το ποίημα “Fata Morgana”
Ο έρωτας, η καθημερινότητα, η πραγμάτωση των ιδεών, ήταν για τον Καββαδία ομοούσια της μυσταγωγίας των απρόβλεπτων ωκεανών, εκεί όπου η αγωνία της ύπαρξης αποκαλύπτεται γυμνή, άλλοτε μεταμφιεσμένη σε Σειρήνα κι άλλοτε σε Κίρκη, για να αναμετρηθεί δίχως όρους με την απειλή των κυμάτων -ορατών και αοράτων- και την πλάνα αχλή των εξωτικών τοπίων. Λυμένοι κάβοι, καπνισμένες τσιμινιέρες, μεταλαβιές θαλασσινού νερού, «ιερές» γυναίκες των λιμανιών, άξιοι και ανάξιοι «εραστές», αποζητούν από τον Νίκο Καββαδία τα ποιητικά τους άμφια και ένα «τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό» την πειρατεία της ζωής να προσκυνήσουν. Κι εκείνος τους τα πρόσφερε με αφοσίωση και γενναιοδωρία μέχρι το τελευταίο του μπάρκο.
...Έβραζε το κύμα του Γαρμπή.
Ήμαστε κι οι δυό σκυφτοί στο χάρτη.
Γύρισες και μούπες πως το Μάρτη
Σ’ άλλους παραλλήλους θα’ χεις μπει…
Από το ποίημα «Ο Σταυρός του Νότου»
Το 1975 αναχώρησε για τις άλλες «παραλλήλους» από μια κλινική της Αθήνας. Δυο μήνες μετά εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή «Τραβέρσο». Το πεζό, «Του πολέμου/στ’ άλογό μου», κυκλοφόρησε το 1987.
Τα μελοποιημένα και χιλιοτραγουδισμένα ποιήματά του, καθώς και η πλούσια βιβλιογραφία για το έργο του, διαπερνούν τη γραμμή των μετρήσιμων θεατών οριζόντων, ματαιώνουν τους φόβους του ίδιου, του Καββαδία, καθιερώνοντάς τον επάξια, πολίτη του άχρονου χρόνου.
[…Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδυά σαν όλες τις βραδυές
Χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων…]
Από το ποίημα “Mal du depart”
*Η Χριστίνα Κόλλια είναι ποιήτρια, πεζογράφος και εμψυχώτρια εργαστηρίων Δημιουργικής Γραφής