Οι Θεοί είναι αθάνατοι άνθρωποι, και οι άνθρωποι θνητοί Θεοί.
H ταινία του Γιόχανσον είναι ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, πένθιμο και συνάμα αισιόδοξο καθώς, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο μεταποκαλυπτικό τοπίο, και την ανθρώπινη επιμονή για ζωή, το «Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι», καθοδηγεί όλες τις σημάνσεις του μύθου του στο πέρασμά τους από το ασαφές στο ορατό, το υπαρκτό, το χειροπιαστό.
Του Άκη Καπράνου«Κοιτάζοντας τον ουρανό και το ιώδες μεγαλείο που πάει να μας καταστρέψει, γεμίζουμε με δέος και οίκτο. Δέος γι’ αυτήν την ασύλληπτη προοπτική αυτού του φωτεινού οικοδεσπότη. Και οίκτο γι’ αυτήν την αυτοϋπονευόμενη προσπάθεια του, να υποκαταστήσει το οικουμενικό πνεύμα. Νιώθουμε τους εαυτούς μας γεμάτους, παρ’ όλα αυτά, από μια θριαμβευτική αγάπη για το πεπρωμένο μας». Η φωνή της Τίλντα Σουίντον αντηχεί σε έναν κόσμο αδειανό και συνάμα γεμάτο από μια απροσδιόριστη συμπαντική παρουσία.

Δύσκολα στέκεται κανείς απέναντι από την σκηνοθετική απόπειρα του Γιόχαν Γιόχανσον, και οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτον, γνωρίζεις πολύ καλά πως δεν πρόκειται να υπάρξει δεύτερη: Περισσότερο γνωστός ως μουσικός συνθέτης (δικές του, για παράδειγμα, οι μουσικές για το «Sicario», την «Η θεωρία των πάντων», και το αγαπημένο μου «Mandy» του Πάνου Κοσμάτου), και με μια πλούσια δισκογραφία προσωπικών ηλεκτρονικών άλμπουμ, ο Γιόχανσον γύρισε αυτό το συγκλονιστικό φιλμ – τη μοναδική σκηνοθετική του απόπειρα – λίγο πριν το θάνατο του, σε ηλικία μόλις 48 ετών (οι συνεργάτες του ανέλαβαν να ολοκληρώσουν το μοντάζ, βασισμένοι στις σημειώσεις του).

Δεύτερον, είναι και ο παράγοντας του δέους: Γυρισμένο κυρίως σε ασπρόμαυρο φιλμ 16 χιλιοστών, το «Last and first men» σε στέλνει πίσω στο «La jetee», το μικρού μήκους αριστούργημα που γύρισε ο Κρις Μαρκέρ το 1962. Εκείνο το μεταποκαλυπτικό φιλμ αποτελείτο εξ ολοκλήρου από ασπρόμαυρες στατικές εικόνες, με πισωγυρίσματα στον χρόνο και μια θεώρηση της επιστημονικής φαντασίας που άγγιξε τα όρια της υψηλής τέχνης. Η ταινία του Γιόχανσον ξεκινά από μια τέτοια αφετηρία, είναι όμως ακόμα πιο φιλόδοξη απ’ αυτό. Βασικά φανταστείτε τον Μαρκέρ να σκηνοθετεί το εισαγωγικό πρώτο μέρος της «Οδύσσειας του Διαστήματος», και (αν τα καταφέρετε) είστε κοντά. 

 

Κινηματογραφώντας λοιπόν θεαματικά τα πολυάριθμα ογκώδη πέτρινα μνημεία που οικοδομήθηκαν στην τέως Γιουγκοσλαβία από την δεκαετία του 60 ως τα τέλη των 80s (γνωστά και ως «Spomenik») το φιλμ «πατά» πάνω στη φωνή της αφηγήτριας του (η Τίλντα Σουίντον) για να στήσει ένα συγκλονιστικό μεταποκαλυπτικό ντοκουμέντο: Δύο δισεκατομμύρια γήινα χρόνια μετά, στο μέλλον, η τελευταία γενιά ανθρώπων βρίσκεται στο χείλος του αφανισμού. Από τον μακρινό, εποικισμένο τους πλανήτη, στέλνουν ένα ύστατο κινηματογραφημένο μήνυμα στους σημερινούς κατοίκους της γης – δηλαδή εμάς τους ίδιους, θεατές ενός φιλμ που μοιάζει να ρίζωσε «ανάμεσα σε ό,τι δεν υπάρχει πια και ό,τι δεν έχει υπάρξει ακόμα» – για να θυμηθούμε την Χάνα Άρεντ.

Θα μπορούσαμε να γράψουμε δέκα χιλιάδες λέξεις για όλα τα σημαίνοντα ενός τέτοιου μύθου (βασίζεται άλλωστε στο σπουδαίο ομώνυμο βιβλίο του μέγα ανανεωτή της επιστημονικής φαντασίας, Όλαφ Στάπλετον), περισσότερο απ’ όλα όμως θα ήθελα να αναφερθώ στη σημασία του να βλέπεις αυτό το φιλμ στο σινεμά. Με τον τρόπο του, ο Γιόχανσον θέτει και ένα τέτοιο ζήτημα: Μόνο μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα αντηχεί η συμπαντικότητα του μύθου. Μόνο μέσα στο σινεμά μπορείς, δικαιωματικά, να βρεις τη θέση σου στο συμπαντικό κενό. Δίχως την αίθουσα, πραγματικά δεν έχεις ταινία. Και η ταινία του Γιόχανσον είναι ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, πένθιμο και συνάμα αισιόδοξο καθώς, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο μεταποκαλυπτικό τοπίο, και την ανθρώπινη επιμονή για ζωή, το «Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι», καθοδηγεί όλες τις σημάνσεις του μύθου του στο πέρασμά τους από το ασαφές στο ορατό, το υπαρκτό, το χειροπιαστό.

Το να βιώνεις αυτή την διαδικασία μοιάζει σχεδόν με εξωσωματική εμπειρία.

Για τους πιο αφοσιωμένους εραστές της μεγάλης οθόνης, αυτή είναι και η πεμπτουσία της κινηματογραφικής εμπειρίας.

 ΠΗΓΗ Ναυτεμπορική