Το να μάθουμε να ζούμε και με αυτό – από τον covid έως την κλιματική αλλαγή – είναι ένα είδος συγκλονιστικής αποτυχίας
Έχουμε πλέον όλοι μας έναν νέο όρο για να μην κάνουμε τίποτα: «μαθαίνουμε να ζούμε με αυτό».
Το να μάθεις να ζεις με τον Covid σημαίνει να εγκαταλείπεις τις δοκιμές, την καραντίνα και να φοράς μάσκες σε δημόσιους χώρους. Ζώντας με αυτό, πεθαίνοντας από αυτό, ποια είναι η διαφορά; Το ίδιο ισχύει και για την κλιματική κατάρρευση. Δεν είναι μόνον ότι χώρες, όπως πχ το Ηνωμένο Βασίλειο απέτυχαν να παίξουν ρόλο στην πρόληψη αυτής της καταστροφής, αλλά ούτε να προετοιμαστούν κατάφεραν.
Αν και η κύρια προσπάθειά μας θα πρέπει να είναι η απαλλαγή των οικονομιών μας από τις εκπομπές άνθρακα, για να αποφευχθούν περαιτέρω χειρότερες επιπτώσεις, πρέπει να προετοιμαστούμε για τη υπερθέρμανση που είναι πλέον αναπόφευκτη. Όμως, όπως επισημαίνει η επιτροπή της κυβέρνησης για την αλλαγή του κλίματος, η προσαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο «δεν διαθέτει πόρους, υποχρηματοδοτείται και συχνά αγνοείται». Ο επικεφαλής της επιτροπής μίλησε για «εσκεμμένη απροθυμία» να συμπεριληφθεί η προσαρμογή στη χάραξη πολιτικής.
Στην τελευταία πενταετία δηλαδή μετά την τελευταία αναφορά της επιτροπής για αυτό το θέμα, 570.000 νέα σπίτια κατασκευάστηκαν χωρίς την ανάλογη προσαρμογή στις κλιματολογικές συνθήκες, που σημαίνει ότι αν οι θερμοκρασίες αυξηθούν το καλοκαίρι, τα σπιτία θα υπερθερμανθούν. Πολλά από αυτά τα σπίτια έχουν χτιστεί σε πεδιάδες που συχνά πλημμυρίζουν. Όπως πάντα, είναι πολύ φθηνότερο και πιο εύκολο να προετοιμαστείς για τέτοιες καταστροφές από το να επιδιώξεις να ζήσεις μαζί τους. Αλλά η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της αλλαγής αυτού του σκεπτικού.
Η κυβέρνηση είναι εκ φύσεως ανίκανη. Το να μην κάνεις τίποτα είναι αυτό που πληρώνουν οι υποστηρικτές και όσοι στηρίζουν οικονομικά τους Τόρις. Το να μην κάνεις τίποτα είναι αυτό που απαιτεί ο Τύπος των δισεκατομμυριούχων. Αναμφίβολα σύντομα θα μας πουν ότι πρέπει να αναλάβουμε «προσωπική ευθύνη» για να διασφαλίσουμε ότι τα σπίτια μας δεν θα πλημμυρίσουν και τα καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος δεν θα καταστραφούν από τις καταιγίδες.
Αλλά αυτή η αδυναμία δράσης δεν περιορίζεται στην κυβέρνηση: είναι μια γενική αποτυχία. Την Κυριακή, η σιδηροδρομική γραμμή της Κάμπριας – Ουαλία – που εκτείνεται από το Shrewsbury έως το Aberystwyth άνοιξε ξανά μετά από έξι εβδομάδες έκτακτης ανάγκης.
Υπάρχει μια ταχέως αναπτυσσόμενη επιστήμη που ονομάζεται διαχείριση φυσικών πλημμυρών. Δείχνει πώς, με τις σωστές παρεμβάσεις,η ροή των ποταμών θα μπορούσε να επιβραδυνθεί και να μειωθεί η κορύφωση των πλημμυρών τους. Αυτό περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αύξηση της «υδραυλικής τραχύτητάς», επιτρέποντάς τους να ελίσσονται και να σχηματίζουν νησίδες και άλλα εμπόδια που επιβραδύνουν τη ροή. Βελτίωση της διείσδυσης, έτσι ώστε το νερό να μουλιάζει στο έδαφος και επανασύνδεση των ποταμών με τις πλημμυρικές πεδιάδες τους, ώστε να πλημμυρίζουν υγρότοποι και χωράφια (με αποζημίωση για τους αγρότες), παρά κατοικίες και υποδομές.
Συναρπαστικά, μια νέα δόση αποδεικτικών στοιχείων υποδηλώνει ότι μεταξύ των πιο αποτελεσματικών παρεμβάσεων είναι η επανεισαγωγή του…κάστορα (Ο κάστορας είναι μεγάλο νυκτόβιο τρωκτικό που ζει κυρίως στο νερό) Τα φράγματά του, ειδικά όταν υπάρχει μεγάλη σειρά στην πορεία του ποταμού, φαίνεται να είναι πολύ αποτελεσματικά στη συγκράτηση των πλημμυρικών υδάτων και στη μείωση των κορυφώσεων των πλημμυρών. Ο κάστορας θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος φίλος του ταξιδιώτη του τρένου!
Μεγάλα τμήματα των ποταμών που επηρεάζουν τη γραμμή της Κάμβριας – Ουαλία – ισιώθηκαν και συντομεύτηκαν κατά τη διάρκεια μιας εντελώς άστοχης φάσης διαχείρισης του ποταμού στα μέσα του 20ού αιώνα. Εκείνη την εποχή, οι μηχανικοί, «χωρίς καμία προφανή επιστημονική βάση στοιχείων», σύμφωνα με μια δημοσίευση στο περιοδικό Progress in Physical Geography, πίστευαν ότι τα ποτάμια έπρεπε να καθαριστούν, να εκκενωθούν και να … «εκπαιδευτούν». Το αποτέλεσμα είναι ότι το νερό τρέχει πολύ πιο γρήγορα από ό, τι θα έκανε διαφορετικά. Η χρήση συγκεκριμένης μηχανικής για τον έλεγχο των πλημμυρών – κατασκευή δηλαδή υψηλότερων τοίχων και αναχωμάτων – τείνει να εκτρέπει το νερό στο επόμενο σημείο κρίσης. Απαιτεί συνεχή ενίσχυση και αναβάθμιση.
Αλλά όταν ρώτησα την εταιρεία ποιες εργασίες είχε αναλάβει για να επιβραδύνει τη ροή και να μειώσει την κορύφωση των πλημμυρών στα ποτάμια πλημμύρας που επηρεάζουν τη σιδηροδρομική γραμμή, μου απαντησε: «Η Network Rail δεν εκτελεί κανένα έργο της φύσης που αναφέρατε. Η εστίασή μας είναι στην οικοδόμηση πρόσθετης ανθεκτικότητας στην τοπική σιδηροδρομική υποδομή». Τώρα δαπανά άλλα 2 εκατομμύρια λίρες σε «θωράκιση» για να προστατεύσει τα μέρη της γραμμής που καταστράφηκαν τον Φεβρουάριο. Όπως πολύ συχνά στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ιδέα να σμικρυνθεί το πρόβλημα, αντί απλώς να δοθούν περισσότερα χρήματα, πέτρες και σκυρόδεμα για να γίνουν οι άμυνες υψηλότερες, δεν φαίνεται να υπάρχει. Δουλεύοντας μόνο στο κάτω μέρος των λεκανών απορροής, οι μηχανικοί μας περιμένουν να φτάσει ένας τοίχος με νερό και προσεύχονται αυτή τη φορά η άμυνά τους να είναι αρκετά ψηλά!
Δεν υπάρχει μάθηση που εμπλέκεται στη «μάθηση να ζεις». Τείνει να σημαίνει αδυναμία προσαρμογής σε νέες πραγματικότητες και σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζει με πλήρη υποχώρηση. Το 2020, ο αμερικανός συντηρητικός σχολιαστής Ben Shapiro ισχυρίστηκε ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας κατά τι δεν θα ήταν πρόβλημα, επειδή οι άνθρωποι θα μπορούσαν απλώς να «πουλήσουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν». Πουλήστε τα σε γοργόνες, κατά πάσα πιθανότητα. Πριν από λίγες μέρες, ένα ανώτερο στέλεχος του Ινστιτούτου Οικονομικών Υποθέσεων πρότεινε ότι αντί να αποτρέψουμε την κλιματική κατάρρευση, θα μπορούσαμε απλώς να «χτίσουμε θαλάσσια τείχη». Δεν είναι μόνο η άρνηση που αντιμετωπίζουμε. Είναι μια πίστη στη μαγεία!
George Monbiot is a Guardian columnist