Πόσες αντοχές έχει ακόμη ο γαλλογερμανικός άξονας;
Η γαλλογερμανική εταιρική σχέση: Η απόφαση των κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Γαλλίας να αναβάλουν την κοινή τους εξαμηνιαία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου την προηγούμενη εβδομάδα προκάλεσε σχόλια σχετικά με το μέλλον της διμερούς εταιρικής σχέσης.
του Pierre Vimont*
Ορισμένα μέσα ενημέρωσης και στις δύο χώρες έφτασαν στο σημείο να προβλέψουν ακόμη και την πιθανή κατάρρευση της γαλλογερμανικής συνεργασίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό ότι ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς επρόκειτο να συναντηθούν την Τετάρτη, σε ένα γεύμα εργασίας που θα έχει ως στόχο ακριβώς να διαλύσει τις παρεξηγήσεις μεταξύ των δύο πλευρών. (Όπως ανέφεραν διπλωματικοί κύκλοι του μεγάρου των Ηλυσίων Πεδίων οι δύο ιθύνοντες σε αυτή τη συνάντηση επικεντρώθηκαν στις πρωτοβουλίες που θα πρέπει να αναλάβουν οι χώρες τους με στόχο την ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα στην Ευρώπη και την απεξάρτηση του από τον άνθρακα)
Εν μέσω της σύγχυσης και της αμηχανίας που ακολούθησαν την αναβολή της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου, θα ήταν μάταιο να αρνηθεί κανείς τα προβλήματα στις σημερινές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Πάρα πολλά παράπονα έχουν εκφραστεί πρόσφατα μεταξύ των δύο πρωτευουσών ώστε να προσποιούνται και οι δύο πλευρά ότι όλα βαίνουν καλώς. Παρ όλα αυτά θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσον θα γίνουμε μάρτυρες ενός προαναγγελθέντος θανάτου ή βρισκόμαστε ενώπιον μιας εταιρικής σχέσεης που χρειάζεται να αναθεωρηθεί; Να αναζητηθεί δλδ η καλύτερη δυνατή χημεία μεταξύ δύο ηγετών που συναντώνται κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με την περίοδο διακυβέρνησης της Μέρκελ.
Για πολλούς παρατηρητές, η συσσώρευση τους τελευταίους μήνες των διαφορετικών απόψεων μεταξύ των δύο εθνών σε τόσους πολλούς τομείς – αμυντικά σχέδια, ανώτατο όριο τιμών φυσικού αερίου, υπομεσογειακός αγωγός, κρατικές επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις, κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη – όχι μόνον έφερε σε αδιέξοδο τη συνεργασία μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού, όπως καταδεικνύει η αναβληθείσα συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, αλλά και ενσάρκωσε το εύθραυστο μιας εταιρικής σχέσης που οι επικριτές λένε ότι έχει χάσει την αποτελεσματικότητά της και ενδεχομένως και τον σκοπό της.
Σύμφωνα με τους ίδιους σχολιαστές, η πίστη στην αναγκαία γαλλογερμανική συνεργασία θα πρέπει να αμφισβητηθεί όταν αναδύεται ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό μιας διευρυμένης ΕΕ και σε μια εποχή που η ίδια η Γερμανία βιώνει σημαντικές αλλαγές στα ίδια τα θεμέλια της οικονομίας και της εξωτερικής της πολιτικής.
Με μια ριζικά μετασχηματισμένη Ευρώπη πολλοί αναλυτές κάνουν λόγο για μια γαλλογερμανική σχέση η οποία ισως είναι πλέον ξεπερασμένη. Φυσικά, οι επίσημες φωνές ένθεν και ένθεν αμφισβητούν ότι το πρόβλημα είναι τόσο βαθύ. Υπάρχουν βεβαίως και οι ορθολογιστές οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι η ομαλότητα δεν ήταν ποτέ χαρακτηριστικό της σχέσης μεταξύ των δύο χωρών. Η ανάληψη των καθηκόντων νέων κυβερνήσεων εναλλάξ σε κάθε πρωτεύουσα έφερνε παραδοσιακά επίπονες περιόδους προσαρμογής. Σήμερα, ο λεγόμενος συνασπισμός με τα φανάρια στη Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση και απαιτεί χρόνο προσαρμογής.
Οι σημαντικές αποκλίσεις στα συμφέροντα των δύο χωρών υπήρχαν από την αρχή. Στην πραγματικότητα βρίσκονται στο επίκεντρο της γαλλογερμανικής εταιρικής σχέσης και μπορούν ακόμη και να θεωρηθούν ως ο λόγος ύπαρξής της. Ακριβώς επειδή ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκωλ και ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ κατανόησαν από νωρίς το βάθος των αποκλίσεων στα εθνικά τους συμφέροντα, αποφάσισαν το 1963 να εργαστούν για μια διαρκή εταιρική σχέση.
Από την αντιπαράθεση για την ολοκλήρωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ μέχρι τη γέννηση του ευρώ ή τα νέα δικαιώματα ψήφου που ευνοούσαν τη Γερμανία, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είδε το Παρίσι και το Βερολίνο να ξεπερνούν ξανά και ξανά τις βαθιά ριζωμένες διαφορές τους για να διαμορφώσουν διμερείς συμβιβασμούς που θα μπορούσαν να εγκριθούν από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.
Αν μη τι άλλο, το υπαρξιακό πλεονέκτημα της γαλλογερμανικής εταιρικής σχέσης ήταν ακριβώς η κατανόηση του γεγονότος ότι τα διαφορετικά συμφέροντα μεταξύ των δύο χωρών ενσωμάτωναν συνήθως τη συνολική ουσία της συζήτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι συμφωνίες μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού άνοιξαν, επομένως, το δρόμο για λύσεις αποδεκτές από όλους τους ευρωπαίους εταίρους. Αναμφίβολα, αυτή η θέση προκάλεσε παράπονα από τα μέλη της Ένωσης, αλλά, όταν βρέθηκαν αντιμέτωπα με την κατάρρευση της γαλλογερμανικής συνεργασίας, τα ίδια μέλη ήταν αυτά που ζήτησαν την επαναφορά του τείχους μεταξύ των δύο χωρών.
Ομως η συμβολή της γαλλογερμανικής εταιρικής σχέσης στην πρόοδο της ΕΕ εξακολουθεί να αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου. Επιπλέον, η διευρυμένη ΕΕ έχει ελάχιστη σχέση με τους λόγους που κρύβονται πίσω από τις σημερινές έχθρες μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου. Αν υπάρχει ένα σημαντικό παράπονο του Μεγάρου των Ηλυσίων προς την κυβέρνηση Σολτς είναι ότι η Γερμανία επιδεικνύει πολύ λίγη αλληλεγγύη προς τους εταίρους της στην ΕΕ.
Όσον αφορά τις επικρίσεις που απευθύνονται στη Γαλλία εκ μέρους του Σολτς αυτές εστιάζονται στην προθυμία της Γαλλίας να ηγηθεί των αμυντικών έργων και να απομακρύνει την Ευρώπη από την ηγεσία των ΗΠΑ.
Τι λείπει λοιπόν σήμερα από τη συνεργασία μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού και τι μπορεί να εξηγήσει αυτή την αίσθηση της υπολειτουργίας; Οι επαφές στο υψηλότερο δυνατό πολιτικό επίπεδο είναι απαραίτητες, αλλά δεν αρκούν για να περάσουν τα μηνύματα και να εφαρμοστούν οι αποφάσεις. Πρέπει να εφαρμοστούν πιο αποτελεσματικές μέθοδοι εργασίας με επικεφαλής ομάδων που έχουν οριστεί για συγκεκριμένα έργα συνεργασίας, ώστε να τα διατηρούν υπό συνεχή επανεξέταση και να παρέχουν απτά αποτελέσματα σύμφωνα με τα σχέδια.
Ταυτόχρονα, η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στις ανησυχίες και τους ενδοιασμούς των εταίρων τους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Για το σκοπό αυτό, το τρίγωνο της Βαϊμάρης -ένα σχήμα μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Πολωνίας- θα μπορούσε να χρησιμοποιείται συχνότερα και τελικά να διευρυνθεί.
Οι κατηγορίες για “γαλλογερμανικό ιμπεριαλισμό” σε ορισμένες πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης είναι υπερβολικές, αλλά η παρεξήγηση που εκφράζουν πρέπει να ακουστεί.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι εκείνο που χρειάζεται σήμερα είναι μια αναθέρμανση του γαλλογερμανικού άξονα και όχι η συντριβή του.
*Pierre Vimont
Ο Pierre Vimont είναι συνεργάτης στο Carnegie Europe. Η έρευνά του επικεντρώνεται στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας, τις διατλαντικές σχέσεις και τη γαλλική εξωτερική πολιτική.