Του Χρήστου Χωμενίδη
Εδώ και σχεδόν έναν χρόνο, αφότου με την κυκλοφορία των εμβολίων αχνοφάνηκε φως στο τούνελ της πανδημίας, ένας άλλης τάξεως ζόφος άρχισε να πλανάται πάνω από την Ελλάδα. Εγκλήματα, εγκλήματα, εγκλήματα. Εγκλήματα ειδεχθή, στυγερά, ανείπωτα σχεδόν. Κακοποιήσεις, βιασμοί, γυναικοκτονίες, φόνοι εν ψυχρώ εν μέση οδώ, κολαστήρια γερόντων, ασέλγειες επί ανηλίκων, αφανισμοί μικρών παιδιών…
Κάθε εβδομάδα, ή και συχνότερα, έρχεται στο φως μια καινούργια υπόθεση που προξενεί ανατριχίλα. Η κοινή γνώμη μένει και ξαναμένει άναυδη. Ο μέσος -κατά τεκμήριον νομοταγής, φιλήσυχος- πολίτης νοιώθει να τον κυκλώνει η φρίκη. Του δημιουργείται η υποψία πως πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες, τα κλειστά παράθυρα, λειτουργούν αίθουσες βασανιστηρίων. Ότι μονάχα η ηχομόνωση είτε το κερί που έχει στα αυτιά του τον προστατεύει -χαρά στην προστασία!- από τις οιμωγές των θυμάτων. Εάν εξακολουθήσει αυτό, θα αρχίσουμε να στραβοκοιτάμε τον γείτονά μας. Τον συνεπιβάτη μας στο μετρό. Να αντιμετωπίζουμε τους πάντες σαν εν δυνάμει ένοχους, διεστραμμένους, αιμοβόρους…
Μήπως τα ΜΜΕ ρίχνουν τους προβολείς τους σε ό,τι πιο αποτρόπαιο, σε ό,τι πιο σάπιο προκειμένου να κερδίσουν αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές; Παλιά τους τέχνη κόσκινο θα ήταν. “Αίμα, σπέρμα, στέμμα”, το τρίπτυχο που -κατά τους παλιούς δημοσιογράφους- αποτελεί τη συνταγή της επιτυχίας.
Το 1955 η εφημερίδα “Απογευματινή” πήγαινε για φούντο. Την έσωσε η Σπυριδούλα. Η κοπελίτσα εκείνη, από χωριό, που την είχε πάρει ως εσωτερική υπηρέτρια (διάβαζε δούλα) ένα ζευγάρι στον Πειραιά και έφτασε να την καίει με το σίδερο του σιδερώματος. Το θλιβερότατο περιστατικό θα μπορούσε να περάσει στα ψιλά. Η “Απογευματινή” το έκανε πρωτοσέλιδο, ολοσέλιδο. Η Σπυριδούλα έγινε σούπερ-σταρ, μέχρι σε ταινίες τής ζητούσαν να παίξει. Η “Απογευματινή” εκατονταπλασίασε την κυκλοφορία της.
Συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών, στις μέρες μας το ίδιο;
Βοηθάει σίγουρα και η αλματώδης εξέλιξη της επιστήμης, χάρη στην οποία η αστυνομία εξιχνιάζει ταχέως εγκλήματα που -στο πρόσφατο μόλις παρελθόν- θα έμεναν “ορφανά”. Οι αναλύσεις DNA, οι κάμερες, η μνήμη των κινητών τηλεφώνων… Δίχως αυτά, ο σύζυγος της τραγικής Κάρολαϊν θα επέμενε ακόμα σθεναρά στην αθωότητά του. Οι έρευνες θα είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, στο κατόπι των ανύπαρκτων εισβολέων που φίμωσαν δήθεν τον ελικοπτερά και έπνιξαν τη γυναίκα του.
Συμβάλλουν στη δημιουργία ζοφερού κλίματος τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές. Όσο πιο δυσάρεστο το γεγονός, τόσο πιο εκκωφαντικό αντίλαλο αποκτά. Αναρίθμητοι χρήστες των social media αισθάνονται την υποχρέωση να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους. Να διατρανώσουν εξ’αντιδιαστολής τη δική τους εντιμότητα, αγνότητα, καλοσύνη ψυχής. Όποιος -από σεβασμό συνήθως προς τα θύματα- δεν εκδηλώνεται, δεν κραυγάζει το ανάθεμα στους θύτες, προτιμά την αιδήμονα σιωπή, θα φτάνει οσονούπω να θεωρείται αδιάφορος. Ανάλγητος. Ίσως και ακόμα χειρότερα…
Παίζουν ρόλο αξιοθρήνητο και ουκ ολίγοι “influencers”, που δράττονται από τα εγκλήματα για να επιβεβαιώσουν τις εμμονές τους. Που προσπαθούν να τα εξαργυρώσουν σε επιρροή. Ενίοτε και σε ψήφους.
Τυγχάνει ο δολοφόνος μετανάστης; “Φταίνε” σπεύδουν να συμπεράνουν “οι “λαθραίοι” που μολύνουν τα σεπτά μας ήθη!” Υποστηρίζει τη μία ή την άλλη παράταξη; Επιδιώκουν οι “influencers” της συμφοράς να κολλήσουν ρετσινιά στα αντίπαλά τους κόμματα. Γελοία τακτική. Εγκληματίες υπάρχουν και στη Δεξιά και στην Αριστερά. Και στους αλλοδαπούς και στους αυτόχθονες. Και στους φτωχούς και στους πλούσιους. Πλην ελαχιστών δε εξαιρέσεων, σε περιόδους πολιτικής εκτροπής, η ελληνική δικαιοσύνη παραμένει υποδειγματικά τυφλή. Αδιαφορεί για τις πεποιθήσεις ή για το οικονομικό στάτους όσων κάθονται στο εδώλιο. (Άλλο τι συμβαίνει στις φυλακές…).
Το ερώτημα παραμένει. Έχει καταντήσει η φρίκη κοινωνικό φαινόμενο; Αντιστοιχούν σε καθένα από τους μετρημένους γυναικοκτόνους μυριάδες άντρες, οι οποίοι θα έσφαζαν ή θα στραγγάλιζαν γυναίκες, τούς συγκρατεί απλώς -την προτελευταία στιγμή- ο φόβος της τιμωρίας; Αφθονούν ανάμεσά μας λανθάνοντες βιαστές παιδιών, σαρκοβόροι χούλιγκαν, βασανιστές υπερηλίκων;
Εάν υπήρχε τρόπος για να το ελέγξουμε και εάν επαληθευόταν η παραπάνω τρομακτική εκδοχή, θα προτείνονταν αρκετές ερμηνείες. Πειστικές και μη.
Θα επεσήμαινε κάποιος τα συντριπτικά κατάγματα στην ηθική ραχοκοκκαλιά της κοινωνίας. Ποιες, αλήθεια, πυξίδες εξακολουθούν να καθοδηγούν τους ανθρώπους;
Η Εκκλησία -διά ευαρίθμων πλην λαλιστάτων Μητροπολιτών- εκφράζει συχνά λόγο αντιδραστικό, μισαλλόδοξο, ανίκανο να αγκαλιάσει, να παρηγορήσει, να ενώσει. Είδαμε αρκετούς από τους “παππούληδες” της να εξαπολύουν αντιεμβολιαστικούς μύδρους, να παίρνουν στον λαιμό τους Κύριος οίδε πόσους πιστούς…
Η πολιτική εκλαμβάνεται από την πλειονότητα του κόσμου σαν ένα αέναο νταραβέρι, όπου κυριαρχεί η διαφθορά και η διαπλοκή, όπου κουμάντο κάνουν μικρά και μεγάλα συμφέροντα. Στη σημερινή ιδίως συγκυρία, έχουμε μια κυβέρνηση η οποία επαίρεται με το παραμικρό και μια αντιπολίτευση που αρκείται στο να καταγγέλλει, να υστερίζεται, να κλαψουρίζει. Ποιόν σοβαρό άνθρωπο να εμπνεύσει;
Τι μένει; Το πάλαι ποτέ “λάιφ στάιλ”, που ξύνει τον πάτο της ευτέλειας; Τα τηλεοπτικά ριάλιτι; Οι “σελέμπριτις” της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη;
Ασχέτως εγκλημάτων, η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια φρέσκια ηγεσία που να εμπνέει ελπίδα, να δίνει προοπτική. Να προσφέρει όραμα (τι ωραία και πόσο φθαρμένη λέξη!), όραμα που να χωράει το προσωπικό όνειρο του καθενός. Που να παρακινεί τους ανθρώπους να ερωτευτούν, να δημιουργήσουν, να απολαύσουν.
Η απόλαυση -ελεύθερη, αποενοχοποιημένη, χειμαρρώδης- είναι το αντίδοτο στη φρίκη. Μονάχα -φευ!- οι σερβιτόροι τολμούν πλέον να την προφέρουν ως λέξη. “Καλή απόλαυση” σού λένε μηχανικά, όταν σου φέρνουν το πιάτο που έχεις παραγγείλει.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας