Η παραίτηση της πρωθυπουργού της Ν.Ζηλανδίας παράδειγμα προς μελέτη και προς …μίμηση
Έχουν πει ότι στις Δημοκρατίες, όλοι οι πολιτικοί είναι τελικά καταδικασμένοι να αποτύχουν. Εκτός φυσικά από αυτούς που έφυγαν νωρίς. Το να ξέρεις πώς και πότε πρέπει να φύγεις είναι μια μεγάλη τέχνη.
Γράφει ο Παντελής Καψής στην AthensVoice
Συνήθως οι πολιτικοί παραιτούνται για να αποφύγουν να ηττηθούν στις εκλογές. Το έκανε για παράδειγμα το 1980 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο οποίος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός για να μετακομίσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Στις επόμενες εκλογές το κόμμα του καταποντίστηκε και εκλέχτηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Καραμανλής, ωστόσο, δεν υπέστη την ταπείνωση. Το έκανε το 2004 και ο Κώστας Σημίτης ο οποίος είχε πει ότι δεν πρόκειται να χάσει από τον Κώστα Καραμανλή. Άφησε στη θέση του τον Γιώργο Παπανδρέου να δώσει την εκλογική μάχη.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα της Τζασίντα Άρντερν, αυτά που την οδήγησαν να ανακοινώσει τόσο αιφνιδιαστικά ότι εγκαταλείπει την πολιτική. Το κόμμα της ήταν πίσω στις δημοσκοπήσεις και ήταν πιθανό να ηττηθεί στις εκλογές. Μπορεί να ήταν αυτός ο λόγος. Η Άρντερν, ωστόσο, κατάφερε να δώσει έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο στην απόφασή της προβάλλοντας την αδυναμία της να συνεχίσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Σε όλη τη διάρκεια της θητείας της είχε μια μοναδική ικανότητα να δείχνει την ανθρώπινη πλευρά της χωρίς σε καμία περίπτωση να υποβαθμίζει τον πολιτικό της ρόλο. Το έκανε το 2019 με τρόπο που κέρδισε τον θαυμασμό ολόκληρου του πλανήτη, στην τρομοκρατική επίθεση εναντίον πιστών σε δύο τζαμιά, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα 51 νεκρούς. Την μια στιγμή παρηγορούσε τους συγγενείς των θυμάτων φορώντας και η ίδια χιτζάμπ και την άλλη στη Βουλή, χρησιμοποιώντας τη φράση «τα θύματα είναι εμείς», έπαιρνε σκληρά μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος και της οπλοκατοχής. Ενσυναίσθηση μαζί με σιδερένια αποφασιστικότητα. «Να είσαι δυνατός και να δείχνεις καλοσύνη» ήταν η φράση που χρησιμοποίησε χθες ανακοινώνοντας την αποχώρηση της. Όπως είπε το ρεζερβουάρ έχει αδειάσει και δεν θα είχε τη δύναμη να ανταποκριθεί σε όλα όσα απαιτεί ο ρόλος της.
Η αντίδρασή της, ανθρώπινα, είναι κατανοητή. Η δουλειά του πολιτικού –εννοείται του πολιτικού που κάνει τη δουλειά του σωστά– είναι σκληρή και πολύ συχνά άχαρη. Μερικές πλευρές των δυσκολιών είναι προφανείς. Οι πολλές ώρες που είσαι υποχρεωμένος να αφιερώνεις επειδή τα προβλήματα δεν τελειώνουν ποτέ, επειδή πρέπει να δίνεις το καλό παράδειγμα αλλά και επειδή δεν μπορείς να χαλαρώσεις ποτέ: πρέπει να είσαι πάντα σε επιφυλακή για το απρόοπτο. Να μη την πάθεις σαν τον Δήμαρχο που καιγόταν η πόλη του κι αυτός έκανε διακοπές στη Μύκονο.
Ύστερα είναι η απώλεια κάθε ιδιωτικότητας, το ότι είσαι διαρκώς στο φως της δημοσιότητας, κάθε σου κίνηση αποτελεί αντικείμενο κριτικής συχνά άδικης και προκατειλημμένης. Θέλει γερό στομάχι να παρακολουθείς, εσύ και η οικογένειά σου, τη βαρβαρότητα των επιθέσεων στα κοινωνικά δίκτυα. Τα οποία φυσικά δεν μπορείς να αγνοήσεις αν θέλεις να είσαι σε επαφή με τις τάσεις της κοινωνίας. Και βέβαια υπάρχει και πολύ αγγαρεία. Μπορεί να κοροϊδεύουμε τους πολιτικούς που κόβουν πίτες, έχει αναρωτηθεί κανείς πώς νιώθουν αυτοί όταν θα πρέπει κάθε Κυριακή και αργία, σχεδόν 52 εβδομάδες τον χρόνο, να ξεκινούν πρωί πρωί για να πάνε στις πιο βαρετές και ανούσιες εκδηλώσεις; Τις οποίες αν αγνοήσουν, θα θεωρηθεί ότι περιφρονούν τους πολίτες. Κάποιοι λίγοι μπορεί να ζουν γι’ αυτή τη μορφή της κοινωνικότητας. Για άλλους είναι μια συνεχής ψυχολογική φθορά.
Κι αυτά είναι το λιγότερο. Τα πραγματικά προβλήματα αρχίζουν όταν θέλεις να κάνεις το καλό για την κοινωνία. Να κάνεις δηλαδή αυτό για το οποίο έχεις εκλεγεί, αυτό το οποίο αποτελεί τη δικαίωσή σου, το λόγο που αρχικά ασχολήθηκες με την πολιτική και το οποίο θεωρητικά θα έπρεπε να σου δίνει την πιο βαθειά ικανοποίηση και την ευγνωμοσύνη των ψηφοφόρων σου. Ας πούμε ότι είσαι ο Γιαννίτσης, ο αρχιτέκτονας δηλαδή μιας μεταρρύθμισης η οποία θα έσωζε τη χώρα σου από τη χρεοκοπία. Τι πετυχαίνεις πέρα από την οργή της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών; Ακόμα και αν με κάποιο θαύμα περάσεις το συγκεκριμένο μέτρο σε τι μπορείς να ελπίζεις πέρα από την εκλογική αποδοκιμασία; Γιατί φυσικά η δικαίωση, το ότι δεν χρεοκόπησε η χώρα σου, δεν πρόκειται να σου αναγνωριστεί. Κάτι ανάλογο έπαθε και η Τζασίντα Άρντερν. Η δημοτικότητά της υποχώρησε επειδή πήρε αυστηρά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Το ότι η Νέα Ζηλανδία είχε μια από τις πιο επιτυχημένες στρατηγικές προστασίας της υγείας στον κόσμο δεν ήταν αρκετό. Θέλει εξαιρετικές ικανότητες αλλά και μεγάλη δόση τύχης, να μπορείς να κάνεις το καλό για τη χώρα σου και να σου αναγνωρίζεται.
Αυτή όμως είναι η πολιτική. Όπως έλεγε ο Χάρι Τρούμαν, αν δεν αντέχεις τη ζέστη μην μπαίνεις στην κουζίνα. Κι εμείς περιμένουμε από τους πολιτικούς μας να αντέχουν στη ζέστη, όχι να τα παρατάνε μπροστά στις δυσκολίες. Με το παράδειγμα της η Άρντερν έστειλε σίγουρα πολλά θετικά μηνύματα. Ότι ουδείς είναι αναντικατάστατος. Ότι δεν είναι υποχρεωτικό όποιος ασχολείται με την πολιτική να υιοθετεί και τον κυνισμό που συχνά πάει μαζί της. Ότι η εξουσία και τα αξιώματα δεν είναι το παν σε αυτή τη ζωή. Δεν ξέρω τα προβλήματα που έχει σαν χώρα η Νέα Ζηλανδία, μπορεί να είναι τα πράγματα τόσο καλά που ένα τέτοιο παράδειγμα προσωπικής ταπεινότητας και αξιοπρέπειας να είναι πιο σημαντικό από την ίδια τη διακυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά είναι σαφές πως για πολλούς στο κόμμα της η παραίτησή της θα είναι και μια μορφή προδοσίας. Δεν είναι βέβαιο ότι με αυτήν επικεφαλής θα μπορούσαν να αποφύγουν την ήττα. Είναι περίπου βέβαιο όμως ότι οι εκλογικές τους πιθανότητες τώρα είναι πολύ χειρότερες. Κι αν πολλοί πιστεύουν στο πρόγραμμα που η ίδια υπερασπιζόταν ως σήμερα, σε αλλαγές δηλαδή που επηρεάζουν τις ζωές των συμπολιτών της, σίγουρα θα περίμεναν ότι θα συνέχιζε τη μάχη, δεν θα έβαζε σε προτεραιότητα την προσωπική της ζωή.
Το ίδιο περιμένουμε κι εμείς από τους πολιτικούς μας. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα να πετάνε λευκή πετσέτα επειδή «άδειασαν»; Ποιος από τους οπαδούς τους δεν θα το θεωρούσε ύψιστη περιφρόνηση; Προφανώς δεν το αντέχουν όλοι. Θέλει ένα υπερμέγεθες εγώ, υψηλές φιλοδοξίες, αρκετή ματαιοδοξία και πολύ πείσμα για να αντέχεις να είσαι πρωταγωνιστής σε βάθος χρόνου. Δεν είναι πάντα τα καλύτερα προτερήματα για έναν φίλο, πάντα θα προτιμούμε την παρέα της Τζασίντα. Για πρωθυπουργός όμως είναι άλλο ζήτημα. Όσες έμειναν στην ιστορία, η Γκόλντα Μέιρ, η Ίντιρα Γκάντι όπως και η Μάργκαρετ Θάτσερ, το τελευταίο που είχαν στο μυαλό τους ήταν να πηγαίνουν το παιδί τους στο σχολείο.